Ο μαρτυρικός θάνατος της 20χρονης Καρολάιν Κράουτς η οποία για πέντε λεπτά ψυχορραγούσε στα χέρια του συζύγου της, Μπάμπη Αναγνωτόπουλου ήταν το οδυνηρό και σοκαριστικό τέλος σε μία σχέση που μπορεί για τον κοινωνικό περίγυρο να έμοιαζε ονειρική, ωστόσο για την άτυχη κοπέλα ήταν σα φυλακή. Τα λόγια της ίδιας της Καρολάιν στις φίλες της αλλά και την ψυχολόγο, επικαλείται ο εισαγγελέας Γιώργος Νούλης στην 24σελιδη πρόταση του για να περιγράψει την ολέθρια σχέση της 20χρονης με το σύζυγό της, έναν άνδρα χειριστικό, σκληρό και ανάλγητο.
Τα πέντε τελευταία δραματικά λεπτά της Καρολάιν και η αγωνιώδης προσπάθειά της να κρατηθεί ζωντανή, ενώ την έπνιγε ο σύζυγός της, χωρίς καν να λυγίσει, φανερώνουν για τον εισαγγελέα την ψυχρότητα και τη μεθοδικότητα με την οποία είχε σχεδίασε και εκτέλεσε το φρικτό του έγκλημα ο Αναγνωστόπουλος.
*Η Καρολάιν δεν έπασχε από επιλόχεια κατάθλιψη
*Το ζευγάρι ήταν -με επιλογή κυρίως του κατηγορουμένου- τελείως αποκομμένο από το οικογενειακό περιβάλλον αμφοτέρων των συζύγων, κάτι που εντάθηκε με την πανδημία του κορωνοϊού
* Συστηματική απομάκρυνση από το σύζυγο της Καρολάιν από άλλες κοινωνικές δραστηριότητες, σχέσεις και συναναστροφές, με σκοπό να έχει το διαρκή έλεγχο των κινήσεων της ώστε να μπορεί να την χειραγωγεί (επιλογή κατοικίας σε απόμακρη περιοχή και σε μεγάλη απόσταση από το πανεπιστήμιο που αυτή εισήχθη, επιβάρυνση της 20χρονης με την εκτέλεση όλων των οικογενειακών εργασιών και την ανατροφή του μωρού χωρίς καμιά βοήθεια από τρίτους, μόνιμη παρουσία του κατηγορουμένου σε συναντήσεις με τις φίλες της, πλήρης άγνοια της Καρολάιν για τα οικονομικά του ζεύγους, την αποκλειστική διαχείριση των οποίων ασκούσε ο κατηγορούμενος που δεν της άφηνε καθόλου χρήματα- Οδικές μετακινήσεις της Καρολάιν με συγκεκριμένο ταξί φίλου του κατηγορουμένου)
* Η Κράουτς βίωνε ως εγκλεισμό την σχέση της με τον κατηγορούμενο, διακατεχόταν λόγω και της ηλικιακής τους διαφοράς από σύνδρομο «συνεξάρτησης» από τον τελευταίο (αποδοχή του προσώπου αλλά απόρριψη του ατόμου του) και
*Η Καρολάιν εμφανιζόταν φοβισμένη μετά τους συχνούς διαπληκτισμούς του ζεύγους. Για το λόγο αυτό απειλούσε τον κατηγορούμενο πως θα φύγει ς από την συζυγική οικία είτε μόνη της είτε μαζί με το παιδί τους”.
Για το βράδυ της δολοφονίας ο εισαγγελέας αναφέρει:
Ο εισαγγελέας αναφερόμενος σε όσα έγιναν μετά το έγκλημα, τονίζει:
«Μετά την θανάτωση της συζύγου του ο κατηγορούμενος ψύχραιμος προχώρησε άμεσα στην υλοποίηση και του δευτέρου μέρους του εξαρχής προπαρασκευασμένου εγκληματικού του σχεδίου.
-Την ώρα 4:20 φόνευσε δια απαγχονισμού τον οικόσιτο σκύλο ονόματι Ρόξι. Το άτυχο ζώο κρεμάστηκε από αυτόν με το λουρί του στα κάγκελα της εσωτερικής σκάλας μεταξύ ισογείου και πρώτου ορόφου. Η τέλεση του εγκλήματος αυτού είχε δε την στόχευση, τόσο να εμφανιστεί πειστικότερο το σενάριο της βιαιότητας των «φανταστικών» ληστών, οι οποίοι πλην της συζύγου του σκότωσαν και τον τετράποδο, όσο και να απομακρυνθούν οι τυχόν υποψίες από το πρόσωπο του κατηγορουμένου, αφού δεν θα ήταν πιθανό να θεωρηθεί ότι ο ίδιος το κακοποίησε.
– Προέβη στην επιλεκτική αναστάτωση και του χώρου της κρεβατοκάμαρας, όπου σκότωσε το θύμα, με την αφαίρεση και την ρίψη στο δάπεδο συρταριού κομοδίνου. Και τούτο προς διαμόρφωση εικόνας έρευνας και του ακριβούς σημείου του εγκλήματος
-Μετακίνησε το κοιμώμενο στο ισόγειο όροφο μωρό του ζεύγους και το τοποθέτησε επάνω στο κρεβάτι του υπνοδωματίου, δίπλα στην άρτι δολοφονηθείσα από τον ίδιο μητέρα του. Και τούτο με σκοπό να προσδώσει ένα περαιτέρω δραματικό τόνο στο όλο σενάριο και να μεγεθύνει την αγριότητα των ανύπαρκτων ληστών
– Με τη χρήση σπάγκου και μονωτικής ταινίας έδεσε μόνος του μεταξύ τους τα χέρια του μπροστά και τα πόδια του, στη συνέχεια προσδέθηκε στις τάβλες του κρεβατιού στο δάπεδο του υπνοδωματίου. Περαιτέρω, περιτύλιξε το λαιμό του με μονωτική ταινία, με την οποία κάλυψε το στόμα και τα μάτια του, ώστε να εμφανιστεί ότι ο ίδιος ακινητοποιηθείτε από τους ληστές. Αντίστοιχα, έπραξε και με το σώμα της συζύγου του, της οποίας τα χέρια έδεσε πισθάγκωνα με μια γκρι ζακέτα, ενώ γύρω από τον τράχηλο της είχε περιτυλίξει παντελόνι φόρμας ώστε να εμφανίσει ακόμα πιο πειστικό το αφήγημα περί «ληστρικής βιαιότητας».
Νωρίτερα, είχε επικοινωνήσει με τις αρχές επιχειρώντας «να γίνει πιστευτή η κατασκευή του ότι κατά την προσπάθεια επικοινωνίας του με την αστυνομική αρχή ήταν πράγματι δεμένος».
Επικαλούμενος την προανάκριση αλλά και τις καταθέσεις που έδωσε ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος στους αστυνομικούς ο εισαγγελέας αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος επέμενε να προβαίνει σε υποκριτικές ενέργειες για να παραπλανήσει τις αρχές και να απομακρύνει τις υπόνοιες από τον ίδιο.
Παράλληλα ο εισαγγελικός λειτουργός αποδομεί τους ισχυρισμούς του Μπάμπη Αναγνωστοπούλου ότι ο θάνατος της 20χρονης ήταν ατύχημα.
Για τον εισαγγελέα ο κατηγορούμενος είχε «πλήρη διαύγεια» και αυτό προκύπτει από «την πληρότητα της σχετικής «σκηνοθεσίας» τόσο μετά την τέλεση της ανθρωποκτονίας όσο και πριν από αυτή, η οποία και καταδεικνύει ότι την επεξεργάστηκε νωρίτερα και υπολογισμένα και όχι υπό το κράτος ανεξέλεγκτης παρόρμησης. Η δε χρονική τοποθέτηση από τον ίδιο όλων των «σκηνοθετικών» ενεργειών του μετά την θανάτωση του θύματος και ως προϊόν πανικού του αφενός μεν είναι παντελώς άνευ εννόμου επιρροής ως προς το χαρακτηρισμό της πράξης, αφετέρου δε τελείως αβάσιμη, αφού εντός δύο ορών από την κατάληξη του θύματος έως και την ειδοποίηση της άμεσης δράσης δεν είναι χρονικά αντικειμενικά εφικτή η πραγμάτωση του συνόλου των προαναφερθεισών παραπλανητικών ενεργειών προς υποστήριξη του κατασκευασμένου σεναρίου περί της δήθεν ληστείας».