Στο στάδιο της διερεύνησης από την Ασφάλεια βρίσκεται και ένα πρόσωπο που απασχολεί συχνά πυκνά τις στήλες του lifestyle καθώς και τους τηλεοπτικούς συντάκτες. Με ένα μακρύ παρελθόν και ένα άδηλο μέλλον ο Μένιος Φουρθιώτης ή Μένανδρος – Γεώργιος, ανώτερο στέλεχος πρώην τηλεοπτικού σταθμού «Έψιλον» και για ένα φεγγάρι εκπομπάρχης υπό την νέα διεύθυνση του καναλιού το οποίο μετονομάστηκε σε «Open», ο κ. Φουρθιώτης απασχολεί πλέον και την Ασφάλεια. Συγκεκριμένα διερευνάται ο ρόλος του (αν διαδραμάτισε κάποιο ρόλο) στο κύκλωμα της «Μαφίας του Χρυσού».
Στη δικογραφία που σχηματίστηκε για τις δύο σπείρες των ενεχυροδανειστών το όνομα του πρώην τηλεπαρουσιαστή αναφέρεται ολογράφως. «Φουρθιώτης Μένανδρος – Γεώργιος του Γεωργίου – Κοσμά» αναγράφεται στη σελίδα 18 του διαβιβαστικού και ακολουθεί η διεύθυνση του.
Δεν πρόκειται προφανώς για συνωνυμία. Αναφέρεται σε επιπροσθέτως στη δικογραφία : «Καταγράφηκαν συνομιλίες ενός εκ των αρχηγών της Α΄ εγκληματικής οργάνωσης με γνωστό παρουσιαστή σχετικά με οικονομικής φύσεως συμφωνία, για διαφήμιση του πρώτου από εκπομπή του δευτέρου σε τηλεοπτικό σταθμό εργασίας του, όπου υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για καταβολή μαύρου χρήματος από τον πρώτο στον δεύτερο, χωρίς να εξακριβωθεί αν πραγματοποιήθηκε η πράξη».
Το «Βαθύ λαρύγγι» του Ριχάρδου στην ΕΛΑΣ
Τον ρόλο του «πληροφοριοδότη» του κυκλώματος λαθρεμπορίου χρυσού έπαιζε, σύμφωνα με τις αρχές, ένας αστυνομικός. Ο 28χρονος που υπηρετούσε στην Υπηρεσία Προστασίας Επισήμων φέρεται να είχε απευθείας τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον γνωστό ενεχυροδανειστή Ριχάρδο Μυλωνά. Ο «κοριός» της αστυνομίας έχει καταγράψει συνομιλίες, σύμφωνα με τις οποίες, «τον ενημέρωνε για τυχόν έρευνες της αστυνομίας που αφορούν τον ίδιο». Άλλωστε ο γνωστός ενεχυροδανειστής είχε συλληφθεί άλλες δυο φορές στο παρελθόν.
Το «βαθύ λαρύγγι» μιλώντας με τον φερόμενο «εγκέφαλο» της πρώτης σπείρας τον ενημέρωσε, μεταγενέστερα, ότι στα τέλη Οκτωβρίου οι διωκτικές αρχές ήταν έτοιμες να του περάσουν χειροπέδες «αλλά η επιχείρηση ματαιώθηκε για επιχειρησιακούς λόγους». Ωστόσο, μέσω των γνωριμιών του, θα έκανε ότι μπορούσε για να μάθει λεπτομέρειες. Ο αστυνομικός, με καταγωγή από την Καρδίτσα, παρουσιάστηκε μόνος του στις αρχές, όταν ενημερώθηκε τηλεφωνικά από τους συναδέλφους του για την επιχείρηση εξάρθρωσης του κυκλώματος, και τελικά συνελήφθη. Έχει τεθεί σε διαθεσιμότητα ήδη και εις βάρος του διατάχτηκε ΕΔΕ.
Ως προς τον ρόλο του εν ενεργεία αστυνομικού που είχε στρατολογήσει το κύκλωμα στο διαβιβαστικό αναφέρεται το εξής: «Ο εν λόγω τυγχάνει εν ενεργεία αστυνομικός στην υπηρεσία Προστασίας Επισήμων και είχε απευθείας τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον Ριχάρδο από την απομαγνητοφώνηση των οποίων προκύπτει ότι τον εξυπηρετεί ιδιωτικά με τη χρήση της αστυνομικής του ιδιότητας ενώ περαιτέρω τον ενημέρωνε για τυχόν έρευνες της Αστυνομίας που αφορούν στον ίδιο.
Ως προς το δεύτερο στις 25 Οκτωβρίου είχε προγραμματιστεί από την υπηρεσία μας επιχείρηση για την εξάρθρωση της εν λόγω εγκληματικής οργάνωσης η οποία όπως αναβλήθηκε για επιχειρησιακούς λόγους. Από τις συνομιλίες προέκυψε ενημέρωση του Ριχάρδου από τον αστυνομικό για αυτά σε χρόνο μεταγενέστερο από αυτόν της προγραμματισμένης επιχείρησης ότι θα μάθαινε περαιτέρω λεπτομέρειες και θα τον ενημέρωνε επ’ ακριβώς εκ νέου».
Ο «Κυπατζής»
Στη δικογραφία περιγράφεται και η δομή του κυκλώματος και αποκαλύπτεται ότι μετείχε και απόστρατος αξιωματικός με προϋπηρεσία στην ΕΥΠ Στη δικογραφία περιγράφεται και η δομή του κυκλώματος και αποκαλύπτεται ότι μετείχε και απόστρατος αξιωματικός με προϋπηρεσία στην ΕΥΠ που είχε αναλάβει θέματα ασφαλείας στην εγκληματική οργάνωση.
Επισημαίνεται συγκεκριμένα:
«Όπως φαίνεται η «στρατιωτική πειθαρχία» με την οποία λειτουργούσε η οργάνωση ήταν απόρροια των συμβουλών του απόστρατου αξιωματικού «με προϋπηρεσία στην ΕΥΠ και ένεκα αυτού και προς κάλυψη της δράσης του, οι συνομιλίες πραγματοποιούνταν κατά βάση με διαδικτυακή εφαρμογή (σ.σ. Viber που είναι ασφαλές σε υποκλοπές) ενώ κατά τη φυσική επιτήρηση ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός. Ο συγκεκριμένος συγκέντρωνε χρυσό από άγνωστες πηγές, τον μετέφερε με τη μοτοσικλέτα του και τον παρέδιδε προσωπικά ο ίδιος στο γραφείο – καβάντζα. Οι κινήσεις του έχουν καταγραφεί και με βιντεοληπτικό υλικό».
Το ιστορικό της υπόθεσης
Στη σκιά της οικονομικής κρίσης που βύθισε στην ανέχεια πολλούς Έλληνες, «ανδρώθηκαν» τα δύο μεγάλα κυκλώματα λαθρεμπορίας χρυσού που εξάρθρωσε η Αστυνομία.
Με σύμμαχό τους τα κενά και τις ασάφειες του θεσμικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία τους, δεκάδες ενεχυροδανειστήρια που κατέκλυσαν τη χώρα τα τελευταία χρόνια, «πάτησαν» πάνω στον αγώνα επιβίωσης δεκάδων πολιτών και «θησαύρισαν» οι αρχηγοί και τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων που ήταν πίσω από αυτά.
Ο γνωστός ενεχυροδανειστής που είχε εξελιχθεί σε τηλεαστέρα, διαφημίζοντας το τεράστιο δίκτυο που είχε στήσει σε όλη τη χώρα, ενεχυριάζοντας ή αγοράζοντας τα κοσμήματα των ανθρώπων που είχαν ανάγκη, φέρεται ότι ήταν ένας από τους αρχηγούς των κυκλωμάτων.
Εμφανιζόμενος ως σοβαρός επιχειρηματίας με δήθεν φιλανθρωπική δραστηριότητα, ο προβεβλημένος ενεχυροδανειστής σκόπευε μάλιστα να «σπάσει» τα σύνορα της χώρας, επεκτείνοντας τη δράση του και στο εξωτερικό. Ήθελε να κάνει υποκατάστημα ακόμη και στο Λας Βέγκας για να αποδείξει πως η εταιρεία του με την επωνυμία «Ενεχυροδανειστήρια Ρ.» ήταν ηγέτιδα στο χώρο του χρυσού. «Βασικό του εργαλείο στην επίτευξη των στόχων του ήταν – σύμφωνα με την κατηγορία- η ομαλή λειτουργία, επέκταση και εν τέλει η εγκαθίδρυση στη συνείδηση των πολιτών» της επιτυχημένης πορείας των ενεχυροδανειστηρίων του. Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με τις αρχές, ο ρόλος του ήταν τριπλός., καθώς είχε αναλάβει την συγκάλυψη της δράσης των μελών της Οργάνωσης, μέσω των ενεχυροδανειστηρίων του, της τροφοδότησής της με «χρυσό» από το δίκτυο καταστημάτων της επιχείρησης «βιτρίνα» αλλά και του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
Άριστος γνώστης του μάρκετινγκ, προχωρούσε μεγάλες διαφημιστικές καμπάνιες σε τηλεοπτικούς σταθμούς πανελλήνιας εμβέλειας και «μέσω των τηλεοπτικών δεκτών έμπαινε και στο τελευταίο ελληνικό σπίτι».
Απολαμβάνοντας ο ίδιος μία πολυτελή ζωή, με βίλα στην Ανάβυσσο στην οποία διέθετε και πισίνα, θαλαμηγό, πολυτελή αυτοκίνητα κι έντονη νυχτερινή ζωή, όπως αναφέρεται στη δικογραφία, ξέπλενε το βρώμικο χρήμα που συγκέντρωνε από τα 88 ενεχυροδανειστήρια που διέθετε σε όλη τη χώρα και τα οποία «έσφυζαν» από δουλειά ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα. Από την άλλη πλευρά, με την επίσκεψή του στη Μύκονο το καλοκαίρι του 2018 και την αγορά κοσμημάτων από την Πάρις Χίλτον για φιλανθρωπικούς σκοπούς, δεν παρέλειπε να προβάλλει και τις δήθεν αγαθοεργίες του στην κοινή γνώμη.
Στο εσωτερικό των επιχειρήσεών του, κυριαρχούσε σιδερένια πειθαρχία, με τα μέλη που τυχόν έπεφταν στο μάτι της Αστυνομίας να απολύονται πάραυτα. Ακόμη κι αν είχαν κεντρικό ρόλο στην εγκληματική οργάνωση, από τη στιγμή που υπήρχαν υποψίες ότι η Αστυνομία μπορεί να τους παρακολουθεί, αμέσως απολύονταν.
Σύμφωνα με διαβιβαστικό της Αστυνομίας, η εν λόγω οργάνωση ήταν «αριστουργηματικά οργανωμένη» ενώ την αρχηγία μοιράζονταν ο ενεχυροδανειστής και ένας Τούρκος συγκατηγορούμενός του. Όπως διαπίστωσαν οι διωκτικές αρχές μετά τη συστηματική παρακολούθηση των μελών, «η δραστηριότητα της εγκληματικής οργάνωσης ήταν κλειστός κύκλος πλήρως ελεγχόμενος σε κάθε στάδιο και άμεσα συνδεδεμένος με δεύτερο κύκλο νομιμοποίησης των κερδών τους, ο οποίος επίσης ήταν ελεγχόμενος από τους ίδιους».
Τα μέλη μάζευαν χρυσό από όλη την Ελλάδα, ενώ υπήρχαν και οι γυρολόγοι, οι οποίοι συγκέντρωναν χρυσό ή αλλά πολύτιμα μέταλλα από συναλλαγές του δρόμου για να μετατραπούν στη συνέχεια σε σκραπ και να πάρουν το δρόμο για το εξωτερικό.
Τα ενεχυροδανειστήρια έδιναν μία επίφαση νομιμότητας, λειτουργώντας ως « «βιτρίνα» απ’ όπου υπήρχε καθημερινά διακίνηση 100.000 ευρώ, κατά μέσο όρο, την ημέρα.
Oι δύο εγκληματικές οργανώσεις που δρούσαν παράλληλα, είχαν δημιουργήσει ένα άτυπο «καρτέλ» ελέγχοντας πλήρως την αγορά του χρυσούOι δύο εγκληματικές οργανώσεις που δρούσαν παράλληλα, είχαν δημιουργήσει ένα άτυπο «καρτέλ» ελέγχοντας πλήρως την αγορά του χρυσού. Καθόριζαν τις τιμές και απέφευγαν τα λάθη αλλά και το σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Τα μέλη τους λάμβαναν μέτρα ασφαλείας να επικοινωνούν μέσω viber και χρησιμοποιούσαν κωδικές ονομασίες. Ο γνωστός ενεχυροδανειστής αναφέρεται ως «χοντρός» ενώ καταγράφονται ακόμη οι: «παππούς» , «μαύρος», «ψηλός» αλλά και «Βλάχος». Κωδικοποιημένες λέξεις και φράσεις χρησιμοποιούσαν και για τα αντικείμενα που έφταναν στα χέρια τους. Μεταξύ αυτών αποκαλούσαν «ζάχαρη» ή «κίτρινο» το χρυσό, «Fine» το χρυσό 24 καρατίων, «στρογγυλό» ή «κορίτσια» τις χρυσές λίρες Αγγλίας αλλά και «χαρτιά» τα χρήματα.
Κάτω από τη …μύτη της Αστυνομίας, στην οδό Αριστείδου ήταν ένας από τους χώρους συγκέντρωσης του χρυσού που στη συνέχεια μεταφερόταν στην οδό Σουρνάρη, στο χυτήριο της οργάνωσης. Εκεί γινόταν η τήξη των μετάλλων και ο διαχωρισμός σε νομιμοφανή και παράνομη εξαγωγή. Ο χώρος, μάλιστα, ήταν απέναντι από την πλαϊνή είσοδο του Πολυτεχνείου, μια τοποθεσία η οποία σύμφωνα με τις αρχές, δεν επελέγη τυχαία καθώς δυσχεραίνει την παρουσία- επιτήρηση από αστυνομικούς της ασφάλειας. Ο χρυσός μεταφερόταν από τους «ταχυμεταφορείς» οι οποίοι τον έκρυβαν στον αποθηκευτικό χώρο που έχουν κάτω από τη σέλα τους στα σκούτερ.
Η έξοδος των ράβδων χρυσού από τη χώρα, όπως προέκυψε από τις έρευνες, γινόταν με δυο τρόπους. Είτε έφευγαν για την Τουρκία μέσω τουριστικών λεωφορείων όπου το πακέτο με το χρυσό πήγαινε «χέρι με χέρι» είτε μέσω του τελωνείου του αερολιμένα Αθηνών. Από τα τιμολόγια που έχουν στα χέρια τους οι αστυνομικοί, η γνησιότητα των οποίων ελέγχεται, προκύπτει ότι μέσα στο 2017 πραγματοποιήθηκαν 156 εξαγωγές κράματος χρυσού και ασημιού σε σκράπ συνολικού βάρους 3.537, αξίας μεγαλύτερης των 13 εκατομμυρίων. Το πρώτο οκτάμηνο του 2018 πραγματοποιήθηκαν 142 εξαγωγές κράματος συνολικού βάρους 2.649, αξίας περίπου 17,5 εκατομμυρίων ευρώ.
Για τις Αρχές ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που τα μέλη των δύο κυκλωμάτων εισήγαγαν στη χώρα μας τα χρήματα, από την πώληση του παράνομου χρυσού στην Τουρκία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας των αστυνομικών, για το σκέλος αυτό της δράσης της “αριστουργηματικά οργανωμένης ομάδας” είχαν επιστρατευθεί Κινέζοι χονδρέμποροι ρούχων. Η ομάδα των λαθρεμπόρων φέρεται να τους έδινε τα παράνομα χρήματα σε κινέζικο νόμισμα, τα οποία στη συνέχεια καταβάλλονταν για την αγορά ρούχων. Όταν το εμπόρευμα ερχόταν στην Ελλάδα, οι Κινέζοι κατέβαλλαν στην ομάδα το αντίτιμο των παραγγελιών τους σε ευρώ.
Η εν λόγω σύμπραξη φαίνεται πως εξυπηρετούσε αμφότερες τις πλευρές, καθώς από την μία “εξανέμιζε τα ρίσκα της μεταφοράς χρημάτων” που στόχευαν οι λαθρέμποροι χρυσού και από την άλλη “έσπαγε τα κινεζικά capital controls και βοηθούσε στην αγορά και πώληση φορολογικά “μαύρων” προϊόντων και στην αποφυγή καταβολής ποσών που θα ήταν απαραίτητα μέσω τραπεζικού συστήματος”.