Σε κανέναν εκ των παροικούντων εντός των τειχών της πόλης δεν προκάλεσε εντύπωση η αιφνιδιαστική εμφάνιση του Αλέξη Κούγια στο κρατητήριο της ΓΑΔΑ. Τον κρατούμενο Δημήτρη Λιγνάδη εκπροσωπούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Νίκος Γεωργουλέας, ο οποίος, σε αντίθεση με τον «καλύτερο ποινικολόγο της Ελλάδας», κατά δική του δήλωση, ήταν πάντα λιτός και λακωνικός στις παρεμβάσεις του αποφεύγοντας τα πολλά πολλά με τον τηλεοπτικό φακό.
Η σαρωτική εμφάνιση Κούγια στην πολλά υποσχόμενη από δικονομικής απόψεως και τηλεοπτικής διαστάσεως υπόθεση Λιγνάδη προφανώς μόνον τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Μόνο ο συγκεκριμένος δικηγόρος θα μπορούσε να αναλάβει την υπεράσπιση ενός ανθρώπου ο οποίος πρόκειται να κατηγορηθεί επισήμως για ιδιαίτερα ειδεχθή εγκλήματα. Το έχει αποδείξει άλλωστε πως διαθέτει αξιοσημείωτη ανοχή σε ειδεχθείς υποθέσεις.
Όπως όταν υπερασπιζόταν τη δεκαετία του ΄90 τον βιαστή και δολοφόνο της Χριστίνας Τσάμη, ενός κοριτσιού 16 ετών το οποίο χαρακτήριζε κατά την ακροαματική διαδικασία «κουνίστρα». Η Χριστίνα Τσάμη, λίγο πριν κλείσει τα 16 της χρόνια, έφτασε μαζί με τους γονείς της στο χωριό για διακοπές, μόνο που για την κοπέλα έμελλε να είναι οι τελευταίες της. Σε μια βόλτα της ένας άνδρας την ακολούθησε και της επιτέθηκε βίαια. Η νεαρή αντιστάθηκε χωρίς τύχη όμως, αφού ο δράστης τη στραγγάλισε. Έπειτα, αφού ασέλγησε πάνω στο νεκρό κορμί της, με μια ζαρντινιέρα τής έλιωσε το κεφάλι ολοκληρώνοντας το φρικιαστικό του έγκλημα. Ο δράστης καταδικάστηκε σε ισόβια συν 8 χρόνια για το αποτρόπαιο έγκλημά του, παρά το γεγονός ότι ο δικηγόρος του, ο κ. Κούγιας, πάλεψε πολύ για να ελαφρύνει τη θέση του πελάτη του.
Τα παραπάνω στοιχεία αναφέρονται διότι οφείλουμε να διατηρούμε νωπή τη μνήμη για ορισμένες καταστάσεις και πρόσωπα, όταν μάλιστα διαδραματίζουν ρόλο στη δημόσια σφαίρα. Όπως ο Αλέξης Κούγιας επί παραδείγματι.
Βεβαίως ο γιος του, όπως είναι φυσικό, έσπευσε με μάλλον προκλητικό και απροκάλυπτα επιθετικό τρόπο να στηρίξει τις επαγγελματικές επιλογές του πατέρα του. Βλέπετε, το τελευταίο ανάχωμα της ελαφρότητας είναι πλέον τα social media, αφού κάθε αυτόκλητος κριτής -μπορεί και ανώριμος παρατηρητής- νομιμοποιείται να ερμηνεύει και κυρίως να παρερμηνεύει. Ο νεαρός φοιτητής της Νομικής Αθηνών διά μετεγγραφής του από τη Νομική του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης θα μπορούσε να είναι λιγότερο αμετροεπής και περισσότερο ανεξάρτητος από την πατρική επιρροή του ποινικολόγου πατρός του. Μάλλον θα κέρδιζε ως προς την εκτίμηση του περιβάλλοντος προς το πρόσωπό του.
Μετά από αυτή την απαραίτητη παρένθεση για λόγους ηθικής τάξεως και επανερχόμενοι στο τρέχον πολιτικό ρεπορτάζ, οφείλουμε να σταθούμε στην άμεση και μάλλον βεβιασμένη ενέργεια του κ. Αλέξη Κούγια να επιτεθεί προσωπικά κατά της υπουργού Λίνας Μενδώνη, την οποία απειλεί και με μήνυση (αν του το επιτρέψει ο Δημήτρης Λιγνάδης). Γιατί άραγε τόση πρεμούρα; Είναι η υπουργός η πρώτη προτεραιότητα του κ. Κούγια σε αυτή την υπόθεση; Όχι βέβαια. Είναι όμως, όπως φαίνεται, η προτεραιότητα εκείνων των πολιτικών κύκλων οι οποίοι και διατηρούσαν στο απυρόβλητο τον σκηνοθέτη επί δύο δεκαετίες και τώρα επιδιώκουν να ανατρέψουν συγκεκριμένους συσχετισμούς όπως αυτοί έχουν διαμορφωθεί εντός της παρούσης κυβερνήσεως του Κυριάκου Μητσοτάκη. Διότι εδώ βρίσκεται η ουσία.
Η υπόθεση Λιγνάδη πολιτικοποιείται ωμά και σε βάθος λόγω της σύγκρουσης συμφερόντων συγκεκριμένων οικονομικών οίκων. Ντόπιων και όχι «εισαγόμενων». Έτσι η Λίνα Μενδώνη χρεώνεται σε έναν ολιγάρχη επιχειρηματία. Η όποια αποπομπή της από την κυβέρνηση θα ερμηνευόταν ως νίκη του αντιπάλου ολιγάρχη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκη δεν θα μπορούσε σε αυτή τη φάση να διακινδυνεύσει κάτι τέτοιο. Αυτός είναι και ο μοναδικός λόγος για τον οποίο η Λίνα Μενδώνη διατηρήθηκε στο αξίωμά της παρά την ατυχέστατη και αντιεπαγγελματική, αλλά και πολιτικά απαράδεκτη συνέντευξη της περασμένης Παρασκευής. Τα μεγέθη των δύο αντίπαλων ολιγαρχών είναι τεράστια για την ελληνική επιχειρηματική πραγματικότητα. Και οι δύο ολιγάρχες στηρίζουν αναφανδόν την παρούσα κυβέρνηση. Απλώς επιδιώκουν το μονοπώλιο του ελέγχου.
Άλλωστε ο Αλέξης Κούγιας φρόντισε να επιβεβαιώσει όλα τα παραπάνω. Είναι αυτός ο οποίος, μόλις ανέλαβε την υπεράσπιση του Δημήτρη Λιγνάδη, έσπευσε να δηλώσει δημόσια πως η «Λίνα Μενδώνη είναι εκείνη που ανέλαβε τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων στην υπόθεση “ΕΛΛΗΝΙΚΟ”». Πρόκειται για δήλωση του ποινικολόγου και όχι για δημοσιογραφικές ερμηνείες. Αυτά προς στιγμήν.
Όμως ο έμπειρος περί τα αυτά Αλέξης Κούγιας δεν θα προχωρούσε σε ενέργειες, δηλώσεις και τηλεοπτικούς «μαραθωνίους» (20 εμφανίσεις σε 24 ώρες) εάν και εφόσον δεν είχε πάρει πράσινο φως και από έναν τρίτο ολιγάρχη. Αυτός ο τρίτος, αλλά όχι αναγκαστικά ο έσχατος, έχει αποδείξει ότι θα εξυπηρετούσε υποθέσεις και συμφέροντα του ενός εκ των δύο προαναφερθέντων επιχειρηματικών ομίλων. Με λίγα λόγια, ο ποινικολόγος, για να «υιοθετήσει» την υπόθεση Λιγνάδη, διαθέτει ήδη δύο «ΟΚ» εκ των τριών ισχυρών ολιγαρχών του ελληνικού επιχειρείν.
Τα προαναφερθέντα απλώς εξηγούν πώς μία εξόχως κυρίαρχη κοινωνικά υπόθεση, η οποία προβληματίζει αλλά και ενοχλεί το σύνολο της κοινωνίας ,όπως αυτή του Δημήτρη Λιγνάδη, υποσκελίζεται από μία πολιτικοοικονομική συγκυρία, με αποτέλεσμα ένας από τους βασικούς θεσμικούς διαχειριστές αυτού του άγους, η υπουργός Πολιτισμού, να διατηρείται στη θέση της παρά τις διευρυμένες αντιδράσεις ακόμα και εντός της κυβέρνησης στην οποία συμμετέχει. Η μόνη η οποία καλείται να «πληρώσει το μάρμαρο» είναι η υπουργική σύμβουλος Άννα Παναγιωταρέα. Αρχιτέκτων αυτής της απαράδεκτης πολιτικής παρουσίας της υπουργού κατά τη συνέντευξη της περασμένης Παρασκευής. Η κα. Παναγιωταρέα «θα απέχει για μεγάλο χρονικό διάστημα από την εργασία της στο Υπουργείο Πολιτισμού λόγω τραυματισμού της στο πόδι και της επιβεβλημένης χειρουργικής επεμβάσεως που συνεπάγεται ο σοβαρός αυτός τραυματισμός». Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η χρονική αυτή σύμπτωση. «Ο από μηχανής θεός» που θα έλεγε και ο Αριστοφάνης σαρκάζοντας τους τραγωδούς.