Το καταστροφικό τσουνάμι που σάρωσε το προϊστορικό Αιγαίο μετά την κατακλυσμική έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (Σαντορίνης), δεν προκλήθηκε από την ταυτόχρονη κατάρρευση των τοιχωμάτων της καλδέρας, όπως πίστευαν έως τώρα οι επιστήμονες, αλλά από την τεράστια ποσότητα πυροκλαστικών ηφαιστειακών υλικών που έπεσαν απότομα μέσα στη θάλασσα.
Αυτό προκύπτει από μία νέα έρευνα Ελλήνων και άλλων επιστημόνων, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature Communications», με επικεφαλής την Παρασκευή Νομικού, επίκουρη καθηγήτρια Φυσικής Γεωγραφίας και Γεωλογικής Ωκεανογραφίας του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Οι επιστήμονες παρουσιάζουν νέα βαθυμετρικά και σεισμικά στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν ότι η καλδέρα δεν ήταν ανοιχτή προς τη θάλασσα κατά τη διάρκεια της κύριας φάσης της έκρηξης, αλλά πλημμύρισε με νερό, αφότου η έκρηξη είχε πια ολοκληρωθεί.
Η μέχρι σήμερα κυρίαρχη θεωρία ήταν ότι κατά την ηφαιστειακή έκρηξη, εξαιτίας της οποίας κατέρρευσε το ηφαιστειακό συγκρότημα στη θάλασσα, δημιουργήθηκε μία τεράστια καλδέρα, με διαστάσεις δέκα επί επτά χιλιομέτρων, και αυτή η κατάρρευση προκάλεσε τσουνάμι. Η νέα θεωρία αμφισβητεί τις έως τώρα εκτιμήσεις για το πώς προκλήθηκε το τσουνάμι.
Πώς μεγάλωσε και πλημμύρισε η προϋπάρχουσα καλδέρα
Οι πρόσφατες έρευνες της κ. Νομικού και των άλλων ερευνητών, που έγιναν στον βυθό γύρω από το νησί, έφεραν στο φως στα βορειοδυτικά της καλδέρας ένα υποθαλάσσιο κανάλι, πλάτους ενός χιλιομέτρου και μήκους τριών χιλιομέτρων, το οποίο συνέδεε την καλδέρα με τη θάλασσα. Αυτό το κανάλι, το οποίο αρχικά είχε κλείσει από την τέφρα και υλικά της έκρηξης, στη συνέχεια -όπως ένα φράγμα που σπάει- υποχώρησε ξαφνικά και έτσι η έως τότε σχεδόν στεγνή καλδέρα γέμισε με θαλασσινό νερό, μέσα σε λιγότερο από δύο ημέρες ή ακόμη και σε λίγες ώρες.
Όταν έγινε η ηφαιστειακή έκρηξη, σύμφωνα με τους επιστήμονες, υπήρχε ελάχιστο έως καθόλου νερό μέσα στην καλδέρα, η οποία ήταν απομονωμένη από τη γύρω θάλασσα. Προ της έκρηξης, στο βόρειο τμήμα του ηφαιστειακού πεδίου, η Σαντορίνη διέθετε, ήδη, μία ρηχή καλδέρα σαν λιμνοθάλασσα, που είχε δημιουργηθεί από προηγούμενη έκρηξη πριν από 18.000 χρόνια.
Η κατοπινή μεγάλη έκρηξη του 1610 πΧ βάθυνε και διεύρυνε εκείνη την αρχαιότερη καλδέρα, η οποία τελικά πλημμύρισε με νερό, όταν στη βορειοδυτική περιοχή μεταξύ Οίας-Θηρασίας, που έως τότε ήταν πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, άνοιξε ένα κανάλι προς τη θάλασσα. Οι επιστήμονες υπολόγισαν ότι για να γίνει αυτό, εκτοπίσθηκαν από τα εισρέοντα νερά πετρώματα όγκου 2 έως 2,5 κυβικών χιλιομέτρων.
Αυτό το απότομο πλημμυρικό συμβάν, που έγινε με χρονική υστέρηση σε σχέση με την κυρίως έκρηξη, σταμάτησε όταν το νερό μέσα στην καλδέρα έφθασε στο επίπεδο της θάλασσας (κάτι ανάλογο συνέβη με την πλημμύρα που γέμισε με νερό τη Μαύρη Θάλασσα πριν περίπου 8.400 χρόνια). Λίγο μετά, τα νερά της θάλασσας άνοιξαν ακόμη δύο κανάλια στα νοτιοδυτικά της καλδέρας.
Όμως, ενώ αυτή η μαζική πλημμύρα προκάλεσε κύματα μέσα στην ίδια την καλδέρα, δεν θεωρείται ικανή να έχει προκαλέσει μεγάλα κύματα έξω από αυτήν. Συνεπώς, θεωρείται απίθανο να δημιούργησε τσουνάμι, μάλιστα, τόσο μεγάλης κλίμακας. Για να είχε δημιουργηθεί τσουνάμι κατά την κατάρρευση της καλδέρας, θα πρέπει αυτή να ήταν ήδη γεμάτη νερό και να συνδεόταν με την ανοιχτή θάλασσα. Κάτι τέτοιο, όμως, όπως δείχνει η νέα μελέτη, δεν συνέβαινε τότε, αλλά συνέβη αργότερα, καθώς η καλδέρα πλημμύρισε και συνδέθηκε με τη θάλασσα μόνο όταν πια είχε τελειώσει η έκρηξη του ηφαιστείου.
Τι προκάλεσε το τσουνάμι
Αντίθετα, οι ερευνητές εντόπισαν στον βυθό, στα ανοιχτά των ακτών της Σαντορίνης, εναποθέσεις πυροκλαστικών υλικών πάχους έως 60 μέτρων, τα οποία -κατά την έκρηξη του ηφαιστείου- εκτινάχθηκαν γρήγορα προς κάθε κατεύθυνση στη θάλασσα γύρω από το νησί. Αυτός ο μεγάλος όγκος των πυροκλαστικών ροών (της τάξης των 30 έως 80 κυβικών χιλιομέτρων) εκτιμάται ότι εκτόπισε, αντίστοιχα, μεγάλες ποσότητες νερού και ήταν ικανός να προκαλέσει το τσουνάμι.
Όπως δήλωσε στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Νομικού, «εδώ και χρόνια οι επιστήμονες μελετούν τη μορφολογία του ηφαιστείου της Σαντορίνης για να βρουν ποια τμήματά του καταποντίστηκαν και ποια έμειναν στην επιφάνεια μετά την έκρηξη.
Η νέα μελέτη μας δείχνει ότι υπήρχε ένα κανάλι μεταξύ Οίας και Θηρασιάς, το οποίο μπαζώθηκε από την έκρηξη και έτσι η κύρια καλδέρα γκρεμίστηκε χωρίς να προκαλέσει τσουνάμι. Στη συνέχεια, όταν έσπασε το φράγμα στο κανάλι μεταξύ Οίας-Θηρασιάς, εισχώρησε το θαλασσινό νερό στην καλδέρα το πολύ μέσα σε δύο ημέρες».
«Κάτι τέτοιο, όμως, δεν προκάλεσε το τσουνάμι. Αυτό δημιουργήθηκε, επειδή κατά την τρίτη και την τέταρτη φάση της έκρηξης εκτινάχθηκαν στον αέρα μεγάλες ποσότητες ηφαιστειακής τέφρας, πυροκλαστικές ροές που στη συνέχεια εισχώρησαν στον υποθαλάσσιο χώρο. Αυτές τελικά προκάλεσαν το τσουνάμι, το οποίο επηρέασε τη βόρεια Κρήτη και όλη την ανατολική Μεσόγειο», πρόσθεσε η Ελληνίδα επιστήμονας.
Κύματα ύψους, τουλάχιστον, εννέα μέτρων έφθασαν στη βόρεια Κρήτη και πλημμύρισαν διάφορες περιοχές, όπως δείχνουν ευρήματα σε μινωικές αρχαιολογικές τοποθεσίες, όπως το Παλαιόκαστρο.
Αυτή η νέα θεωρία είναι σύμφωνη με υπάρχουσες μελέτες, που αποδεικνύουν ότι οι πυροκλαστικές ροές ήταν, επίσης, η κύρια αιτία για το τσουνάμι που προκλήθηκε κατά την ισχυρή έκρηξη του ηφαιστείου Κρακατόα της Ινδονησίας το 1883.
Πλήγμα στους Μινωίτες, αλλά όχι κατάρρευση
Η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού ήταν μία από τις μεγαλύτερες των τελευταίων 10.000 ετών σε όλον τον κόσμο. Η επικρατέστερη επιστημονική εκτίμηση είναι ότι η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας έγινε περίπου το 1610 πΧ (συν/πλην 15 χρόνια).
Ο Μινωικός Πολιτισμός στην Κρήτη καταστράφηκε πολύ αργότερα, περί το 1450 πΧ. Συνεπώς, σύμφωνα με την κ. Νομικού, η έκρηξη του ηφαιστείου και το επακόλουθο τσουνάμι αποτέλεσε μεν ένα πλήγμα που κατέστησε πιο ευάλωτο τον πολιτισμό των Μινωιτών, αλλά ο τελευταίος κατέρρευσε από άλλες ενδογενείς αιτίες, τουλάχιστον ενάμιση αιώνα αργότερα.
Στη νέα μελέτη συμμετείχαν, από ελληνικής πλευράς, ο καθηγητής Δημήτρης Παπανικολάου και η Δανάη Λαμπρίδου του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς, επίσης, επιστήμονες από τη Γαλλία, τη Βρετανία, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ και την Ισλανδία.