Αντισυνταγματικό έκρινε το «ψαλίδισμα» των αποδοχών των καθηγητών Πανεπιστημίου, στα χρόνια του μνημονίου, το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η Ολομέλεια ανέτρεψε απόφαση του ΣΤ’ Τμήμα το οποίο τον περασμένο Αύγουστο είχε κρίνει συνταγματικές τις μειώσεις που τους είχαν επιβληθεί.
Έτσι, οι μισθοί και τα επιδόματα των μελών του ΔΕΠ των ΑΕΙ πρέπει από την 1η Ιανουαρίου 2015 να αναπροσαρμοστούν στο προ της 1ης Αυγούστου 2012 οικονομικό καθεστώς.
Ωστόσο, οι δικαστές διευκρινίζουν πως η απόφαση τους δεν θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα – όπως σε ένστολους και δικαστές- και η εφαρμογή της για όλους τους Πανεπιστημιακούς καθηγητές, ξεκινά από σήμερα που δημοσιεύθηκε. Εξαιρούνται μόνο οι τρεις καθηγητές του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών που είχαν προσφύγει στο ΣτΕ οι οποίοι και θα λάβουν αναδρομικά από 1.8.2012.
Συγκεκριμένα, η Ολομέλεια του ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ. 4741/2014 απόφασή της (πρόεδρος ο Σωτήρης Ρίζος και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Ελένη Παπαδημητρίου) κρίνει ότι το νομοθετικό πλαίσιο για τις αναδρομικές μειώσεις των αποδοχών των πανεπιστημιακών «αντίκεινται στο άρθρο 16 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της «ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισής» τους, καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι: «Εν όψει της καθιερουμένης στο άρθρο 25 παράγραφος 4 του Συντάγματος αξιώσεως του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση, από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας, να επιβαρύνει πάντοτε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών.
Και ναι μεν ο νομοθέτης δύναται να λαμβάνει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών εις βάρος όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος, η εξουσία του όμως αυτή δεν είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων».
Επίσης, στην απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ επισημαίνεται: «Ο νομοθέτης επεφύλαξε διαχρονικώς στα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση, με αποδοχές προβλεπόμενες ειδικώς στο νόμο, κατ’ εκτίμηση των ειδικών συνθηκών άσκησης του λειτουργήματός τους, και ύψους αναλόγου προς την σπουδαιότητα του εν λόγω λειτουργήματος. H ευνοϊκή αυτή μεταχείριση δεν ταυτίζεται με εκείνη των αμέσων πολιτειακών οργάνων του κράτους, η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος και, ειδικότερα, όσον αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς, κατοχυρώνεται και ρητώς στο άρθρο 88 παράγραφος 2 αυτού, το οποίο επιτάσσει ευθέως την χορήγηση σ΄ αυτούς, με ειδικό νόμο, αποδοχών αναλόγων προς το λειτούργημά τους.
Προκειμένου, όμως, για τους πανεπιστημιακούς λειτουργούς η ιδιαίτερη μισθολογική τους μεταχείριση απορρέει εμμέσως εκ της, υπό του Συντάγματος (άρθρο 16), αναγνωρίσεώς τους ως δημοσίων λειτουργών με ιδιαιτέρας σημασία αποστολή, οι οποίοι είναι αναγκαίο να έχουν και ιδιαιτέρως αυξημένα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα».