«Ιερές» μπίζνες ύψους 11,5 εκατομμυρίων ευρώ καταλογίζονται σε δύο «πνευματικούς» μοναχούς της μονής Αναστάσεως του Χριστού – Εμμαούς, σε δύο μοναχές της, όπως και σε ακόμη 31 πρόσωπα, μεταξύ των οποίων τραπεζικοί, συμβολαιογράφοι και ιδιώτες.
Η ογκώδης δικογραφία για την «κομπίνα» που στήθηκε την τριετία 2006-2008, σύμφωνα με σχετικό πόρισμα του ΣΔΟΕ, βρίσκεται στα χέρια του ειδικού ανακριτή, ο οποίος έστειλε κλήσεις στους κατηγορουμένους να απολογηθούν.
Αγορές οικοπέδων χαμηλής αντικειμενικής αξίας με «φουσκωμένα» δάνεια, ύποπτες συναλλαγές δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ μέσω off shore εταιρείας στην Λιβερία, διακίνηση χρημάτων μέσω κατασκευαστικής εταιρείας συμφερόντων του μοναστηριού, αλλά και προθεσμιακές καταθέσεις με επενδύσεις και δάνεια σε μετοχές-φούσκες εταιρείας που «χτύπησε κανόνι», είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το παζλ του οικονομικού σκανδάλου το οποίο στήθηκε με βιτρίνα το μοναστήρι που βρίσκεται στον Άγιο Βασίλειο Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με τους ελέγχους που διενεργήθηκαν από το ΣΔΟΕ και στους οποίους, σύμφωνα με πληροφορίες, βασίζεται το βαρύ κατηγορητήριο.
Οι 35 κατηγορούμενοι, κατά περίπτωση, βρίσκονται αντιμέτωποι με βαριά αδικήματα, όπως της απάτης, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές πράξεις και της υπεξαίρεσης, σε βαθμό κακουργήματος. Την προσεχή Δευτέρα αναμένεται να παρουσιαστούν ενώπιον του 3ου ειδικού ανακριτή Κώστα Αλεξίου, από τον οποίο θεωρείται βέβαιο ότι θα ζητήσουν προθεσμία για να απολογηθούν.
Σύμφωνα με τη δικογραφία που βασίστηκε στο πόρισμα του ΣΔΟΕ, οι εκπρόσωποι του μοναστηριού, και συγκεκριμένα ένας ηλικιωμένος μοναχός, που είναι πνευματικός της μονής, ένας νεότερος μοναχός, που είχε τοποθετηθεί οικονομικός διαχειριστής του, η ηγουμένη και ακόμη μία μοναχή, η οποία όμως δεν ζει πλέον στο μοναστήρι, κατηγορούνται πως το συγκεκριμένο διάστημα προχωρούσαν σε αγορές ακινήτων από ιδιώτες, η αξία των οποίων ήταν ιδιαίτερα μικρή. Στη συνέχεια φέρονται ότι λάμβαναν τραπεζικά δάνεια πολύ μεγαλυτέρων ποσών, καταφέρνοντας με τη συνεργασία εκτιμητών τραπεζών και υπαλλήλων να εμφανίσουν κατά πολύ υψηλότερη την αξία των αγορασθέντων ακινήτων. Μάλιστα κατηγορούνται, όπως φαίνεται από το πόρισμα του ΣΔΟΕ, ότι έλαβαν δάνειο 35 εκατομμυρίων ευρώ, με το οποίο αποπλήρωσαν όλα τα υπόλοιπα. Στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών είχαν μπει 30 συμβόλαια αγορών ακινήτων που έγιναν τα τελευταία χρόνια, με αντίστοιχες λήψεις δανείων.
Η δικαστική έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα πως μέσω της συγκεκριμένης «κομπίνας» το μοναστήρι και οι τράπεζες που εξέδωσαν τα δάνεια ζημιώθηκαν σε ποσό που φτάνει τα 11,5 εκατομμύρια ευρώ, όπως φαίνεται και από τα πορίσματα που περιλαμβάνονται στη δικογραφία. Έγκυρες πηγές ανέφεραν ότι από την πολυετή έρευνα των διωκτικών και εισαγγελικών αρχών προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι καρπώθηκαν τα χρήματα της διαφοράς της αγοράς των ακινήτων από τα ποσά των δανείων, την ώρα που το μοναστήρι ως νομικό πρόσωπο αποπλήρωνε τα υψηλόποσα δάνεια από τις δωρεές των πιστών που συγκέντρωνε.
Κατηγορούμενη για παράνομη κατάληψη
Η ηγουμένη του μοναστηριού έχει ήδη παραπεμφθεί σε δίκη στο τριμελές πλημμελειοδικείο για παράνομη κατάληψη και παράλληλη εκχέρσωση δάσους, που αφορά κτίρια τα οποία ανεγέρθηκαν από το μοναστήρι και ανήκουν σ’ αυτό. Η έρευνα για την υπόθεση είχε γίνει με αφορμή την αποστολή της απόφασης της διευθύντριας Δασών Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την οποία οι υπεύθυνοι του μοναστηριού έχουν χτίσει αυθαίρετα κτίσματα σε έκταση δύο στρεμμάτων που είναι χαρακτηρισμένη δασική. Μάλιστα είχαν κινηθεί οι διαδικασίες με παράδοση πρωτοκόλλου κατεδάφισης των συγκεκριμένων κτισμάτων. «Προέβη σε παράνομη κατάληψη, εκχέρσωση και αλλαγή χρήσης δημόσιας δασικής έκτασης», ανέφερε χαρακτηριστικά η απόφαση της διευθύντριας Δασών.
Το μοναστήρι πάντως, μετά την έκθεση διοικητικής αποβολής, παρέδωσε τον συγκεκριμένο χώρο στο δημόσιο, όπου ανήκει, και αναμένεται στο δικαστήριο να κατατεθεί και το σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής. Μάλιστα, επειδή κατηγορείται και για εκχέρσωση, ζητήθηκε να υποδειχτεί ο χώρος, τον οποίο οι υπεύθυνοι του μοναστηριού γέμισαν με φυτά.
Αποκάλυψη μέσω Βατοπεδίου
Η δραστηριότητα των υπευθύνων του μοναστηριού βρίσκεται στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών από τον Νοέμβριο του 2008, ύστερα από καταγγελίες που έγιναν για «περίεργες» αγοραπωλησίες οικοπέδων μεταξύ μοναστηριού και ιδιωτών. Η τότε Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων Κεντρικής Μακεδονίας ερεύνησε καταγγελίες που ανέφεραν πως το μοναστήρι αγόραζε και πουλούσε ακίνητα σε κανονικές τιμές, αλλά στα συμβόλαια που καταρτίστηκαν αναγράφονταν πολύ υψηλότερες και έτσι εισέπραττε μεγαλύτερα ποσά δανείων. Χαρακτηριστική ήταν η επιχείρηση που είχαν στήσει την περίοδο εκείνη οι «ράμπο» του υπουργείου Οικονομικών κατάσχοντας μέσα από το μοναστήρι όλα τα ύποπτα συμβόλαια αγοραπωλησιών και δανείων που είχαν ληφθεί.
Η έρευνα παραγγέλθηκε από τον τότε προϊστάμενο της εισαγγελίας εφετών Γιώργο Μπόμπολη, ύστερα από όσα ισχυρίστηκε ο δικηγόρος Μιχάλης Κουκουβίνος σε τηλεοπτική εκπομπή, με αφορμή εμπλοκή του στην υπόθεση Βατοπεδίου. Όπως είχε υποστηρίξει, μέσω του συγκεκριμένου μοναστηριού γινόταν ξέπλυμα βρόμικου χρήματος με τις αγοραπωλησίες ακινήτων. Η υπόθεση πήρε διαστάσεις όταν αποκαλύφθηκε πως το μοναστήρι είχε επενδύσει στην εταιρεία συμμετοχών «Ρούμπικον», που χτύπησε κανόνι εξαπατώντας εκατοντάδες επενδυτές, ενώ ο ιδιοκτήτης της, ο οποίος έχει παραπεμφθεί σε δίκες, ακόμη αναζητείται.
Πηγή:εφ. Μακεδονία
Επιμέλεια: Φίλιππος Καραμέτος