Με καλοστημένη επιχείρηση μοιάζει το κύκλωμα που έχει οργανωθεί γύρω από τις άδειες για την τοποθέτηση πάγκων στα παζάρια τα οποία πραγματοποιούνται κατά τις θρησκευτικές εορτές.
Αυτό διότι ο τζίρος στα 200 και πλέον παζάρια που γίνονται ετησίως σε όλη τη χώρα ανέρχεται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, μεγάλο μέρος του οποίου προέρχεται από δραστηριότητες παραεμπορίου.
Αποκαλυπτικά είναι τα όσα ανέφερε χθες αρμόδιος υπηρεσιακός παράγοντας του Υπουργείου Ανάπτυξης για τη δράση του κυκλώματος. Κάθε φορά που κάποιος με άδεια πωλητή πλανόδιου υπαίθριου εμπορίου θέλει να τοποθετήσει πάγκο σε κάποιο παζάρι, υποβάλλει αίτηση στον οικείο δήμο. Ο δήμος διεξάγει κλήρωση για τη διανομή των αδειών, οι οποίες αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες θέσεις, όπου ο κάθε πωλητής θα τοποθετήσει τον πάγκο του. Για κάθε τέτοια άδεια ο δήμος εισπράττει περί τα 130 ευρώ. Πρόκειται στην ουσία για μια μορφή ενοικίου για την κατάληψη δημόσιου χώρου -δρόμου ή πεζοδρομίου- για τις δύο ημέρες που διαρκεί το παζάρι. Αυτή είναι η κανονική διαδικασία, η οποία όμως συχνά δεν ακολουθείται.
Σύμφωνα με τα όσα έχουν διαπιστώσει οι αρμόδιες υπηρεσίες, κάποια πολύ «δραστήρια» σωματεία πλανόδιων πωλητών αγοράζουν μαζικά τις άδειες των δήμων, προφανώς σε συνεργασία με παράγοντες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, και μετά τις διαθέτουν στους πωλητές με υψηλότερη τιμή, έως τα 160 ευρώ, αναλόγως με τη θέση που νοικιάζουν, εάν δηλαδή βρίσκεται σε καλύτερο σημείο. Αν και αυτό το είδος «υπενοικίασης» είναι παράνομο, σύμφωνα με τους παράγοντες του ΥΠΑΝ, δεν μπορεί να ελεγχθεί, ειδικά μέσα από τους αγορανομικούς ελέγχους. Τα σωματεία αυτά βρίσκονται σε συνεργασία μεταξύ τους και μοιράζουν τα παζάρια, έτσι ώστε όλοι οι εμπλεκόμενοι να βγαίνουν κερδισμένοι.
Τα κυκλώματα αυτά, που δρουν ανενόχλητα, λυμαίνονται την αγορά και με άλλο τρόπο. Στις παρυφές των παζαριών εμφανίζονται πολλοί πάγκοι πωλητών, συνήθως οικονομικών μεταναστών, που δεν διαθέτουν άδεια. Προκειμένου αυτοί να τυγχάνουν «ασυλίας», συχνά εξαναγκάζονται να προμηθεύονται τα εμπορεύματά τους από «προμηθευτικούς ομίλους» –στην πραγματικότητα παράνομες αποθήκες– που έχουν δημιουργήσει τα ίδια τα σωματεία.
Σε μια προσπάθεια να περιορίσει το φαινόμενο, το Υπουργείο Ανάπτυξης προσανατολίζεται στην τροποποίηση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου. Συγκεκριμένα, εξετάζεται το ενδεχόμενο ο αριθμός των αδειών του υπαίθριου εμπορίου να καθορίζεται σε κεντρικό επίπεδο, από τον περιφερειάρχη, με βάση τις ανάγκες κάθε δήμου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή τη στιγμή υπολογίζεται πως οι άδειες μόνο στο πλανόδιο υπαίθριο εμπόριο (εξαιρουμένων των αδειών πωλητών λαϊκών αγορών) ανέρχονται σε περίπου 10.000.
Επιμέλεια: Φίλιππος Καραμέτος