Μετά τις πρώτες, έστω και χλιαρές αντιδράσεις, στην εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου προς του Μητροπολίτες με οδηγίες για τη λειτουργία των Ναών κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα και κυρίως μετά το πρωτοσέλιδο της Ζούγκλας με τον ενδεικτικό τίτλο «Κήρυγμα ανυπακοής από την Ιερά Σύνοδο», ως εκπρόσωπος της Ιεραρχίας ο Ιερόθεος Ναυπάκτου έσπευσε να εξηγήσει πως το άνοιγμα των εκκλησιών επί ένα δίωρο σε καθημερινή βάση όλη την Μεγάλη Εβδομάδα δεν αποτελεί πρόσκληση προς τους πολίτες να προσέλθουν να προσευχηθούν. Η παρέμβαση αυτή όπως ήταν φυσικό επέτεινε τη σύγχυση τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην κοινωνία. Άλλωστε ο Εκκλησιαστικός λόγος είναι εξαιρετικά προπονημένος στη δημιουργία σύγχυσης με διπλά, τριπλά ακόμη και πολλαπλά μηνύματα.
Ο Ναυπάκτου Ιερόθεος εξήγησε λοιπόν πως το άνοιγμα των Ναών δεν απευθύνεται στους πιστούς αλλά στους κληρικούς και διοικητικούς που εργάζονται στις ενορίες και τις Εκκλησίες. Με λίγα λόγια ολόκληρο εδάφιο της εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου και ολόκληρη η Ιερά Σύνοδος αφιέρωσαν τόση ενέργεια προκειμένου να διευκολύνουν με ένα δίωρο άνοιγμα των Ναών στην εξυπηρέτηση του Ιερέως, του νεωκόρου και των διοικητικών της ενορίας όπου βρίσκεται η Εκκλησία. Ήταν τόση η σύγχυση που ο Υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη Λευτέρης Οικονόμου έκανε λόγο για ανησυχία της κυβέρνησης ως προς πιθανό συνωστισμό στις εκκλησίες την Μεγάλη Παρασκευή (Επιτάφιος) ενώ έκδηλη ήταν και η αμηχανία του Υφυπουργού Πολιτικής Προστασίας Νίκου Χαρδαλιά όταν ερωτήθηκε σχετικά την Πέμπτη το απόγευμα από τους δημοσιογράφους. Με λίγα λόγια η κυβέρνηση δεν θέλησε παραμονές Πάσχα να αντιπαρατεθεί μετωπικά με την Ιεραρχία η οποία με την εγκύκλιο που εξέδωσε κήρυξε ανυπακοή προς τις αποφάσεις του Κράτους υπονομεύοντας την κυβερνητική πολιτική.
Προφανώς από μία στιγμή και μετά αυτή η υπόθεση από ζήτημα Δημόσιας Υγείας εξελίχθηκε σε μείζον πολιτικό θέμα όπου η μεν κυβέρνηση ζυγίζει αντιδράσεις και προσμετρά οφέλη αποφεύγοντας το πολιτικό κόστος από μία σύγκρουση με την Ιεραρχία Πασχαλιάτικα. Από την άλλη η Ιεραρχία επιχειρεί να ανακτήσει χαμένο έδαφος από την τελευταία σύγκρουσή της με την κυβέρνηση όταν η τελευταία προχώρησε με Διάταγμα στο κλείσιμο των εκκλησιών. Πρόκειται για ένα ιδιότυπο «bras de fer» κυρίως εντός των κόλπων των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων με στόχο τη διασφάλιση προσωπικών κυρίως πολιτικών κερδών μεταξύ παραταξιακών υποσυνόλων. Όλα αυτά την ώρα που συλλογικά η κοινωνία δίνει την μάχη κατά της πανδημίας.
Για να εξηγούμεθα. Η απαγόρευση δυνατότητας προσέλευσης σε χώρους λατρείας κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα στοιχίζει σε όλους είτε πιστεύουν είτε όχι. Πέρα από την Πίστη υπάρχει και το έθιμο, η παράδοση, οι παιδικές μνήμες. Είναι οι οσμές, τα αρώματα της Άνοιξης και αυτή η θεία βυζαντινή μουσική των ημερών που ταξιδεύει τους πολίτες αυτής της χώρας μέσα από τις λεωφόρους της ιστορίας τους. Στοιχίζει σε όλους αυτή η αναγκαστική αποστασιοποίηση από τα Πασχαλινά δρώμενα. Αλλά προέχει η αντιμετώπιση της νόσου και του κορωνοϊού. Πρόκειται για απόφαση που την στηρίζει η κοινωνία. Πρόκειται για μία στιγμή εκδήλωσης συλλογικής και ατομικής ευθύνης.
Δυστυχώς τις επόμενες ημέρες και μετά την Κυριακή των Βαΐων μία έστω και περιορισμένη αριθμητικά συνάθροιση πιστών στις εκκλησίες θα μπορούσε να πυροδοτήσει ένα νέο κύμα μετάδοσης του covid-19. Μία τέτοια εκτροπή από την πορεία των πραγμάτων όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο πέραν της δραματικής αλλαγής σκηνικού θα προκαλούσε άμεσο βραχυκύκλωμα στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και στη λειτουργία των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας. Τέτοιες στιγμιαίες επιπολαιότητες και αστοχίες στοίχισαν ακριβά στις κοινωνίες σε αυτήν την πανδημία και συνετέλεσαν στην αιφνιδιαστική ενεργοποίηση του μηχανισμού μετάδοσης της νόσου με τον γνωστό ταχύτατο ρυθμό μεταδοτικότητας που χαρακτηρίζει τον covid – 19.
Θα το ξαναπούμε. Η Πολιτεία υποχρεούται να επιβάλει τοις αποφάσεις που αφορούν το σύνολο της κοινωνίας σε αυτήν την εξαιρετικά δύσκολη στιγμή. Πολιτικά παιγνίδια και το κρυφτούλι μεταξύ ανευθυνοϋπεύθυνων μπορεί να καταλήξει σε παράταση της τραγωδίας. Δεν είναι δυνατόν να ζητείται από τους απλούς πολίτες να εφαρμόζουν τα αυστηρά μέτρα και παράλληλα να επιτρέπονται εξαιρέσεις στο όνομα διαφόρων ιδιότυπων μικροσυμφερόντων, περίεργων διασυνδέσεων και ανομολόγητων φιλοδοξιών.