Ανοικτή παραμένει σε επίπεδο ανάκρισης η υπόθεση του αστυνομικού που κατηγορείται για τον θάνατο του 17χρονου στην Αλίαρτο Βοιωτίας. Ο αστυνομικός εκτός από το απολογητικό υπόμνημα που παρέδωσε στην ανακριτική αρχή, έδωσε συμπληρωματικές διευκρινίσεις στον ανακριτή για τα όσα συνέβησαν το βράδυ της 11ης Νοεμβρίου. Η «Ζούγκλα» αποκαλύπτει λέξη λέξη τους ισχυρισμούς του.
«Τον 17χρονο δεν τον είχα συναντήσει ποτέ»
«Εγώ ενημέρωσα το κέντρο για την ορθή πινακίδα κυκλοφορίας της BMW. Το γεγονός ότι το όχημα δεν απασχολούσε, δεν με καθησύχασε, γιατί ακόμα και αν κλαπεί κάποιο όχημα μπορεί να μεσολαβήσει χρόνος μέχρι να δηλωθεί η κλοπή. Η BMW είχε αθηναϊκές πινακίδες. Δεν την είχα δει ποτέ. Εγώ υπηρετώ στην ΟΠΚΕ Λιβαδειάς, με αρμοδιότητα όλη τη Βοιωτία. Τυχαίνει να γνωρίζω κάποια αυτοκίνητα παραβατικών και παραβατικούς, αλλά το συγκεκριμένο αυτοκίνητο δεν το είχα δει ποτέ. Τον θανόντα δεν τον είχα συναντήσει ποτέ, δεν τον ήξερα, ούτε είχα ακούσει ποτέ για αυτόν. Η καταδίωξη από τη διασταύρωση Καναβαρίου μέχρι το Λεοντάρι διήρκεσε περίπου 10-15 λεπτά. Ο θανών έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και έκανε επικίνδυνους ελιγμούς. Όταν εγκλωβίστηκε η BMW αποφάσισα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να γίνει έλεγχος των επιβατών. Κατέβηκα πρώτος από το αυτοκίνητο. Η BMW με το CHEROKEE, ήταν σε απόσταση περίπου μισού μέτρου. Του φώναζα «Αστυνομία, βγες έξω, σβήσε το αμάξι». Όμως το αυτοκίνητο μάρσαρε, δεν ήταν σε φάση να σβήσει τη μηχανή. Δεν έγινε οποιαδήποτε κίνηση να ανοιχτεί τζάμι, ή πόρτα από οποιονδήποτε από την BMW, ούτε άκουσα οποιαδήποτε ομιλία, ή φωνή από τους επιβαίνοντες στην BMW. Όταν κατέβηκα από το υπηρεσιακό αυτοκίνητο το όπλο μου ήταν στη θήκη του.
«Γέμισα το όπλο και χτύπησα το τζάμι του οδηγού»
Στη συνέχεια ο αστυνομικός περιγράφει τα κρίσιμα λεπτά που ακολούθησαν:
«Το έβγαλα και το γέμισα όταν έφτασα στην πόρτα του οδηγού, αφού πρώτα με το δεξί χέρι μου χτύπησα το τζάμι του οδηγού. Πάλι δεν υπήρξε καμία αντίδραση. Τότε όπλισα το όπλο μου. Όλα γίναν σε λίγα δευτερόλεπτα. Μετά, με το αριστερό μου χέρι άνοιξα την πόρτα του οδηγού, έχοντας προτεταμένο στο δεξί μου χέρι το γεμισμένο πλέον όπλο. Όταν άνοιξα την πόρτα του οδηγού, είδα να κάθεται στη θέση του οδηγού νεαρός άνδρας του οποίου δεν μπόρεσα να προσδιορίσω ούτε την ηλικία ούτε τη φυλή, και στη θέση του συνοδηγού ένα νεαρό κορίτσι. Εγώ είδα μόνο τα μπροστινά καθίσματα, δεν είδα αν κάθονται άλλα άτομα στα πίσω καθίσματα. Μέχρι τον πυροβολισμό δεν ακούστηκε καμία μιλιά, εκτός από τη δική μου που φώναξα «σταμάτα ρε, σταμάτα ρε» διότι φοβήθηκα, επειδή μαρσάριζε τη μηχανή, ότι ετοιμαζόταν να φύγει πάλι, βλέποντας ότι το αυτοκίνητο που τον είχε κλείσει έφευγε προς τα πίσω και του άφηνε το δρόμο ελεύθερο. Ήταν πολύ ελαφρά γερμένος προς τα αριστερά, σαν να σάστισε που με είδε, αλλά και πάλι δεν έκανε καμία κίνηση. Τότε, αφού αντελήφθην ότι δεν κρατούσε όπλο και κατάλαβα ότι ήταν η ευκαιρία μου να τον βγάλω από το αυτοκίνητο, ώστε να αποκλείσω την οποιαδήποτε πιθανότητα να ξεκινήσει, τον τράβηξα με το αριστερό μου χέρι από τον δεξί του ώμο, συνεχίζοντας να κρατάω με το δεξί μου χέρι προτεταμένο το όπλο μου».
«Το χτύπημα πάνω στο όπλο»
Τα δευτερόλεπτα που ακολουθούν οδηγούν στην τραγωδία:
«Όπως τον τραβούσα ένιωσα και είδα μια απότομη κίνηση, ένα χτύπημα, πάνω στο όπλο μου με την εξωτερική πλευρά της αριστερής του παλάμης και τότε το όπλο εκπυρσοκρότησε. Ο δείκτης του δεξιού μου χεριού εφαπτόταν στη σκανδάλη, ώστε εγώ να ήμουν έτοιμος να την πατήσω και να πυροβολήσω, κάτι το οποίο δεν είχα κανένα λόγο να το κάνω εκείνη τη στιγμή, καθόσον ήταν άοπλος, αφού δεν κρατούσε στα χέρια του τίποτε, αλλά, όπως προέκυψε εκ των υστέρων, με την απότομη κίνηση και το χτύπημα με την εξωτερική πλευρά της παλάμης του αριστερού χεριού του, το όπλο μετακινήθηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε η σκανδάλη ενεργοποιήθηκε με το δάχτυλό μου, το οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή ακουμπούσε τη σκανδάλη. Θέλω να τονίσω ότι η αίσθησή μου εκείνη τη στιγμή δεν ήταν ότι κινδύνευα, δεν εξέλαβα επίσης την κίνησή του ως επιθετική, ούτε ως κίνηση για να μου αφαιρέσει το όπλο. Δεν είχα σε καμία περίπτωση κανένα λόγο να πυροβολήσω. Ήταν μια κίνηση του δακτύλου που δεν ελεγχόταν από εμένα, γι’ αυτό και, όπως προκύπτει από το ηχητικό ντοκουμέντο, η αντίδρασή μου ήταν τέτοια που οποιοσδήποτε αντιλαμβάνεται ότι εκείνη τη στιγμή δεν είχα καταλάβει πώς επήλθε ο πυροβολισμός. Γι’ αυτό και από την πρώτη στιγμή η συμπεριφορά μου ήταν τέτοια που, και από το ηχητικό ντοκουμέντο προκύπτει, αλλά και από τις μαρτυρίες των επιβατών του αυτοκινήτου, ότι τα είχα εντελώς χαμένα και συμπεριφερόμουν σαν να ήμουν φίλος του θύματος και όχι διώκτης του. Αν ήθελα να πυροβολήσω, θα το έκανα κατά τη διάρκεια της καταδίωξης, πυροβολώντας στον αέρα, ή και κατά του αυτοκινήτου, ώστε να το ακινητοποιήσω, με κίνδυνο, όμως, να τραυματίσω τους επιβαίνοντες».
Ολοκληρώνοντας την κατάθεση του ο αστυνομικός αποκάλυψε ότι μετά την υπόθεση Γρηγορόπουλου φοβούνται εξοστρακισμούς γι’ αυτό και αποφεύγουν να πυροβολούν:
«Δεν πυροβόλησα στα λάστιχα του αυτοκινήτου, όταν ακινητοποιήθηκε, φοβούμενος εξοστρακισμό της σφαίρας, δεδομένου ότι υπήρχε το αυτοκίνητο μπροστά από τη BMW, στο οποίο επέβαινε μια οικογένεια, όπως εκ των υστέρων πληροφορήθηκα, πέραν των σπιτιών που ήταν γύρω-γύρω. Μετά την υπόθεση Γρηγορόπουλου με τον αστυνομικό Κορκονέα φοβόμαστε, όταν πυροβολούμε, τους εξοστρακισμούς και αποφεύγουμε να πυροβολούμε σε κατοικημένες περιοχές, εκτός αν πρόκειται να προστατεύσουμε τη ζωή μας, ή τη ζωή συνανθρώπων μας».