Πέντε χρόνια μετά την έναρξη των δικαστικών ερευνών για το διεθνές «σκάνδαλο της Folli Follie», η δίκη για την παραποίηση των οικονομικών δεδομένων της εταιρείας ώστε να εμφανίζεται ακμάζουσα ξεκινά και πάλι σήμερα από μηδενική βάση, καθώς η εκδίκασή της είχε οδηγηθεί σε αναγκαστική αναβολή, τον περασμένο Δεκέμβριο και μετά από 11 μήνες διαδικασίας, λόγω αποχής των δικηγόρων.
Με τους θεωρούμενους, κατά το κατηγορητήριο, ως πρωταγωνιστές της μεγάλης εξαπάτησης του επενδυτικού κοινού, Δημήτρη Κουτσολιούτσο, ιδρυτή του Ομίλου και τον γιο του, Τζώρτζη, ελεύθερους μετά από 18 μήνες προσωρινής κράτησης, η δίκη στην οποία είναι κατηγορούμενοι, επίσης, η Καίτη Κουτσολιούτσου και ακόμα 7 στελέχη και συνεργάτες του FF Group, θα εκκινήσει ουσιαστικά ενώπιον του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων σε επόμενες δικασίμους, που θα ορίσει σήμερα το δικαστήριο.
Η προηγούμενη δίκη, κατά τη διάρκεια της οποίας είχαν εξεταστεί 22 μάρτυρες, είχε οδηγηθεί σε αναγκαστική αναβολή στις 14 Δεκεμβρίου 2022 με απόφαση του δικαστηρίου, λόγω της συνεχιζόμενης αποχής των δικηγόρων ως διαμαρτυρία στις αλλαγές του υπουργείου Δικαιοσύνης για τη δυσμενέστερη ποινική μεταχείριση κατηγορουμένων για δράση όχι μόνο εγκληματικής οργάνωσης αλλά και συμμορίας. Η κινητοποίηση των δικηγόρων είναι εν ισχύ μέχρι τα τέλη του Ιουνίου, ωστόσο για την πρόοδο της δίκης της folli follie δόθηκαν ειδικές άδειες από τον ΔΣΑ ώστε να παρίστανται οι συνήγοροι και των δύο πλευρών.
Οι κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι αντιμέτωποι με βαρύτατες κατηγορίες που αφορούν τη δράση εγκληματικής οργάνωσης, η οποία συντονισμένα και με πλήθος ενεργειών είχε πετύχει παραποιώντας τα οικονομικά στοιχεία του ομίλου FF να εμφανίζει επί σειρά ετών την εταιρεία κατασκευής κοσμημάτων, εύρωστη και ισχυρή. Οι Δημήτρης και Τζώρτζης Κουτσολιούτσος, που δικάζονται ως αρχηγοί της εγκληματικής οργάνωσης, σύμφωνα με την κατηγορία διηύθυναν την όλη «επιχείρηση εξωραϊσμού» της εικόνας της εταιρείας με παραποιημένους οικονομικούς ισολογισμούς, πλαστά έγγραφα και πλαστές συνδεδεμένες συναλλαγές, εντός του Ομίλου, χειραγωγώντας ουσιαστικά τη μετοχή της.
Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα, η συνολική ζημία από τη δράση της εγκληματικής οργάνωσης υπερβαίνει τα 400 εκατομμύρια ευρώ με το μεγαλύτερο ποσό να φορά τη βλάβη που υπέστησαν πρόσωπα, φυσικά και νομικά, ιδιωτικού δικαίου και τα μικρότερα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όπως για παράδειγμα ο ΕΦΚΑ.
Οι κατηγορούμενοι θα δικαστούν για τις κατηγορίες:
1. Της εγκληματικής οργάνωσης (συγκρότηση, διεύθυνση, ένταξη).
2. Της πλαστογραφίας (και της ηθικής αυτουργίας), από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 120.000 ευρώ.
3. Της απάτης κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσας (και της συνέργειας), κατά φυσικών και νομικών προσώπων, ΝΠΙΔ και ΝΠΔΔ.
4. Της χειραγώγησης της αγοράς από κοινού, κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση (και της συνέργειας σε αυτήν).
5. Της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατά συναυτουργία και κατ εξακολούθηση.
Ο ιδρυτής της εταιρείας, Δημήτρης Κουτσολιούτσος, θα δικαστεί και για την επιπλέον κακουργηματική κατηγορία της κατάχρησης προνομιακής πληροφόρησης κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα.
Η δικαστική υπόθεση της Folli Follie ξεκίνησε λίγες ημέρες μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης του διεθνούς fund QCM, που στις 4 Μαϊου 2018 ενημέρωνε πως «κάτι δεν πάει καλά» με τα οικονομικά δεδομένα του FFG, τα σημεία πωλήσεων αλλά και τις ασιατικές θυγατρικές της εταιρείας που εμφάνιζαν τεράστιους τζίρους. Η έκθεση του fund θεωρούσε πως ο Όμιλος που ίδρυσε ο Δημήτρης Κουτσολιούτσος είναι σημαντικά μικρότερος από την εμφανιζόμενη εικόνα. Η δικαστική και οικονομική έρευνα που ακολούθησε αποκάλυψε πως η εταιρεία επί σειρά ετών, με έναρξη το 2001, εμφάνιζε εικονικές πωλήσεις και τραπεζικά δεδομένα με δήθεν ποσά σε λογαριασμούς, χρησιμοποιώντας τον βραχίονα της Ασίας, πετυχαίνοντας να εμφανίζει μία δυναμική και εύρωστη κατάσταση με ωφελημένους κυρίως τον Δημήτρη και τον Τζώρτζη Κουτσολιούτσο, οι οποίοι ενσωμάτωναν τα στοιχεία των δήθεν συναλλαγών της Κίνας στους ισολογισμούς του Ομίλου.
Ακολούθησαν άσκηση ποινικών διώξεων και δεσμεύσεις περιουσιακών στοιχείων, ενώ για την εταιρεία σχεδιάστηκε πρόγραμμα εξυγίανσης.
Οι δύο κατηγορούμενοι πρωταγωνιστές είχαν κριθεί, μετά τις απολογίες τους για την υπόθεση τον Σεπτέμβριο του 2020, προσωρινά κρατούμενοι και αποφυλακίστηκαν τον περασμένο Φεβρουάριο.