Τα δάκρυα του 42χρονου καθηγητή μουσικής Γιάννη Κατσίλαμπρου κατά τη διάρκεια της απολογία του δεν κατάφεραν να πείσουν τον εισαγγελέα της έδρας, ο οποίος στην αγόρευση του ζήτησε την καταδίκη του για τη δολοφονία της συζύγου του Παναγιώτας Μαζαράκη, τον Σεπτέμβριο του 2008.

Ένα έγκλημα που είχε προαποφασίσει, όπως είπε ο εισαγγελέας, με τέτοια ψυχρότητα που δεν δίστασε στη συνέχεια να θάψει το πτώμα της άτυχης γυναίκας στο πάρκο Πικιώνη στη Φιλοθέη, δίπλα από το σπίτι τους. «Συνάγεται με σαφήνεια ότι ο κατηγορουμένος είχε αποφασίσει να σκοτώσει την Παναγιώτα εκ των προτέρων. Δεν υπήρξε ο έντονος καβγάς που υποστηρίζει. Έφαγε μαζί της, την άφησε να ξαπλώσει κι όταν εκείνη κοιμήθηκε τη χτύπησε με το σίδερο στο πρόσωπο. Βλέποντας ότι ήταν ακόμη ζωντανή την έσυρε στο μπάνιο και την έπνιξε», τόνισε ο εισαγγελικός λειτουργός, προσθέτοντας πως ο 42χρονος «ενήργησε με προμελετημένο δόλο και από πρόθεση τόσο κατά τη λήψη της απόφασης να σκοτώσει τη σύζυγό του όσο και κατά την εκτέλεση της πράξης».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σύμφωνα με τον εισαγγελέα, δεν αποδείχθηκε βρασμός ψυχής, καθώς «η ψυχρή, απογυμνωμένη παντός συναισθήματος συμπεριφορά του προς την οικογένεια του θύματος μετά την πράξη και οι προσπάθειες του να κερδίσει χρόνο για να εξαφανίσει τα ίχνη της φρικτής και αποτρόπαιας πράξης του δεν συνηγορούν σε κάτι τέτοιο». «Επέδειξε ιδιαίτερη σκληρή συμπεριφορά ακόμη και στο πτώμα της συζυγού του, το οποίο έκρυψε, πέταξε, ξεγύμνωσε, έθαψε και τσιμέντωσε χωρίς ίχνος αγάπης και συμπόνοιας προς αυτήν» επεσήμανε ο εισαγγελέας, ζητώντας να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, όπως και πρωτόδικα. Στο άκουσμα της εισαγγελικής πρότασης οι συγγενείς του θύματος ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.

Νωρίτερα, ο 42χρονος καθηγητής μουσικής είχε προσπαθήσει να αποδείξει πως δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τη γυναίκα του. Με συχνές παύσεις και κλάματα υποστήριξε πως όλα ξεκίνησαν από τη δική της συμπεριφορά. «Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου. Τον μισώ, δεν αντέχω που τον βλέπω στον καθρέφτη» είπε ο κατηγορούμενος, ξεσπώντας σε λυγμούς, ενώ ενέμεινε στην εκδοχή ότι είχε προηγηθεί έντονος καβγάς με τη σύζυγό του που τον έφερε στα άκρα, οδηγώντας τον στο έγκλημα. Όπως υποστήριξε, η Παναγιώτα αμφισβήτησε την πατρότητα της κόρης τους, γεγονός που τον έκανε να θολώσει. «Με έθιξε, έθιξε τον ανδρισμό μου. Τώρα, εκ των υστέρων, καταλαβαίνω πως το είπε για να με τρελάνει» είπε ο 42χρονος και περιέγραψε αναλυτικά τον καβγά που είχαν, υποστηρίζοντας πως η Παναγιώτα τον απείλησε με μαχαίρι.

«Πήρε από το συρτάρι της κουζίνας το μαχαίρι και μου επιτέθηκε, εγώ έφυγα, ανέβηκα πάνω και μπήκα στο υπνοδωμάτιο, εκείνη με ακολούθησε, φωνάζοντας «θα σε σκοτώσω». Τότε, πήρα το σίδερο και τη χτύπησα στο κεφάλι. Αμέσως σηκώθηκε και μου είπε «τι έκανες ρε μ…κα, θα σε κλείσω για πάντα στη φυλακή». Τότε τη χτύπησα με δύναμη, με γροθιά στο στήθος. Εκείνη έπεσε κι έμεινε ακίνητη. Προσπάθησα να τη συνεφέρω, αλλά μάταια. Μόλις κατάλαβα τι είχε συμβεί με έπιασε πανικός. Η πρώτη σκέψη μου ήταν να αυτοκτονήσω. Μετά όμως σκέφτηκα να αποκρύψω το γεγονός, μήπως και κατορθώσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου» υποστήριξε ο κατηγορούμενος.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στη συνέχεια, περιέγραψε τις προσπάθειες να κρύψει το πτώμα της συζύγου του αρχικά αφήνοντας το σε κάδο απορριμάτων στην Παιανία και στη συνέχεια θάβοντας και τσιμεντώνοντάς το στο πάρκο Πικιώνη, ενώ απέδωσε τις κινήσεις του αυτές σε πανικό. «Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Αποφάσισα να κρύψω το πτώμα για να μπορέσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Δεν σκεφτόμουν λογικά. Το ένα ψέμα έφερε το άλλο» ψέλλισε με δάκρυα στα μάτια. «Το μεγάλο μου λάθος ήταν ότι δεν έφυγα από την αρχή του καβγά. Μετά ήταν τέτοια η αλληλουχία των γεγονότων, ήταν ο βρασμός, που δεν μπόρεσα να φύγω και να μην συμβεί το μοιραίο», πρόσθεσε.

Τα οικονομικά προβλήματα και οι υπερβολικές απαιτήσεις του θύματος ήταν οι λόγοι, σύμφωνα με τον κατηγορούμενο, για τις εντάσεις μεταξύ τους. Η αξίωση μάλιστα της συζύγου του να της μεταβιβάσει την επικαρπία του σπιτιού της Φιλοθέης στο οποίο διέμεναν, αποτέλεσε πολλές φορές την αιτία για τους τσακωμούς τους. Ο κατηγορούμενος υποστήριξε μάλιστα πως η σύζυγός του τού μιλούσε άσχημα, τον μείωνε διαρκώς κι έφτανε σε σημείο να χειροδικεί σε βάρος του, ακόμη και μπροστά στα παιδιά τους. «Προτιμούσε να κάνει έναν καβγά και να ξεσπάσει πάνω μου σαν να ήμουν σάκος του μποξ, παρά να λύσει το πρόβλημα. Το ότι εγώ ήμουν 2 μέτρα κι εκείνη 1.60 δεν σημαίνει ότι δεν με χτυπούσε. Κι ο μεγαλύτερος πόνος είναι ο ψυχικός. Χίλιες φορές να με χτυπούσε ένας μπράβος παρά η 1.60 μ. γυναίκα μου, που αγαπούσα» είπε.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης