«Δεν γνωρίζουμε εάν τα “ξύλινα τείχη” του Θεμιστοκλή, ήταν δεμένα με καννάβινα σχοινιά». Είναι μάλλον από τις λίγες πληροφορίες που δεν δίνει το πρωτότυπο λεύκωμα που εξέδωσε η ομάδα Καννάβι, σαν έναν ιστορικό «χάρτη» για τη σχέση της Ελλάδας με την κάνναβη από την αρχαιότητα έως σήμερα. Αμέσως μετά πάντως, προσφέρεται η πληροφορία: «Είμαστε όμως σίγουροι ότι εάν ο Αρχιμήδης μπορούσε να πραγματοποιήσει την ευχή του “δώσε μου τόπο να σταθώ και τη Γη θα μετακινήσω” θα το έκανε με κανναβόσχοινα. Τα είχε χρησιμοποιήσει άλλωστε στην κατασκευή της Συρακουσίας, του μεγαλύτερου πλοίου της εποχής».

Πώς συγκεντρώθηκε όμως αυτός ο πλούτος; Και – κυρίως – πόσος χρόνος χρειάστηκε για να συγκεντρωθεί; «Στην κυριολεξία μια 15ετία» απαντά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αργύρης Μουντζούρης, επιμελητής του λευκώματος. Ο ίδιος και η Κρίστα Παππά, ιδιοκτήτες του Kannabishop, του παλαιότερου καταστήματος προϊόντων κάνναβης στην Ελλάδα, συγκέντρωσαν όλη τη βιβλιογραφία που υπάρχει για το φυτό στην Ελλάδα. «Αυτό όμως δεν έφτανε: πολλές από τις πληροφορίες του χάρτη προέρχονται από αναζήτηση σε άσχετα συγγράμματα, όπου υπάρχουν σποραδικές αναφορές, ή ακόμη και από πελάτες, ενώ πολύτιμη ήταν η βοήθεια της αρχαιολόγου Στέλλας Σπαντιδάκη και της ομάδας Ar Tex στην διασταύρωση -αξιολόγηση και μετάφραση αρκετών πληροφοριών» συμπληρώνει.

Χάρις σε αυτή τη χρονοβόρα προσπάθεια μαθαίνει κανείς πολλά εντυπωσιακά πράγματα ακόμη. Όπως για παράδειγμα ότι η πρώτη αναφορά στην κάνναβη γίνεται για τις θεραπευτικές ιδιότητες της τον 1ο μΧ αιώνα από τον Διοσκουρίδη τον Πεδάνιο στο «Περί ύλης Ιατρικής», ένα πεντάτομο έργο με μεγάλη επιρροή στη φαρμακολογία μέχρι το 1600. Ή ότι η κάνναβη καλλιεργείτο στην Ηλία τον 2ο μΧ αιώνα – αυτή είναι μια πληροφορία που προσέφερε ο Παυσανίας. Έπειτα μαθαίνουμε ότι το καννάβινο σχοινί που φυλάσσεται στο μοναστήρι του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού στο Ομοδός της Κύπρου, ήρθε από την Παλαιστίνη. Και ότι στο νησί της Αφροδίτης, την περίοδο του Πάσχα, η παραδοσιακή πίτα Φλάουνα πασπαλίζεται με σπόρους ήμερης κάνναβης.

Νηστίσιμη πίτα με κάνναβη έφτιαχναν όμως και οι Φλωρινιώτες, ενώ οι Αρκάδες πρωτοστάτησαν στην καλλιέργεια κάνναβης το 1870 και οι Γιαννιτσιώτες την καλλιέργησαν στην αποξηραμένη τους λίμνη το 1935 ως ζιζανιοκτόνο. Ο Κερκυραίος Δεσύλλας, ιδιοκτήτης του τελευταίου κανναβουργείου την αποκαλούσε «λευκό χρυσό». «Ήταν ο μοναδικός ίσως που τις μεταπολεμικές δεκαετίες προσπάθησε να ανακόψει την πτωτική πορεία του τομέα αυτού» διαβάζουμε στο λεύκωμα. «Δυστυχώς, παρότι είχε διατελέσει για πολλά χρόνια βουλευτής και έφτασε να κατέχει κορυφαίο υπουργικό αξίωμα, δεν το κατάφερε. Η σειρήνα του τελευταίου κανναβουργείου της χώρας με την επωνυμία “Εργοστάσιον Λινού, Καννάβεως & Ιούτης” σταμάτησε να ηχεί στις αρχές της δεκαετίας του 1980».

Και η Αθήνα; «Λίγοι γνωρίζουν ότι στην οδό Καραολή και Δημητρίου, λίγες εκατοντάδες μέτρα από το γήπεδο του Ολυμπιακού, υπήρχε ένα μικρό κανναβουργείο που γκρεμίστηκε την πρώτη δεκαετία του 2000…». Τα αποσιωπητικά παραπέμπουν σε ένα γενικότερο πρόβλημα: την εξαφάνιση των τεκμηρίων της ιστορικής μας μνήμης. Η κάνναβη έπεσε κατεξοχήν θύμα αυτού του πογκρόμ στη χώρα μας. «Το εντυπωσιακό είναι ότι υπάρχουν πιο πολλές βοτανολογικές – γεωπονικές εκδόσεις από τις αρχές του αιώνα μέχρι την δεκαετία του 1960,οπότε και το φυτό “εξαφανίστηκε” εντελώς» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αργύρης Μουντζούρης.

Από αυτό το κενό προέκυψε και η ανάγκη για τη δημιουργία αυτού του λευκώματος, το οποίο μπορεί να ξεφυλλίσει κανείς στο ηλεκτρονικό «Μουσείο της Κάνναβης». «Τα κίνητρα ήταν τρία» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αργύρης Μουντζούρης. «Ο πλούτος της ιστορίας της χώρας μας στο θέμα και η άγνοια των περισσότερων για όλα αυτά. Αλλά κυρίως η ανάγκη να σπάσει το στερεότυπο της “κακιάς” κάνναβης. Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι δεν “έρχεται η κάνναβη από κάπου αλλού” ή “ότι μας την φέρνουν απ’ έξω”. Επιστρέφει στην χώρα, μετά από δεκαετίες, ενώ υπήρξε εδώ για χιλιετίες. Η απαγόρευση μάς ήρθε απ’ έξω κι έτσι “ξεχάστηκε”».

Οι φαρμακευτικές ιδιότητες, ο ρόλος της στην οικολογική ισορροπία και η αντοχή της ως υλικού δείχνουν πως πρέπει να την ξαναθυμηθούμε.

Πηγή: ΑΠΕ