Σφοδρές είναι οι αντιδράσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας για το κομμάτι του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας που αφορά το σύστημα διοίκησης των ΑΕΙ της χώρας.

Οι διοικήσεις των πανεπιστημίων απορρίπτουν πλήρως το νέο μοντέλο διοίκησης των πανεπιστημίων και κυρίως το ζήτημα της εκλογής του Πρύτανη, η οποία θα γίνεται πλέον από το Συμβούλιο Διοίκησης των Πανεπιστημίων που θεσμοθετείται. Η Σύνοδος των Πρυτάνεων αναμένεται να συνεδριάσει την προσεχή Τρίτη (14/6) για να διατυπώσει τις θέσεις της, ωστόσο, σύμφωνα με το κλίμα που κατεγράφη στην συνεδρίασή της την περασμένη Τετάρτη, δεν αναμένεται διαφοροποίηση από το γενικό πνεύμα των αποφάσεων των τριών ιδρυμάτων.

Εάν η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας κάνει δεκτό το αίτημα των ΑΕΙ να δώσει περισσότερο χρόνο στη διαβούλευση, αυτό σημαίνει ότι το νομοσχέδιο θα φτάσει προς ψήφιση στη Βουλή από τον Σεπτέμβριο με δεδομένη την θερινή διακοπή των εργασιών του Κοινοβουλίου.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Καθημερινής», αυτές είναι αντιδράσεις των διοικήσεων τεσσάρων μεγάλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων:  

ΕΜΠ

Το Σχέδιο Νόμου του ΥΠΑΙΘ με τίτλο «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα» ανταποκρίνεται μερικώς, με επί μέρους εκσυγχρονιστικές ρυθμίσεις, στις προσδοκίες για βελτίωση της λειτουργίας των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Η υλοποίηση πολλών εκ των θετικών αλλαγών, κυρίως αυτών που αφορούν στην κινητικότητα και την ευελιξία στις επιλογές των φοιτητών σε σχέση με το πρόγραμμα των σπουδών τους, χρειάζεται πρόσθετα φίλτρα και παραμετροποιήσεις αλλά κυρίως απαιτεί πόρους, ανθρώπινους και άλλους, οι οποίοι είναι ωστόσο πολύ περιορισμένοι λόγω της παρατεταμένης υποχρηματοδότησης των πανεπιστημίων. Και επιπλέον, μείζονα προβλήματα των Πανεπιστημίων, όπως είναι η υποστελέχωση και η ανεπαρκής αναπλήρωση των μελών ΔΕΠ που αφυπηρετούν, δεν επιλύονται αλλά αντιμετωπίζονται σε αντίθετη κατεύθυνση.

Ο φιλόδοξος στόχος του καθορισμού ενιαίου πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας των Α.Ε.Ι. για ενίσχυση της ποιότητας, της αριστείας, της αποτελεσματικότητας, της διαφάνειας και του αυτοδιοίκητου χαρακτήρα τους, δεν θα μπορέσει να εφαρμοσθεί επειδή το σχέδιο νόμου έχει αναλωθεί σε πληθωρικές, αναλυτικές και επικαλυπτόμενες εξειδικεύσεις που δεν επιτρέπουν τη διαμόρφωση του ικανού και αναγκαίου μεταρρυθμιστικού περιβάλλοντος για τη επιτυχή υλοποίησή του.

Στο θεσπιζόμενο μοντέλο διοίκησης, το Συμβούλιο είναι μια υπερ-εκτελεστική θεσμική οντότητα, με υπέρογκη ύλη ενασχόλησης, σε βάρος του ρόλου χάραξης στρατηγικής ανάπτυξης και εξωστρέφειας. Σε συνδυασμό με αυτό, η συμμετοχή μεγάλου αριθμού εξωτερικών συμβούλων, που δεν μπορεί να έχουν ζωντανό ενδιαφέρον για τα άμεσα προβλήματα του κάθε Α.Ε.Ι., αποσπά την κεφαλή από το σώμα προσφέροντας έδαφος για αναποτελεσματικές διαχειριστικές επιλογές και ατελέσφορη διοίκηση. Η κλιμάκωση των κανονιστικών διατάξεων για κάθε διοικητική, ακαδημαϊκή και εκπαιδευτική διαδικασία, με επίκληση αντικειμενικά εκφρασμένων κριτηρίων, δεν απελευθερώνει τις δημιουργικές δυνάμεις του Πανεπιστημίου, αντίθετα τις εγκλωβίζει σε ένα συγκεντρωτικό, δυσλειτουργικό και γραφειοκρατικό κυκεώνα. Η φυσιογνωμία του Συμβουλίου ελάχιστα αναδεικνύει τον ρόλο θεσμικού αντίβαρου.

Η ισχύς και το κύρος του Πρύτανη, τα οποία είναι απαραίτητα για την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων των πανεπιστημίων, αντλούνται σήμερα από την ισχυρή εντολή του εκλογικού σώματος. Στο σχέδιο νόμου, η εκλογή του Πρύτανη από τη βάση είναι φαλκιδευμένη: δεν αποτελεί δηλαδή ανόθευτη έκφραση της βούλησης της πλειοψηφίας γιατί αυτή δεν εκλέγει Πρύτανη, αλλά μέλη στο Συμβούλιο που θα επιλέξουν έμμεσα τον Πρύτανη με δευτερογενή αφετηρία υποψηφίων. Επιπλέον, ο Πρύτανης αναλαμβάνει πολλά εκτελεστικά καθήκοντα, με αποτέλεσμα να προκύπτει αντίφαση: ο ελεγχόμενος και λογοδοτών — ως ασκών την εκτελεστική εξουσία – Πρύτανης, προεδρεύει του οργάνου που, μεταξύ άλλων, τον ελέγχει. Και πέρα από όλα αυτά, η Σύγκλητος περιθωριοποιείται, οι αντιπρυτάνεις υποβαθμίζονται και οι κοσμήτορες ορίζονται αντί να εκλέγονται.

Χωρίς αμφιβολία, η κάθετη και λεπτομερής διασύνδεση πολλών και επάλληλων διαδικασιών θα αδρανοποιήσει μεγάλο μέρος των λειτουργικών μηχανισμών των Α.Ε.Ι. και για μεγάλο χρονικό διάστημα επιβάλλοντας διαδοχικές τροποποιήσεις και ακυρώσεις διατάξεων του νέου θεσμικού πλαισίου. Η προγραμματική απλούστευση των διαδικασιών και η ενίσχυση του αυτοδιοίκητου χαρακτήρα των Α.Ε.Ι. αναδεικνύονται σε απλά ρητορικά σχήματα αφού παραμένει το περιοριστικό πλαίσιο και πολλά από τα άρθρα του νόμου παραπέμπουν τελικά στην Κεντρική Διοίκηση, με χαρακτηριστικό παράδειγμα  τη διατήρηση του ασφυκτικού πλαισίου για την  Έρευνα.

Για όλους αυτούς τους λόγους, και με κύριο στόχο τη βελτίωση της λειτουργίας των Α.Ε.Ι. με ένα εκσυγχρονιστικό πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας που θα επιτρέψει στο Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο να κινηθεί με όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του σε Νέους Ορίζοντες, η Σύγκλητος του ΕΜΠ κρίνει ότι είναι αναγκαία η συνολική και ταυτόχρονα αναλυτική επεξεργασία του σχεδίου νόμου κατά κεφάλαιο, με ενεργό συμμετοχή της ακαδημαϊκής κοινότητας στην οποία απευθύνεται, διαδικασία που κάθε άλλο παρά διευκολύνεται με τον προτεινόμενο χρόνο διαβούλευσης.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

H Σύγκλητος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεδρίασή της, στις 10.06.2022, εξέτασε το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της Ποιότητας, της Λειτουργικότητας και της Σύνδεσης των ΑΕΙ με την Κοινωνία και λοιπές διατάξεις» και διαπιστώνει ομόφωνα τα ακόλουθα:

Οργάνωση και Λειτουργία Προγραμμάτων Πρώτου Κύκλου Σπουδών

Τo νομοσχέδιο περιέχει ρυθμίσεις που είναι θετικές, αφού προσφέρουν εναλλακτικές και ευέλικτες μορφές οργάνωσης των σπουδών, ενισχύοντας τη διεπιστημονικότητα και την κινητικότητα των φοιτητών-τριών. Τέτοιες είναι, ενδεικτικά: oι διατάξεις για κοινά (joint degree) και διπλά προγράμματα σπουδών και η δυνατότητα οργάνωσης προγραμμάτων εσωτερικής κινητικότητας προπτυχιακών φοιτητών-τριών. 

Οργάνωση και Λειτουργία Προγραμμάτων Δεύτερου και Τρίτου Κύκλου Σπουδών

Θετικές, επίσης, κρίνονται και οι διατάξεις που αφορούν τα ΠΜΣ, καθότι μειώνουν τον γραφειοκρατικό και διαχειριστικό φόρτο (π.χ. εγκρίσεις Υπουργείου Παιδείας περί ίδρυσης και τροποποίησής τους). Επιπλέον, με τις διατάξεις αυτές διευρύνονται οι κατηγορίες διδασκόντων, ενώ η δυνητική χρήση (και δίχως ποσοστώσεις) μεθόδων σύγχρονης εξ αποστάσεως εκπαίδευσης συνδράμει την επιδιωκόμενη διεθνοποίηση των ΠΜΣ (με τη συμμετοχή διακεκριμένων καθηγητών από ΑΕΙ της αλλοδαπής, αλλά και την προσέλκυση φοιτητών-τριών από το εξωτερικό). Επίσης, η θεσμοθέτηση των βιομηχανικών διδακτορικών ενισχύει την σύνδεση της εκπαίδευσης και της έρευνας με τους φορείς επιχειρηματικότητας, με αμοιβαία οφέλη.

Λειτουργία Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας

Βελτιωτικές θεωρούνται οι ρυθμίσεις που αφορούν τον ΕΛΚΕ, καθώς μειώνουν  περιορισμούς που υπήρχαν κυρίως σε διαδικασίες δημοσίων συμβάσεων και διαχείρισης ΠΜΣ. Οι ρυθμίσεις αυτές θα ήταν μεταρρυθμιστικές αν αντιμετώπιζαν με οριστικό τρόπο θέματα γραφειοκρατίας που απορρέουν από το γεγονός ότι ο ΕΛΚΕ εξακολουθεί να αποτελεί Φορέα Γενικής Κυβέρνησης. Σημαντικές βελτιώσεις θα συνιστούσαν η άρση ορισμένων περιορισμών ή ασαφειών, όπως η κατανομή των αρμοδιοτήτων των οργάνων διοίκησης, η αποσαφήνιση του ρόλου του εκτελεστικού διευθυντή, η αύξηση του χρονικού ορίου της διάρκειας των συμβάσεων του προσωπικού, και ο ορισμός ρεαλιστικού στόχου για το επιδιωκόμενο προϋπολογιστικά δημοσιονομικό αποτέλεσμα του ΕΛΚΕ.

Άλλες ρυθμίσεις

Βελτιωτικές κρίνονται εν γένει οι ρυθμίσεις για τις Εταιρείες Αξιοποίησης και Διαχείρισης της Περιουσίας των ΑΕΙ, καθώς και για εκείνες που αφορούν στην οργάνωση και λειτουργία των εργαστηρίων, των πανεπιστημιακών Ινστιτούτων και Κέντρων Έρευνας και Καινοτομίας. 

Οι ρυθμίσεις για την ενίσχυση της διαφάνειας και αξιοκρατίας στις διαδικασίες εκλογής και εξέλιξης μελών ΔΕΠ κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση.

Σύστημα Διοίκησης ΑΕΙ

Η Σύγκλητος εκφράζει τη διαφωνία της ως προς το προτεινόμενο σύστημα διοίκησης. Αναφορικά με το Συμβούλιο Διοίκησης, εντοπίζονται προβλήματα στο επίπεδο της συγκρότησής του, καθώς και σε εκείνο των αρμοδιοτήτων του, εγείροντας εν τέλει  ερωτήματα ως προς την αποτελεσματικότητά του. 

Ως προς τη συγκρότησή του, η Σύγκλητος επισημαίνει ότι δεν διασφαλίζεται η αντιπροσωπευτικότητα της εκλογικής διαδικασίας ανάδειξης Πρύτανη και, επιπλέον, ελλοχεύει ο κίνδυνος επιλογής των εξωτερικών μελών του Συμβουλίου Διοίκησης με κριτήρια ενδεχομένως ασύμβατα με το πνεύμα του νομοσχεδίου.

Ως προς τις αρμοδιότητές του, η Σύγκλητος θεωρεί ότι το Συμβούλιο Διοίκησης πρέπει να έχει στρατηγικό ρόλο, όπως υπαγορεύεται από ανάλογες διεθνώς παραδεκτές καλές πρακτικές, και εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις για την προτεινόμενη εμπλοκή του σε ζητήματα που άπτονται της καθημερινής διοίκησης των ΑΕΙ.

Με βάση τα προαναφερθέντα, η Σύγκλητος διατυπώνει τις έντονες επιφυλάξεις της όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του προτεινόμενου συστήματος διοίκησης.

Αναφορικά με τις εκλογικές διαδικασίες, πρέπει να διασφαλίζεται η αντιπροσωπευτικότητα και να αποτυπώνεται η βούληση του εκλογικού σώματος, μέσω της απευθείας εκλογής Πρύτανη (και του Πρυτανικού Σχήματος). Να σημειωθεί ότι με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο υποβαθμίζεται ο σημαντικός θεσμικός ρόλος της Συγκλήτου και των Αντιπρυτάνεων, ενώ οι Κοσμήτορες ορίζονται από το Συμβούλιο Διοίκησης, αντί να εκλέγονται από τις Σχολές.  

Συνοψίζοντας, η Σύγκλητος του ΟΠΑ θεωρεί ότι το νομοσχέδιο εισάγει πολλές θετικές διατάξεις που όμως κινδυνεύουν ν’ ακυρωθούν στην πράξη λόγω του αναποτελεσματικού συστήματος διοίκησης που επιχειρεί να θεσμοθετήσει.

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Η Σύγκλητος του Παντείου Πανεπιστημίου διαπιστώνει ότι το νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που τέθηκε προς διαβούλευση απαξιώνει την αρχή της δημοκρατικής οργάνωσης, απομειώνει την ακαδημαϊκότητα, περιστέλλει την ακαδημαϊκή ελευθερία και το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου, ενώ ταυτοχρόνως πολλαπλασιάζει την γραφειοκρατία, χωρίς να μεριμνά για τις αναγκαίες προϋποθέσεις εφαρμογής του. Απουσιάζουν το όραμα για το Πανεπιστήμιο και η εμπιστοσύνη στα μέλη της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας συνολικά. 

Η Σύγκλητος εκτιμά ότι ακόμη κι αν υπάρχουν ρυθμίσεις που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με στόχο την ανάπτυξη του Πανεπιστημίου, η υλοποίησή τους απαιτεί επαρκείς πόρους (ανθρώπινους και υλικούς), που δεν προβλέπονται από το νομοσχέδιο. 

Η Σύγκλητος διαπιστώνει με ανησυχία ότι η διδασκαλία σε μεταπτυχιακό επίπεδο δεν συνυπολογίζεται στις διδακτικές υποχρεώσεις των μελών ΔΕΠ και η πλήρης κατάργηση κρατικής χρηματοδότησης των μεταπτυχιακών σπουδών οδηγεί στην υποχρεωτική επιβολή διδάκτρων. Το νομοσχέδιο δημιουργεί ρευστότητα στη συνολική οργάνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εισάγοντας ελαστικές εργασιακές σχέσεις για τα μέλη ΔΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, ΕΕΠ και τους διοικητικούς υπαλλήλους καθώς και διαφορετικά πτυχία που υπονομεύουν την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων στους αποφοίτους. Το νομοσχέδιο περιγράφει ένα Πανεπιστήμιο κλειστό και αφιλόξενο για τους/τις νέους/νέες επιστήμονες. 

Η Σύγκλητος θεωρεί θεμελιώδες πρόβλημα το νέο υπερσυγκεντρωτικό σύστημα Διοίκησης που δίνει υπερεξουσίες στον/την Πρύτανι, περιθωριοποιεί τους Αντιπρυτάνεις και μεταφέρει ενισχυμένες αρμοδιότητες σε ένα ολιγομελές όργανο, το Συμβούλιο Διοίκησης, το οποίο δεν έχει νομιμοποιηθεί στο σύνολό του από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Η Σύγκλητος, η οποία αποτελεί σήμερα το βασικό όργανο για τη λειτουργία και τη στρατηγική ανάπτυξη του Πανεπιστημίου, υποβαθμίζεται. Αντίθετα, κρίσιμες αποφάσεις ακόμη και ακαδημαϊκού περιεχομένου, όπως τα μητρώα γνωστικών αντικειμένων και, η συγκρότηση των εκλεκτορικών σωμάτων, θα λαμβάνονται από πρόσωπα που δεν θα έχουν καμία σχέση ούτε γνώση του ακαδημαϊκού χώρου. Αποτέλεσμα του νέου μοντέλου διοίκησης είναι να μην υπάρχει δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων διοίκησης από την πανεπιστημιακή κοινότητα ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος για αδιαφανείς διαδικασίες, διαπλοκή και πελατειακές εξαρτήσεις. Απουσιάζουν επίσης τα θεσμικά αντίβαρα και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, ώστε να υπάρχει λογοδοσία της διοίκησης. 

Η Σύγκλητος θεωρεί ότι ένα νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, που προβλέπει ριζική αναδιάρθρωση της λειτουργίας των πανεπιστημίων, προϋποθέτει ουσιαστικό διάλογο με τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας και συναίνεση τουλάχιστον στις βασικές αρχές του. Ζητεί συνεπώς την άμεση απόσυρση του παρόντος νομοσχεδίου.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

Το Υπουργείο Παιδείας κατέθεσε για διαβούλευση το νέο νομοσχέδιο για τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα χωρίς καμία προηγούμενη συνεννόηση με τα Πανεπιστήμια σχετικά με το πιο κρίσιμο τμήμα του νομοσχεδίου, το νέο μοντέλο διοίκησης. Το χρονικό διάστημα των δύο εβδομάδων για ένα νομοσχέδιο 400 σελίδων και 345 άρθρων είναι ασφυκτικό, καθιστώντας αδύνατη την ουσιαστική διαβούλευση. Εξ αυτού του λόγου οι παρακάτω θέσεις αφορούν ενδεικτικά θέματα του νομοσχεδίου που θεωρούμε σημαντικά.

1. Με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου το Υπουργείο Παιδείας επιχειρεί να επαναφέρει έναν θεσμό, το Συμβούλιο Διοίκησης, το οποίο σε μία άλλη μορφή (Συμβούλιο Ιδρύματος) δοκιμάστηκε στην πράξη μέσω του νόμου Διαμαντοπούλου του 2011 και απέτυχε.

2. Το σύγχρονο ελληνικό πανεπιστήμιο μετά τη μεταπολίτευση και ιδιαίτερα μετά την ψήφιση του νόμου πλαισίου του 1982, οικοδομήθηκε πάνω στις αρχές του (συνταγματικά κατοχυρωμένου) αυτοδιοίκητου, της ακαδημαϊκής ελευθερίας, της δημοκρατικής οργάνωσης της ακαδημαϊκής ζωής και της συνεπαγόμενης αντιπροσωπευτικότητας και λογοδοσίας. Βασικό συστατικό στοιχείο της δημοκρατικής λειτουργίας των πανεπιστημίων είναι η εκλογή των μονοπρόσωπων (Πρόεδρος Τμήματος, Κοσμήτορας Σχολής) και συλλογικών (Σύγκλητος, Πρυτανικό Συμβούλιο) οργάνων με καθολική ψηφοφορία από τα μέλη των αντίστοιχων σωμάτων.