Επιμέλεια: Άντζελα Πεΐτση

«Το προσχέδιο του Προϋπολογισμού που κατατέθηκε στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, παρά τις θετικές εκτιμήσεις για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας το 2017, δε διασκεδάζει σε καμιά περίπτωση τις επιπτώσεις από την εφαρμογή του εμπροσθοβαρούς προγράμματος λιτότητας, το οποίο συνομολογήθηκε με τους εταίρους από το καλοκαίρι του 2015 και συνεχίζει να διαβρώνει το οικονομικό κλίμα και να αναστέλλει τις επενδυτικές πρωτοβουλίες», τονίζει το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ σε σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε αναφορικά με τις εκτιμήσεις του Ινστιτούτου, για το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού.

«Πρόκειται για ένα σχέδιο προϋπολογισμού χωρίς ισχυρή ταυτότητα, που αναπαράγει το παρελθόν, ενώ στηρίζεται σε ορισμένες πολύ «γενναίες» υποθέσεις, τις οποίες η οικονομική πραγματικότητα έχει διαψεύσει διαδοχικά σε αντίστοιχα σχέδια προϋπολογισμών τα προηγούμενα χρόνια», επισημαίνεται σχετικά και υπογραμμίζεται: «Είναι χαρακτηριστικό ότι η προβλεπόμενη και ευκταία βελτίωση των όρων μεγέθυνσης (αύξηση ΑΕΠ κατά 2,7%) και δημοσιονομικής εξυγίανσης (πρωτογενές πλεόνασμα 1,8% του ΑΕΠ) συσχετίζεται με ένα υψηλό προσδοκώμενο ποσοστό αύξησης επενδύσεων (9,1%), ιδιωτικής κατανάλωσης εν μέσω φοροκαταιγίδας (1,8%) και μείωσης της ανεργίας (23,5%), επιδόσεις οι οποίες δε θα εξασφαλιστούν αν δεν υπάρξει ένα σταθερά ευνοϊκό μακροοικονομικό και επενδυτικό κλίμα στη χώρα. Επιπρόσθετα, υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι η ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης δε θα επιτευχθεί σύντομα καθώς θα είναι ναρκοθετημένη από την αδυναμία των θεσμικών εταίρων να καταλήξουν σε ένα κοινό σχέδιο διαχείρισης του ελληνικού χρέους και της ευρωπαϊκής οικονομίας σε όλα τα επίπεδα (νομισματικό, δημοσιονομικό, τραπεζικό, μεταναστευτικό), ενώ σημαντικές απειλές υπάρχουν ως προς την περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Είναι προφανές ότι κυβέρνηση, αντιπολίτευση και παραγωγικοί φορείς δεν πρέπει να επιτρέψουν τη διολίσθηση της χώρας σε μια νέα αέναη και ατελέσφορη διαπραγμάτευση».

Σύμφωνα με το ΙΜΕ, η προαναφερθείσα αδυναμία συντονισμού των Ευρωπαίων εταίρων επιδρά καταλυτικά στις οικονομίες του Νότου, που έχουν πληγεί περισσότερο αυτήν την περίοδο. Και ενώ η επταετής υφεσιακή πορεία της χώρας, σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού, φαίνεται να αντιστρέφεται τη νέα χρονιά, αμφίβολες παραμένουν οι δυνατότητες διάχυσης του πλεονάσματος ευημερίας στο σύνολο της οικονομίας και τις ελληνικές επιχειρήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι το ισοζύγιο εγγραφών-διαγραφών επιχειρήσεων είναι αρνητικό κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2016, στοιχείο συμβατό με τις μελέτες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, που προεξοφλεί ενδεχόμενα ένα νέο κύμα αρνητικού ισοζυγίου εγγραφών-διαγραφών ως το τέλος του έτους έως και το πρώτο τρίμηνο του 2017.

Οι λόγοι που διαμορφώνεται ένα τέτοιο σκηνικό για τις ελληνικές επιχειρήσεις είναι:

1) Η περιορισμένη πρόσβαση στη ρευστότητα, για όσους διαβλέπουν επενδυτικές ευκαιρίες, η οποία συνοδεύεται από τη διατήρηση των κεφαλαιακών περιορισμών

2) Οι συσσωρευμένες οικονομικές υποχρεώσεις τους προς το δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία, τις τράπεζες και τους ιδιώτες.

3) Η προσδοκία αύξηση των επιβαρύνσεων από την εφαρμογή του νέου φοροασφαλιστικού οδηγεί επιχειρήσεις και επαγγελματίες στη διακοπή ή την αναστολή επιχειρηματικής δραστηριότητας ωσότου διαπιστώσουν το ακριβές μέγεθος της επιβάρυνσης που θα υποστούν και να προσδιορίσουν εκ νέου το σημείο ισορροπίας για τη λειτουργία της επιχείρησης.

Εκτιμάται δε, ότι όσοι θα συνεχίσουν τη λειτουργία τους, θα αναγκαστούν να προχωρήσουν σε αυξήσεις τιμών, για να μπορέσουν να καλύψουν τις απώλειες εσόδων από την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση.

Παράλληλα, όπως έχει αναφερθεί και σε πρόσφατη έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ θα ενταθεί το φαινόμενο του δυισμού μεταξύ επιχειρήσεων που λειτουργούν στην αγορά, και επιχειρήσεων που βρίσκονται στον άτυπο τομέα της οικονομίας.

Σε δημοσιονομικό επίπεδο, αναμφίβολα αποτελεί θετικό γεγονός η πρόβλεψη για επίτευξη και θετική υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων. Αυτή η εκδοχή θα έδινε τη δυνατότητα στη χώρα να κατανείμει μέρος αυτού σε επενδυτικές δράσεις και δράσεις κοινωνικής πολιτικής, όμως η ομηρία των υψηλών πλεονασμάτων δεν επιτρέπει διακριτές εθνικές πολιτικές. Κάτι τέτοιο δε φαίνεται να συμβαίνει. Το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ θεωρεί ότι η στόχευση για πρωτογενή πλεονάσματα 3% των επόμενων ετών απαγορεύει κάθε δυνατότητα για αναπτυξιακές δράσεις.

Η περαιτέρω συσταλτική πολιτική είναι αντιπαραγωγική και λειτουργεί υπέρ ολιγοπωλιακών συμφερόντων, εγχώριας και αλλοδαπής προέλευσης. Η παρατεταμένη συζήτηση υπέρ της διατήρησης ή ανανέωσης του μίγματος λιτότητας έπειτα από 7 χρόνια εφαρμογής συσταλτικών μέτρων, οδηγεί μαθηματικά σε νέα παγίδα ύφεσης. Άλλωστε, οι επιδράσεις από τη νέα μείωση των συντάξεων στην ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να εκδηλωθούν έντονα στο επόμενο εξάμηνο και κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου.

Παράλληλα, σημειώνεται πως ως θετική κρίνεται η απόφαση του Υπουργείου να αυξήσει την εγχώρια χρηματοδότηση για τις επενδυτικές πολιτικές, αυξάνοντας το κονδύλι για τις δημόσιες επενδύσεις κατά 250 εκ. Πιο σημαντική και αποτελεσματική κρίνεται βέβαια ότι θα ήταν μια προσπάθεια κινητοποίησης δημόσιων και ιδιωτικών κεφαλαίων, μέσα από τη βελτίωση διάθεσης χρηματοδοτικών εργαλείων και πρόσβασης σε ρευστότητα. Είναι ενδεικτικό ότι τα βασικά εργαλεία νομισματικής πολιτικής, όπως τα χαμηλά επιτόκια και ο χαμηλός πληθωρισμός δεν έχουν παράξει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Από την άλλη, παραμένει εύθραυστη η σχέση καθυστερούμενων πληρωμών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα και ληξιπροθέσμων οφειλών των ιδιωτών προς δημόσιο και άλλους ιδιώτες. Αυτή η δυσεπίλυτη εξίσωση απειλεί τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και των δημοσιονομικών στόχων, ενώ σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στα κόκκινα δάνεια διαμορφώνει κινδύνους για τις πολιτικές χρηματοδότησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι σημαντικές καθυστερήσεις εμφανίζονται και στις εξόφληση οφειλών των ασφαλιστικών οργανισμών προς ιδιώτες αλλά και άλλους δημόσιους οργανισμούς, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με θέματα άσκησης κοινωνικής πολιτικής.

Ταυτόχρονα τονίζεται πως αρνητικό σημείο του σχεδίου προϋπολογισμού είναι η ελάχιστη αναφορά που γίνεται στην ανάγκη ελάφρυνσης ευρύτερων ομάδων του πληθυσμού που υφίστανται σήμερα υψηλά φορολογικά βάρη, η αοριστία ως προς την επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και την καθιέρωση κινήτρων για τη φορολογική συμμόρφωση (πχ θεσμοθέτηση μοναδικού ακατάσχετου λογαριασμού για τις επιχειρήσεις). Ανησυχία προκαλεί επίσης το γεγονός ότι το Υπουργείο Οικονομικών αδυνατεί να προσδιορίσει ένα σημείο σταδιακής ελάφρυνσης των φορολογικών συντελεστών, αλλά αντίθετα διαφημίζει την «υπεραπόδοση κάποιων μέτρων». Επιπλέον, η συσχέτιση του υψηλού ποσοστού μακροχρόνιας ανεργίας με τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, δείχνει να αγνοεί τις επιδράσεις της κυκλικότητας ή άλλως να υποκρύπτει την παραδοχή ότι η νέα παραγωγική διάρθρωση εν μέσω εσωτερικής υποτίμησης και παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας, επιδείνωσε τελικά το μέγεθος της διαρθρωτικής ανεργίας.

Και καταλήγοντας, η ΓΣΕΒΕΕ, επισημαίνει: «Εν κατακλείδι, το σχέδιο του προϋπολογισμού ακολουθεί την πεπατημένη των τελευταίων ετών, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα σε αντιφατικούς στόχους περικοπών δαπανών, αύξησης φόρων, μείωσης της ανεργίας, μεγέθυνσης της οικονομίας έχοντας στο βάθος του ορίζοντα την υποσχετική μείωσης του χρέους. Η κατάσταση αυτή δεν είναι διατηρήσιμη μεσοπρόθεσμα. Ο γρίφος αυτός πιθανότητα θα λυθεί μόνο ως προς το δημοσιονομικό σκέλος, με ορατό το σενάριο να απαιτηθούν νέες παρεμβάσεις, αν οι θεσμοί συνεχίζουν να απαιτούν το εξωπραγματικό στόχο πρωτογενών πλεονασμάτων. Σήμερα, είναι περισσότερο όσο ποτέ επίκαιρο το αίτημα για τη χάραξη μιας ενιαίας εθνικής γραμμής σε δημοσιονομικό και αναπτυξιακό επίπεδο, τέτοια ώστε να μην αφήνει περιθώρια για περαιτέρω υποβάθμιση της χώρας σε διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο».