Ρεπορτάζ: Κωνσταντίνα Παπατσάκωνα

Τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να σώσει από την φονική πυρκαγιά το βράδυ της Δευτέρας, τον γιο του, τη σύζυγό του και την 82χρονη πεθερά του, εξιστορεί ο μηχανολόγος – ηλεκτρολόγος Ε.Μ.Π., Φώτης Μαρτίνος, στο zougla.gr. Φορτισμένος από τις έντονες στιγμές που έζησε εκείνος και η οικογένειά του, διηγείται πώς κατάφερε να φτάσει στην παραλία όπου βρίσκονταν εγκλωβισμένοι.  

 
«Φωτιά στην Καλιτεχνούπολη με Δυτικό και Νοτιοδυτικό Άνεμο, αν δε σβηστεί αμέσως, στο ξεκίνημα, θα σβήσει μετά στη θάλασσα» ήταν η πρώτη σκέψη που έκανε ο κος Μαρτίνος«Φωτιά στην Καλιτεχνούπολη με Δυτικό και Νοτιοδυτικό Άνεμο, αν δε σβηστεί αμέσως, στο ξεκίνημα, θα σβήσει μετά στη θάλασσα» ήταν η πρώτη σκέψη που έκανε ο κος Μαρτίνος όταν άκουσε για την πυρκαγιά στην Πεντέλη.
Γύρω στις 18.00 το απόγευμα κάλεσε τη σύζυγό του στο κινητό και της ζήτησε να απομακρυνθεί από την περιοχή αλλά εκείνη δεν ήταν και τόσο ανήσυχη. Έπειτα από πέντε λεπτά όμως, όπως μας λέει ο κος Μαρτίνος, η φωνή της δεν ήταν ίδια και του είπε ότι υπάρχουν παντού καπνοί και φεύγουν από το σημείο. Στη συνέχεια το σήμα χάθηκε και δεν μπορούσε να επικοινωνήσει.

«Επτά παρά με πήρε τηλέφωνο ο γιος μου και με ουρλιαχτά μου είπε “καίγομαι πέφτω στη θάλασσα, δεν ξέρω που είναι η μαμά και η γιαγιά”. Πήρα τη μηχανή μου και πήγα να τους σώσω» συνεχίζει ο κος Μαρτίνος.

Παράλληλα, εξιστορώντας τις στιγμές φρίκης που έζησε, ανέφερε πως όταν έφτασε στη διασταύρωση της Μαραθώνος, στην εκκλησία, προσπαθούσε να ενημερώσει τους αξιωματικούς που βρίσκονταν εκεί, πως έχουν εγκλωβιστεί άνθρωποι στις παραλίες. Του είπαν όμως ότι δεν είχαν ιδέα.

Τότε παρακάλεσε έναν από αυτούς, όπως αφηγείται, να πάρει το Λιμεναρχείο για να στείλει πλωτά, βάρκες, φουσκωτά, ό, τι υπήρχε για παροχή βοήθειας. Η απάντηση του αξιωματικού ήταν: «Πάρε το Λιμεναρχείο εσύ».
Ακούστε τι είπε ο κος Μαρτίνος στην ηλεκτρονική μας εφημερίδα:


Η συγκλονιστική ιστορία του κου Μαρτίνου όπως την περιγράφει ο ίδιος
Δεν ήθελα να γράψω τίποτα, επειδή αυτό που έχει σημασία δεν είναι η προσωπική ιστορία του καθενός αλλά οι άνθρωποι που αφέθηκαν στην τύχη τους και κάηκαν. Όταν είδα κι άκουσα όμως τη συνέντευξη τύπου αυτών των ελεεινών, που μας έχουν για ζώα – και ζητώ συγνώμη από τα ζώα –  που η μόνη τους υποχρέωση απέναντι μας είναι είτε να μας διαβάζουν σα τα ζόμπι το ημερολόγιο συμβάντων της υπηρεσίας τους λες κι είναι το Ευαγγέλιο, είτε να μας κοροϊδεύουν κατάμουτρα με ασύστολα ψέματα, με τις κλιματικές αλλαγές και τα 11 μποφόρ, δεν άντεξα.

Λοιπόν, πρώτα η εμπειρία …

Στις 23 Ιουλίου 2018 γύρω στις πέντε και τέταρτο το απόγευμα. έβλεπα στη τηλεόραση τη φωτιά στην Κινέττα, όπου ξαφνικά από κάτω εμφανίστηκε ένα «Φωτιά στην Πεντέλη». Ένα τέταρτο αργότερα ο παρουσιαστής το επιβεβαίωσε λέγοντας ότι η φωτιά εκδηλώθηκε στην Καλιτεχνούπολη και ότι πάει προς το Διόνυσο (;;;). Επειδή τυχαίνει να ξέρω από καιρούς κι ανέμους με έλουσε κρύος ιδρώτας. Φωτιά στην Καλιτεχνούπολη με Δυτικό και Νοτιοδυτικό Άνεμο, αν δε σβηστεί αμέσως, στο ξεκίνημα, θα σβήσει μετά στη θάλασσα. Και στο Μάτι, στην Ποσειδώνος 95, δίπλα στην Αργυρά Ακτή, ήταν η γυναίκα μου η Λίλα, ο μεσαίος γιός μου ο Νίκος και η πεθερά μου η Μαίρη. Βέβαια αυτό το «κατευθύνεται προς το Διόνυσο» με μπέρδεψε, όπως πιθανώς και πολλούς άλλους, επειδή η φωτιά δε συνηθίζει να πηγαίνει ενάντια στον άνεμο κι έτσι υπέθεσα η ότι έχει μπει κάπου αλλού κι όχι στην Καλιτεχνούπολη ή ότι είναι Ράδιο Αρβύλα. Όταν όμως κατά τις έξι ανέβηκα στη ταράτσα – ήμουνα στο σπίτι μας, στο Πολύδροσο Χαλανδρίου – κι είδα τον καπνό κατάλαβα τη πραγματικότητα κι ότι τα περί Διονύσου ήταν για μια ακόμη φορά μια ματσόλα ασχέτων.

Πήρα τηλέφωνο τη Λίλα και της είπα να φύγουν από το Μάτι αμέσως. Δεν την άκουσα και πολύ ανήσυχη, μου είπε «καλά αν κατέβει προς τα εδώ θα φύγουμε». Πέντε λεπτά αργότερα δεν ήταν πια τόσο ήρεμη … «Ο καπνός έχει κοκκινίσει, πάω να πάρω τη μάνα μου και να φύγουμε». Μετά το σήμα χάθηκε. Στις εφτά παρά χτύπησε το κινητό μου. Ήταν ο Νίκος, η φωνή του μόλις και ακουγότανε μέσα σε ένα φοβερό βουητό, αν και φώναζε …

«Καιγόμαστε, πέφτω στη θάλασσα για να σωθώ. Δεν ξέρω που είναι η μάνα και η γιαγιά».

Ούτε που θυμάμαι πως έφυγα από το σπίτι με τη μηχανή μου, μια YAMAHA 250 του 1984. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι δεν μπορούσα να βάλω το κράνος και του έδωσα μια κλωτσιά – ούτε και ξέρω που πήγε. Κατεβαίνοντας με χίλια την Αττική Οδό προσπαθούσα να πάρω τα μάτια μου από τα σύννεφα του καπνού που σκέπαζαν όλο τον ορίζοντα μπροστά μου για να μη σκέφτομαι το τι θα γινόταν την ίδια ώρα στο Μάτι και στο Κόκκινο Λιμανάκι όπου ήταν το σπίτι του αδελφού μου. Δεν ήταν εύκολο.

Η Μαραθώνος από τη διασταύρωση της Αττικής Οδού και κάτω ήταν μποτιλιαρισμένη. Έφτασα με τη μηχανή στο Πικέρμι κι εκεί η Αστυνομία δεν μας άφηνε να περάσουμε. Πήγα λοιπόν από μέσα, βγήκα στο βενζινάδικο της Νέας Ζωής κι έφτασα στο επόμενο μποτιλιάρισμα, στη Διασταύρωση της Ραφήνας. ‘Ήταν γύρω στις εφτά και μισή, οχτώ παρά. Εκεί δεν άφηναν να πάς ούτε προς Μάκρη, ούτε προς Ραφήνα ούτε προς Καλιτεχνούπολη. Έτσι κι αλλιώς με αυτοκίνητο δε μπορούσες να πας πουθενά επειδή η Διασταύρωση είχε γίνει κόμπος, ούτε Πυροσβεστικό περνούσε, ούτε ασθενοφόρο, ούτε τίποτα. Στα πεντακόσια μέτρα πιο πάνω. στη Μαραθώνος, λίγο μετά την εκκλησία και το γήπεδο στα δεξιά, ήταν η φωτιά. Ένα αδιαπέραστο τείχος από φλόγες και μαύρο καπνό που εκείνη την ώρα περνούσε τη λεωφόρο κι έφευγε για τη Ραφήνα. Έφυγα κι εγώ προς Ραφήνα για να προσπαθήσω να περάσω από την παραλιακή. Λίγο μετά την πλατεία που είναι Δημοκρατίας και Εθνικής Αντιστάσεως με πρόλαβε η φωτιά που ερχότανε από αριστερά. Ο τόπος σκοτείνιασε, ένας φοβερός αέρας σα κυκλώνας σήκωνε στον αέρα ακόμη και τι πέτρες, η κάψα αφόρητη. Μπόρεσα και γύρισα πίσω, ξανά στη Διασταύρωση και από εκεί Καλιτεχνούπολη και Νταού μήπως μπορέσω και περάσω από πίσω, από τους χωματόδρομους που βγάζουν στο Βουτζά. Αδύνατο. Είχε κι εκεί φωτιά κι επιπλέον ρίχνανε και νερό τα αεροπλάνα, που αν σε πετύχει σε σκοτώνει. Άρχισε να ψιχαλίζει. Στην Καλιτεχνούπολη εκεί που είναι η καφετέρια είχε μαζευτεί κόσμος που κοίταζε κάτω τη φωτιά.

Ξανά στη Διασταύρωση, στη Μαραθώνος, στην εκκλησία και το γήπεδο στα δεξιά. Έπιασα κάποιο βαθμοφόρο, νομίζω της Αστυνομίας, που ήταν εκεί και του είπα ότι στις παραλίες έχουν εγκλωβιστεί άνθρωποι. Μου είπε ότι δεν έχει ιδέα. Τον παρακάλεσα να πάρει το Λιμεναρχείο για να στείλει πλωτά, βάρκες, φουσκωτά, ό,τι υπήρχε, να τους πάρουνε. Η απάντηση ήταν «Πάρε το Λιμεναρχείο εσύ». Στα εκατό μέτρα πιο πάνω τα Πυροσβεστικά – όσα είχαν καταφέρει να περάσουν – άρχισαν να ρίχνουν. Στην αρχή δε γινόταν τίποτα, αλλά λίγο λίγο ο καπνός πήρε να ασπρίζει και έτσι γύρω στις οχτώμιση, εννιά παρά, όρμησα στα τυφλά, χωρίς να ξέρω τι θα βρω από πίσω. Νομίζω πως ήμουνα ο πρώτος. Μόλις μπήκα στον καπνό σκοτείνιασε τελείως, έβλεπα ως τα τρία μέτρα μπροστά από τη μηχανή. Δεξιά και αριστερά διάσπαρτες εστίες φωτιάς. Το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας μου φάνηκε ότι είχε σωθεί, μια αποθήκη ειδών Υγιεινής όμως που είναι λίγο παραπάνω στα δεξιά καιγόταν σα λαμπάδα. Στα φανάρια, στην είσοδο του Βουτζά, στο βενζινάδικο ήταν τρία Πυροσβεστικά. Από εκεί και κάτω τίποτα. Κανείς.

Έστριψα δεξιά στην Αγίου Ιωάννου. Δεν υπήρχε ψυχή. Μπροστά μου σκοτάδι πίσσα, επειδή ο καπνός ήταν τόσο πολύς, που ακόμη κι οι φωτιές, δεξιά κι αριστερά, δεν μπορούσαν να τον διαπεράσουν. Στη ανηφορούλα βγήκε μέσα από τον καπνό σα φάντασμα, στο φως του φαναριού της μηχανής, ένας άνθρωπος. Με ρώτησε … «Μήπως έχεις έναν πυροσβεστήρα για να σβήσω το σπίτι μου»; Κοίταξα αριστερά. Ποιο σπίτι του; Καίγονταν ακόμη και οι τοίχοι. Μπαίνοντας στην Περικλέους, στο σπίτι δεξιά μετά τις τυρόπιτες έσκασαν φαίνεται φιάλες ή κάποια δεξαμενή κι η έκρηξη μου έφερε κάψα και αποκαΐδια, αλλά ευτυχώς η φλόγα δε με έφτασε. Στα διακόσια μέτρα από τη Ποσειδώνος είδα μέσα στον καπνό έναν ακαθόριστο όγκο που έφραζε το δρόμο. Στα πέντε μέτρα το φανάρι μου φώτισε έναν αδιαπέραστο σωρό από καμένα αυτοκίνητα. Το ένα πάνω στο άλλο. Άλλα με τις πόρτες ανοιχτές, άλλα με κλειστές. Υπήρχαν άνθρωποι μέσα; Ήταν αδύνατο να δεις. Αλλά μου φάνηκε ότι υπήρχαν κι ότι δεν μπορούσε πια να τους βοηθήσει κανείς.

Γύρισα πίσω και πήρα τον παράλληλο δρόμο την Τρίτωνος για να βγω στην Ποσειδώνος. Είχε καμένα μόνο δεξιά και αριστερά, τα παρκαρισμένα, που σημαίνει ότι όλοι είτε πήγαν να φύγουν από την Περικλέους που βγάζει στη Μαραθώνος, είτε κατέβαιναν από τη Μαραθώνος για να βγουν στη θάλασσα και μπλοκαρίστηκαν. Μπροστά στο σπίτι μας, Ποσειδώνος 95, ξανάπεσα σε φράγμα καμένων αυτοκινήτων. Το ένα πάνω στο άλλο. Άφησα τη μηχανή και μπήκα στο διαδρομάκι που βγάζει στη θάλασσα. Ψηλά στις πολυκατοικίες διαμερίσματα καίγονταν. Σκόνταψα κάπου. Ένας νεκρός. Μου φάνηκε σα μικροκαμωμένη γυναίκα. Όπως έμαθα δυο μέρες μετά ήταν η κυρία Ζώζα, γειτόνισσα και φίλη της πεθεράς μου. Πέθανε από εισπνοή καυτού αέρα που της έκαψε τα σωθικά.

Τα αρμυρίκια έκαιγαν ακόμη. Η αναπνοή δύσκολη, τα μάτια έτσουζαν. Κάτω στην παραλία και στα βραχάκια του «Μπονάνου» πολλοί άνθρωποι. Ανάμεσά τους γέροι και παιδιά. Άλλοι χτυπημένοι, άλλοι καμένοι. Αλαλιασμένοι από αυτό που είχαν ζήσει και από τη συμφορά, μέσα στο σκοτάδι, χωρίς σταγόνα νερό, με τη φωτιά από πάνω τους να καίει ακόμη. Βρήκα τους δικούς μου. Η Λίλα και ο Νίκος στα πόδια τους, καλά, η Μαίρη ξαπλωμένη στα βράχια, μισολιπόθυμη. Καμένη στα χέρια, στη ράχη και στα πόδια. Αφυδατωμένη. Από την ένταση και την αγωνία ούτε χαρά, ούτε αγκαλιάσματα, ούτε δάκρυα, ούτε τίποτα. Μια σκέψη μονάχα … Πώς να τους βγάλω από εδώ μέσα με μια μηχανή;

Πήρα πρώτα το Νίκο για να τον πάω στη Διασταύρωση και να ζητήσω κάποια βοήθεια, ίσως κάποιο ασθενοφόρο ή άλλο αυτοκίνητο για να έρθει να πάρει τη Μαίρη. Δε βρήκα στη Διασταύρωση τίποτα, ήταν χάος, δε σε άκουγε κανείς, είτε τους μιλούσες είτε όχι ήταν το ίδιο πράγμα – απλά δε καταλάβαιναν τι τους έλεγες. Έτσι γύρισα πίσω στο Μάτι. Στη γωνία Τρίτωνος και Ποσειδώνος ένα ασθενοφόρο. Η πρώτη και τελευταία παρουσία των Αρχών που είδα από την Μαραθώνος και κάτω προς τη θάλασσα. Τους ζήτησα να πάμε να πάρουμε τη Μαίρη, τους είπα ότι έχει εγκαύματα και ότι πρέπει να πάει στο νοσοκομείο. Μου είπαν ότι είχαν έρθει για κάποιον άλλον. Τους ζήτησα να ειδοποιήσουν το Κέντρο για να στείλει ασθενοφόρα, να πάρουν τους καμένους που ζούσαν πριν καταλήξουν όπως η γυναίκα που είχα δει στο διαδρομάκι. Δεν ήξεραν τίποτα για νεκρούς, για τους σωρούς των καμένων αυτοκινήτων εκατό μέτρα πιο κάτω. Το μόνο που ήξεραν ήταν ότι δεν μπορούσαν – άγνωστο γιατί – να ειδοποιήσουν εκείνοι το ΕΚΑΒ γι αυτό μου είπαν κι αυτοί να τηλεφωνήσω εγώ. Η κλήση από το κινητό μου έγινε στις 21:50. Με έβαλαν στην αναμονή με απαλή μουσική.

Σηκώσαμε με όση προσοχή μπορούσαμε τη Μαίρη. Ούτε και ξέρω από πού βρήκε αυτή η γυναίκα τη δύναμη και περπάτησε ακουμπώντας επάνω μας ως τη μηχανή. Την ανεβάσαμε επάνω και τη σφηνώσαμε ανάμεσά μας, σ’ εμένα που οδηγούσα και στη Λίλα, που κάθισε πίσω στη σέλα, για να μην πέσει, επειδή δεν μπορούσε να κρατηθεί. Πήρα σιγά την Ποσειδώνος προς το Μάτι – το ασθενοφόρο είχε φύγει, άλλο όχημα κρατικό δεν υπήρχε και τα μη κρατικά ήταν όλα καμένα. Κυανής Ακτής, Μαραθώνος ξανά, με την ψυχή στα δόντια αν η Μαίρη θα αντέξει. Στη γωνία Μαραθώνος και Κυανής Ακτής ένα πυροσβεστικό έσβηνε ένα σπίτι, ανεβαίνοντας αριστερά. Μπήκα στη Μαραθώνος αριστερά οδηγώντας όσο πιο μαλακά μπορούσα τα πυροσβεστικά στο βενζινάδικο στη είσοδο του Βουτζά, η ανθρώπινη παρουσία που δίνει κουράγιο, η αποθήκη με τα πλαστικά που καιγότανε, επιτέλους η Διασταύρωση.

Άρχισα να φωνάζω «Νικόλας». Αντί για αυτόν είδα ξαφνικά μπροστά μου τον άλλο μου γιό, το Βαγγέλη. Είχαν δουλέψει τα κινητά κι είχε κατέβει με τους φίλους του, τον Περίανδρο και το Γιώργο – ας είναι καλά τα παιδιά – με τα αυτοκίνητά τους ως τη Διασταύρωση. Με αυτά μετέφεραν τη Μαίρη, το Νίκο και τη Λίλα στο Ερρίκος Ντινάν. Εγώ πήγα με τη μηχανή. Πρέπει να ήταν η πρώτη καμένη από εκείνους που είχαν αποκλειστεί στις παραλίες που πήγε σε νοσοκομείο. Ο επόμενος πρέπει να πήγε κάποιες ώρες μετά.

Σάββατο 28 Ιουλίου, έξη το πρωί, κάθομαι και γράφω. Η Μαίρη έχει εγκαύματα 2ου βαθμού στο 25% του σώματός της. Νοσηλεύεται ακόμη στο Ντινάν –– σε κατάσταση σοβαρή, αλλά ευτυχώς όχι κρίσιμη. Ο Θεός την βοήθησε. Άλλοι που βγήκαν καμένοι – ζωντανοί από την Κόλαση δεν άντεξαν. Πριν από λίγο κατέληξε στο ΚΑΤ το 88ο θύμα της φωτιάς. Μια γυναίκα 42 ετών, από εγκαύματα. Μακάρι να βγω ψεύτης αλλά φοβάμαι ότι δε θα είναι η τελευταία.

Διαβάστε επίσης: Διασώστες στα “τυφλά”