«Τέσσερις βασικοί μύθοι» καταρρίπτονται σύμφωνα με μελέτη που έγινε από το Κοινωνικό Πολύκεντρο για την ΑΔΕΔΥ με θέμα τη σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους εργασίας του Δημοσίου. Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του οργανισμού, Γιώργος Γιούλος, το Κοινωνικό Πολύκεντρο «προσπαθεί να αναπτύξει μια δέσμη μελετών, ερευνών αλλά και άλλων δράσεων που σχετίζονται, όχι μόνο με τις στενές όψεις της εργασιακής κατάστασης των εργαζομένων στο Δημόσιο, δηλαδή αμοιβές, απασχόληση, υπηρεσιακή κατάσταση, αλλά να δώσουμε το στίγμα ότι οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο αποτελούν μια πολύτιμη μονάδα κοινωνικού διαλόγου».

Ο πρόεδρος της εκτελεστικής επιτροπής της ΑΔΕΔΥ, Δημήτρης Μπράτης, σε σύντομο χαιρετισμό του, κατά την παρουσίαση της μελέτης, σημείωσε ότι «το θέμα αυτό μέχρι πριν λίγα χρόνια αποτελούσε ταμπού για τον δημόσιο τομέα και έχει ιδιαίτερη αξία το γεγονός ότι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι ανέλαβαν την πρωτοβουλία να ερευνήσουν και να παρουσιάσουν όλα τα δεδομένα τόσο με την ποσοτική, όσο και με την ποιοτική έρευνα, ώστε να κατανοήσουμε πού είναι το πρόβλημα που υπάρχει σήμερα». Ο κ. Μπράτης επισήμανε επίσης ότι με πρωτοβουλία της ΑΔΕΔΥ η έρευνα θα παραδοθεί στον αρμόδιο υπουργό Εσωτερικών, Μάκη Βορίδη «έτσι ώστε να εισηγηθεί μέτρα, πολιτικές και διατάξεις οι οποίες στηριζόμενες πάνω στα αποτελέσματα της έρευνας θα προφυλάσσουν τους εργαζόμενους στο Δημόσιο από αυτό το φαινόμενο» ενώ θα προχωρήσει στην έκδοση «οδηγού παρεμβάσεων των συνδικαλιστικών στελεχών, όταν πέφτουν στην αντίληψη τους τέτοια φαινόμενα, με βάση καλές πρακτικές του εξωτερικού». Ο κ. Μπράτης υπογράμμισε ότι «παρότι η 190 Διεθνής Σύμβαση για την Εργασία του ILO έχει ψηφιστεί, ακόμα στον δημόσιο τομέα δεν έχουν βγει οι εγκύκλιοι εκείνες που χρειάζονται ώστε να έχει εφαρμογή, πέρα από τον ιδιωτικό τομέα για τον οποίο εκδόθηκαν και σωστά οι απαραίτητες εγκύκλιοι».

Εκ μέρους της γραμματείας Ισότητας της ΑΔΕΔΥ, η Σταυρούλα Παπαδημητρίου τόνισε ότι η ανάγκη για την έρευνα ξεκίνησε γιατί «δεχόμασταν πάρα πολλές καταγγελίες από γυναίκες που μας κατήγγειλαν σεξουαλική παρενόχληση, κακοποίηση ή βίαιες συμπεριφορές στους χώρους εργασίας όμως, νιώθαμε αδύναμες ακόμα και να τους κάνουμε κάποια πρόταση πώς να τις αντιμετωπίσουν και πολύ περισσότερο να παρέμβουμε» προσθέτοντας ότι «δεν υπάρχουν εργαλεία αντιμετώπισης» και διότι «είναι πολύ δύσκολη η διαχείριση του βάρους τής απόδειξης, ακόμα και όταν ο νόμος ορίζει κάτι». Η κυρία Παπαδημητρίου σημείωσε ακόμη την ευθύνη των συνδικαλιστικών οργανώσεων να επιβάλλουν έναν κώδικα συμπεριφοράς στα μέλη τους αλλά και την πίεση προς τους αρμόδιους ώστε «να δοθούν λύσεις μέσα από τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικά».

«Το δημόσιο δεν είναι ένας ασφαλής χώρος εργασίας. Αυτό είναι ενδεχομένως ένα στερεότυπο, είναι η αντίληψη που είχαμε από το παρελθόν ότι το Δημόσιο αποτελείται από εργαζόμενους οι οποίοι έχουν ασφαλείς εργασιακές σχέσεις, οι οποίες διέπονται από ένα αυστηρό πλαίσιο, τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα» είπε εκ μέρους της εκτελεστικής επιτροπής της ΑΔΕΔΥ ο Γιώργος Πετρόπουλος, αναφέροντας ότι «το 1/3 των εργαζομένων στο Δημόσιο είναι με επισφαλή σχέση εργασίας αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει πια η έννοια της μονιμότητας, και, σαφώς, στο 1/3 δεν περιλαμβάνονται οι εργαλαβικοί εργαζόμενοι, αυτοί δηλαδή που έχουν έρθει μέσω ενός εργοδότη που έχει πάρει μια εργολαβία, οι οποίες πια επεκτείνονται σχεδόν σε κάθε είδος της δραστηριότητας του Δημοσίου. Φανταστείτε, λοιπόν, εάν τα περιστατικά αφορούν αυτές τις κατηγορίες των εργαζομένων πόσο μεγαλύτερο μπορεί να είναι το πρόβλημα και πόσο μεγαλύτερες σκιές και γκρίζες ζώνες μπορούν να υπάρχουν στους χώρους του Δημοσίου».

Τέσσερις μύθοι

Παρουσιάζοντας την μελέτη, εκ μέρους της ερευνητικής ομάδας, η καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου Μαρία Στρατηγάκη αναφέρθηκε εξ αρχής στους «τέσσερις βασικούς μύθους» που καταρρίπτονται, σχολιάζοντας ότι «ειδικά την εποχή του #MeToo στην Ελλάδα είναι πολύ σημαντικό να δούμε από κοντά ποια είναι η κατάσταση».

«Ο πρώτος μύθος που καταρρίπτεται είναι ότι στο Δημόσιο δεν υπάρχει εκτεταμένη σεξουαλική παρενόχληση γιατί υπάρχει ασφάλεια της εργασίας. Ο δεύτερος μύθος είναι ότι η σεξουαλική παρενόχληση ασκείται αποκλειστικά από ανώτερα ιεραρχικά άνδρες προς κατώτερα ιεραρχικά γυναίκες και σε ανδροκρατούμενα περιβάλλοντα. Είναι πολύ πιο ευρύ και πιο πολύπλοκο το θέμα. Ο τρίτος μύθος είναι ότι η σεξουαλική παρενόχληση καταγγέλλεται όταν συμβεί γιατί δεν απειλείται η εργασιακή ασφάλεια των καταγγελλουσών και ο τέταρτος και τελευταίος είναι ότι όταν καταγγέλλεται, ασκείται δίωξη και τιμωρούνται οι δράστες γιατί οι ΕΔΕ και τα πειθαρχικά λειτουργούν έτσι όπως πρέπει να λειτουργήσουν με αντικειμενικότητα και καταλήγουν σε συγκεκριμένες ποινές» είπε η κυρία Στρατηγάκη, προσθέτοντας ότι «δυστυχώς και οι τέσσερις αυτές διαπιστώσεις που συνδέονται με τα χαρακτηριστικά του Δημοσίου που το διαφοροποιούν από τον ιδιωτικό τομέα είναι απλά μύθοι».

Σκοπός της μελέτης, η οποία περιλαμβάνει ποσοτική έρευνα με 697 ερωτηματολόγια και ποιοτική έρευνα με 26 συνεντεύξεις και 2 πληροφοριοδότριες κλειδιά, όπως είπε η κυρία Στρατηγάκη, ήταν να διαπιστωθεί η έκταση του φαινομένου αλλά και να γίνουν προτάσεις για την υιοθέτηση συγκεκριμένων μέτρων και πολιτικών. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ερωτηματολόγιο στο οποίο βασίστηκε η δειγματοληπτική έρευνα στον γενικό πληθυσμό του Δημοσίου προέρχεται από το Harvard Bussiness Review ενώ για την ποσοτική έρευνα αρχικά είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον 60 γυναίκες, οι περισσότερες εκ των οποίων τελικά δίστασαν να απαντήσουν.

Επιπλέον, «η δειγματοληπτική έρευνα δείχνει μια διαφορά των απαντήσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών σε σχέση με το εάν γνωρίζουν εάν υπάρχει σεξουαλική παρενόχληση, κατά πόσο νιώθουν άνετα να αναφέρουν την ανάρμοστη αυτή σεξουαλική συμπεριφορά και εάν έχουν υπάρξει μάρτυρες, εάν έχουν ακούσει δηλαδή προσβλητικά, ανάρμοστα, σεξουαλικά αστεία, υπαινιγμούς, πειράγματα ή σχόλια στον χώρο εργασίας» σημείωσε η κυρία Στρατηγάκη.

Στην ποιοτική έρευνα προέκυψε ότι η πλειονότητα των γυναικών που ανταποκρίθηκαν είχαν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση, «όχι μόνο σε ανδροκρατούμενα περιβάλλοντα, αλλά και σε γυναικοκρατούμενα, ενώ υπήρξε περίπτωση και γυναίκας προϊσταμένης που παρενόχλησε αλλά και υφιστάμενου που παρενόχλησε» σημείωσε η καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου αλλά, πάντως, κατά κύριο λόγο, ο θύτης ήταν κυρίως άνω των 50 ετών, συνήθως ανώτερης θέσης στην ιεραρχία, ή με κριτήριο την αρχαιότητα, καθώς και με κριτήριο εάν πρόκειται για αιρετό ή δημόσιο υπάλληλο.

Μάλιστα, υπάρχει η ενδιαφέρουσα σύνδεση μεταξύ της σεξουαλικής παρενόχλησης και της γενικότερης λειτουργίας μιας υπηρεσίας καθώς, όπως εξήγησε η καθηγήτρια «κάποιες γυναίκες ανέφεραν ότι ένας παράγοντας που επηρεάζει το περιβάλλον εργασίας είναι οι πιέσεις απέναντί τους να προχωρήσουν σε παρατυπίες ή να κάνουν τα στραβά μάτια, ακόμα και σε παρανομίες στις οποίες επιδίδονται ενδοϋπηρεσιακά οι ανώτεροί τους. Δηλαδή, είδαμε ότι όσο το περιβάλλον ήταν πιο προβληματικό σε σχέση με τη διαφάνεια, τόσο περισσότερο έδαφος υπήρχε για σεξουαλική παρενόχληση».

Σύμφωνα με την ποιοτική έρευνα, σχεδόν όλες οι γυναίκες ανέφεραν ότι συχνές εκδηλώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης εμπεριείχαν ανεπιθύμητα σχόλια, οιονεί κομπλιμέντα, και αδιάκριτες ερωτήσεις. Συνολικά ανέφεραν ότι υπήρχαν ανεπιθύμητα αγγίγματα στον χώρο εργασίας τους, υπήρξε παρενόχληση μέσω μηνυμάτων και κοινωνικών μέσων δικτύωσης και σε μια περίπτωση επίδειξη ψηφιακών φωτογραφιών με ανεπιθύμητο περιεχόμενο. Σε κάποιες περιπτώσεις σωματικής σεξουαλικής παρενόχλησης, ο δράστης φρόντισε να απομονώσει το θύμα εντός του χώρου εργασίας ώστε να μην υπάρχουν μάρτυρες, ενώ αναφέρθηκε και μια περίπτωση απόπειρας βιασμού κατά τη διάρκεια της εργασίας.

Όπως τόνισε η κυρία Στρατηγάκη, «κάποιες συμμετέχουσες δήλωσαν ότι σκέφτηκαν να εγκαταλείψουν την εργασία τους» ενώ από το σύνολο των περιστατικών, λιγότερες από τις μισές «κοινοποίησαν το γεγονός στη διοίκηση, με πενιχρά αποτελέσματα σχολιάζοντας ότι “η ηγεσία αδιαφορεί ή καλύπτει τέτοια περιστατικά”». Όσες δεν προχώρησαν σε καταγγελία ανέφεραν ότι γνώριζαν ότι δεν θα τύχουν προστασίας, ακόμα και όταν υπήρχαν μάρτυρες, καθώς ούτε οι μάρτυρες προστατεύονται προκειμένου να υποστηρίξουν τα θύματα, καθώς επίσης, κοινός ήταν ο φόβος ότι θα υποστούν οι ίδιες συνέπειες.

«Οι συμμετέχουσες και στις δύο έρευνες συμφωνούν ότι οι διαδικασίες τιμωρίας ανάρμοστων συμπεριφορών δεν είναι εφαρμόσιμες για συγκεκριμένες κατηγορίες υπαλλήλων. Ακόμα και στην εξαιρετική περίπτωση που θα γίνει μια ΕΔΕ εντός της υπηρεσίας, δεν αποδίδεται δικαιοσύνη τελικά, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις δεν γίνεται ούτε προφορική επίπληξη του θύτη από τους υπεύθυνους» είπε η κυρία Στρατηγάκη, προσθέτοντας ότι «η ερμηνεία που δόθηκε είναι ότι πολλές φορές αυτό συμβαίνει γιατί ο θύτης, ο δράστης έχει κάποιου είδους εξουσία μέσα στον οργανισμό, διαθέτει ερείσματα πάνω στους άλλους συναδέλφους ή ακόμα και σε πολιτικά κόμματα ή συνδικάτα με αποτέλεσμα η κεντρική διοίκηση να μην επιθυμεί να έρθει σε σύγκρουση μαζί του. Υπάρχουν, λοιπόν, εξουσίες οι οποίες είναι πέρα της επαγγελματικής ιεραρχίας».

Τέλος, όπως ανέδειξε η μελέτη, «πολλές φορές δεν υφίστανται διαδικασίες, εφόσον υπάρχει σχεδόν καθολική έλλειψη επιτροπών ισότητας και πρωτοκόλλων αντιμετώπισης της παρενόχλησης. Υπάρχει, δηλαδή, και θεσμικό έλλειμμα. Πρέπει μέσα στον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα να προβλεφθούν νέες διατάξεις που να είναι εξειδικευμένες για τη σεξουαλική παρενόχληση ως συγκεκριμένο παράπτωμα γιατί δεν μπορεί να υπαχθεί στα γνωστά παραπτώματα» επισήμανε η καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου, σημειώνοντας ότι στην μελέτη περιλαμβάνονται προτάσεις για «συγκεκριμένα μέτρα και την άμεση εκπόνηση ενός πρωτοκόλλου για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της σεξουαλικής παρενόχλησης στον δημόσιο τομέα, καθώς και καλές πρακτικές από τη Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία και την Γαλλία, εξειδικευμένες για τον χώρο του Δημοσίου».

Στην ερευνητική ομάδα συμμετείχαν επίσης οι Αρετή Μαυρομμάτη-Λαγάνη, Αναστασία Χαραλάμπη, Χαράλαμπος Παπακωνσταντίνου και η καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου Αικατερίνη Μιχαλοπούλου.