Η έλλειψη προσοχής και η χρήση τηλεφώνου κατά τη διάρκεια της οδήγησης, η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών, η υπερβολική ταχύτητα και η υπνηλία αποτελούν τις σημαντικότερες αιτίες των θανατηφόρων τροχαίων στους δρόμους της Ευρώπης και κατ’ επέκταση της Ελλάδας.
Αυτό αναφέρει έρευνα του Ευρωβαρόμετρου σχετικά με την ασφάλεια, που διεξήχθη σε συνεργασία με το ίδρυμα Fondation Vinci Autoroutes και στην οποία συμμετείχαν 12.418 ερωτηθέντες από τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Ισπανία, τη Μ. Βρετανία, την Ιταλία, τη Σουηδία, την Πολωνία, τις Κάτω Χώρες, τη Σλοβακία και την Ελλάδα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν όσον αφορά στον μέσο όρο στην Ευρώπη ότι τουλάχιστον ένας στους δύο οδηγούς μιλάει στο κινητό του κατά τη διάρκεια της οδήγησης (54%), ποσοστό μειωμένο κατά 3% σε σχέση με το 2017. Μειωμένα κατά 7%, σύμφωνα πάντα με τις απόψεις ερωτηθέντων οδηγών, είναι τα ποσοστά για την οδήγηση υπό την επήρεια ναρκωτικών ή αλκοόλ σε σύγκριση με το 2017. Παρά τη μείωση, το 49%, δηλαδή σχεδόν ένας στους δύο οδηγούς, οδηγεί υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών. Την άποψη ότι η υπερβολική ταχύτητα αποτελεί έναν από τους βασικότερους παράγοντες θανατηφόρων τροχαίων έχει το 43% των ερωτηθέντων. Η υπνηλία αποτελεί ακόμη μία αιτία ατυχημάτων στους δρόμους, καθώς το 6% των ερωτηθέντων (το ποσοστό είναι μειωμένο κατά 2% σε σχέση με το 2017) θεωρεί την υπνηλία βασική αιτία ατυχήματος.
Αναλύοντας το προφίλ των ερωτηθέντων διαπιστώθηκε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό έλλειψης προσοχής, δηλαδή το να μιλάνε στα κινητά τηλέφωνα, σύμφωνα με τις απόψεις των ερωτηθέντων, το έχουν οι Ολλανδοί με 80% και τους ακολουθούν οι Ιταλοί με 72% και οι Ισπανοί με 60%. Πιο τυπικοί σε αυτό το θέμα αποδεικνύονται οι Πολωνοί με ποσοστό 30%, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο (54%) με ποσοστό 57%.
Η χώρα που έχει την άποψη ότι οι οδηγοί της κυκλοφορούν υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών είναι η Γερμανία με 67% και την ακολουθούν η Πολωνία με 59% και η Ισπανία με 58%. Πιο σωστοί οδηγοί σε αυτή την κατηγορία αποδεικνύονται οι Βρετανοί με 38%, ενώ στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 46%, μειωμένο κατά 8% σε σχέση με το 2017.
Οι Πολωνοί σύμφωνα με την άποψη των ερωτηθέντων είναι «γρήγοροι» οδηγοί, καθώς το 68% των οδηγών ξεπερνάει το επιτρεπτό όριο ταχύτητας και τους ακολουθούν οι Γερμανοί με 53%. Πιο προσεκτικοί οδηγοί αποδεικνύονται οι Ολλανδοί με 15% και οι Γάλλοι με 35%. Περισσότεροι από τους μισούς (52%) Έλληνες «πατούν γκάζι» ξεπερνώντας το επιτρεπτό όριο ταχύτητας, ποσοστό αυξημένο κατά 10% σε σχέση με το 2017.
Πιο υπναράδες στο τιμόνι αποδεικνύονται οι Σουηδοί, καθώς υπάρχει η άποψη ότι το 10% των οδηγών «κοιμάται» στο τιμόνι και τους ακολουθούν τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Γερμανοί με 9%. Οι Έλληνες αποδεικνύονται πιο τυπικοί, καθώς κατέχουν την καλύτερη θέση στην Ευρώπη με μόλις 2%, ποσοστό που είναι μειωμένο κατά 3% σε σχέση με το 2017, όταν σήμερα ο μέσος όρος των ερωτηθέντων στην Ευρώπη είναι 6%.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, την άποψη ότι η υπερβολική ταχύτητα αποτελεί την κύρια αιτία των θανατηφόρων τροχαίων στους αυτοκινητοδρόμους έχει το 44% των ερωτηθέντων και ακολουθεί με 40% ως βασική αιτία η έλλειψη προσοχής. Η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών καταλαμβάνει το 24% και η υπνηλία το 20%. Αξιοσημείωτο είναι ότι έχει αυξηθεί το ποσοστό των ερωτηθέντων που πιστεύει ότι οι οδηγοί κυκλοφορούν στους ευρωπαϊκούς δρόμους χωρίς να δείχνουν τη δέουσα προσοχή, λόγω του γεγονότος ότι όλο και περισσότεροι οδηγοί μιλούν στο κινητό τους τηλέφωνο κατά τη διάρκεια της οδήγησης.
Στην Ελλάδα υπάρχει η άποψη ότι κύρια αίτια των θανατηφόρων τροχαίων στους αυτοκινητοδρόμους είναι η υπερβολική ταχύτητα, η οποία έχει και τα πρωτεία με ποσοστό 58% και βρίσκεται στην ίδια θέση με τη Γερμανία. Κάτω από τον μέσο όρο (40%) είναι η άποψη ότι ακόμη ένα σοβαρό αίτιο για θανατηφόρο τροχαίο αποτελεί η έλλειψη προσοχής (31%). Το 24% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών αποτελεί βασική αιτία ατυχήματος. Τέλος, το θέμα της υπνηλίας αποτελεί άλλη μια αιτία θανατηφόρου τροχαίου αγγίζοντας την άποψη του 8% των Ελλήνων, όταν το ποσοστό για τους Γάλλους βρίσκεται στο 41%, για τους Γερμανούς στο 26% και για τους Βρετανούς στο 23%.