Όλοι την ήξεραν ως «θεία» ή «χοντρή» ή «χοντρούλα» και πρόκειται για τη φερόμενη αρχηγό της εγκληματικής οργάνωσης που εξαρθρώθηκε από την Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων με συνεργούς της δύο αξιωματικούς του Λιμενικού Σώματος.
Τα πάντα γίνονταν με δικές της εντολές τις οποίες έδινε μέσω του καρτοτηλεφώνου των φυλακών, χρησιμοποιώντας κωδικές ονομασίες. Τα κέρδη της οργάνωσης από την διακίνηση ναρκωτικών μοιράζονταν στα υπόλοιπα μέλη μόνο με υπόδειξη της και αφού πρώτα καθόριζε το μερίδιο που αναλογεί στον καθένα. Όμως η 71 ετών γυναίκα δεν ήταν άγνωστη στις διωκτικές αρχές.
Το όνομα της είχε συμπεριληφθεί σε μεγάλη δικογραφία του Τμήματος Εκβιαστών το καλοκαίρι του 2020 και αφορούσε υποθέσεις ξυλοδαρμών και εκβιασμών σε Σαλαμίνα, Αιγάλεω, Αγία Βαρβάρα, Κορυδαλλό, Νίκαια, Κερατσίνι, Δραπετσώνα, Πέραμα, Καλλιθέα, Γκάζι καθώς και σε συνοικίες του Πειραιά.
Το «βαρύ» όνομα της συγκεκριμένης υπόθεσης ήταν ένας 38χρονος που του άρεσε να προβάλλεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κρατώντας όπλα και επιβαίνοντας σε μοτοσικλέτες μεγάλου κυβισμού. Στο σπίτι του αρχηγού είχαν εντοπιστεί πέντε σκυλιά που χρησιμοποιούσε σε παράνομες κυνομαχίες, ενώ στις «δραστηριότητες» της σπείρας ήταν η οργάνωση συναντήσεων όπου έπαιζαν χαρτιά τζογάροντας μεγάλα χρηματικά ποσά και περιπτώσεις τοκογλυφίας.
Η μαρτυρία που «έκαψε» τους δύο λιμενικούς
«Το μεσημέρι του περασμένου Σαββάτου μπήκαν μαζί στην αποθήκη, όπως είδα από τις κάμερες κλειστού κυκλώματος. Στη συνέχεια η αποθήκη έμεινε ξεκλείδωτη και ο ένας από τους συναδέλφους μου ζήτησε να πάω μαζί του σε μια υποτιθέμενη έρευνα για διακίνηση λαθραίων τσιγάρων στην περιοχή του Πειραιά. Αφού φτάσαμε εκεί, παραμείναμε στο σημείο για λίγα λεπτά, παρατηρώντας έναν αλλοδαπό από απόσταση. Στη συνέχεια επιστρέψαμε και οι δύο αξιωματικοί έφυγαν από το κτήριο».
Αυτά φέρεται να είπε αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος στους «Αδιάφθορους» της ΕΛ.ΑΣ. που θέλησαν να τους περιγράψει τις κινήσεις των δυο ένστολων κατηγορούμενων.
Οι αστυνομικοί μελετώντας και το υλικό από τις κάμερες διαπίστωσαν ότι για περίπου μισή ώρα δεν καταγράφονταν κινήσεις. Στη συνέχεια είδαν τον έναν από τους δύο αξιωματικούς να τοποθετεί ένα μαύρο σακίδιο πλάτης στη μπαγκαζιέρα της μοτοσικλέτας του, θεωρώντας ότι ίσως να περιείχε ναρκωτικά. Τότε αστυνομικοί του Εσωτερικών Υποθέσεων προσπάθησαν να τον ακινητοποιήσουν. Εκείνος πέταξε το σακίδιο πλάτης για να το ξεφορτωθεί και προσπάθησε να διαφύγει.
Μάλιστα, όταν θέλησαν να του περάσουν χειροπέδες αντιστάθηκε σθεναρά, απωθώντας τους με βία. Όταν τον εξέτασαν, φέρεται να παραδέχτηκε ότι «εγώ έβγαλα πλακίδια κοκαΐνης από το τσουβάλι, εκ των οποίων τρία τα διατήρησα αυτούσια, ενώ άλλα τα νόθευσα με σόδα στο σπίτι δημιουργώντας τα επιπλέον πακέτα που είχε στην κατοχή μου, όταν με συλλάβατε. Στη συνέχεια, πρόσθεσα μέσα στο τσουβάλι κόλλα πλακιδίων σε σκόνη, έτσι ώστε να μη βγαίνει λιποβαρές».
Το συγκεκριμένο τσουβάλι τις επόμενες μέρες θα πήγαινε για νόμιμη καύση.