Ως «καθαρτήριο» για το ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος από τις «μίζες» των εξοπλιστικών προγραμμάτων ήταν για τον Άκη Τσοχατζόπουλο το σπίτι της κόρης του στη Δεινοκράτους, την ίδια ώρα που οι σχέσεις του μαζί της, όπως τονίζει η Αρετή Τσοχατζοπούλου στο απολογητικό της υπόμνημα, ήταν απλά και μόνο τυπικές.
Η κόρη του πρώην υπουργού απολογούμενη στον ανακριτή δεν έκρυψε το παράπονο της για τη διάρρηξη των σχέσεών της με εκείνον, ιδιαίτερα μετά το γάμο του με τη Βίκυ Σταμάτη. Στο απολογητικό της υπόμνημα που αριθμεί 23 σελίδες και μοιάζει σαν προσωπική εξομολόγηση μιλά για την προσπάθειά της να έρθει πιο κοντά στον πατέρα της αμέσως μετά την επιστροφή της απ’ την Γερμανία, έγκυος στο πρώτο της παιδί χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Οι προσωπικές του όμως επιλογές την έφεραν αντιμέτωπη, όπως αναφέρει, με τη νέα του σύντροφο και μετά το 1996, οι σχέσεις τους ήταν περισσότερο τυπικές παρά ουσιαστικές λόγω της εξωσυζυγικής σχέσεώς του με τη Βίκυ Σταμάτη και τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης του με τη μητέρα της.
«Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το γεγονός ότι παρά την αρχική μου επιστροφή στην Ελλάδα το 1994 – σε εποχή που ο πατέρας μου είχε εκλεγεί βουλευτής και είχε αναλάβει εκ νέου υπουργικά καθήκοντα – επέλεξα να εργαστώ για το διάστημα 1997-1998 στις Βρυξέλλες, προκειμένου να προσφέρω τις υπηρεσίες μου υπέρ ατόμων με ειδικές ανάγκες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και για να ξεφύγω από θλιβερές οικογενειακές διενέξεις, οι οποίες ξεκίνησαν μετά την σύναψη της εξωσυζυγικής σχέσεως του πατέρα μου με την Βίκυ Σταμάτη και την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης του με την μητέρα μου ήδη από το έτος 1996.
Η σύναψη της σχέσεως αυτής, η οποία συνομολογείται εξάλλου και από την ίδια την κα Σταμάτη στην από 14 Ιουλίου 2011 ανωμοτί εξέταση της ενώπιον της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών κας Κυβέλου, απασχόλησε και απασχολεί έντονα τη δημοσιότητα και έδωσε, δυστυχώς, άφθονη τροφή για σχόλια επί 15 συναπτά έτη.
Καίτοι αφορά αμιγώς τον ιδιωτικό βίο της οικογένειας μου, αποτελεί κοινό κτήμα στη συνείδηση όλων των γνωστών και φίλων, αλλά και του κάθε πολίτη το γεγονός ότι εν όψει της σχέσης αυτής, της πικρίας που η μητέρα μου αντιμετώπισε, όλων των δυσάρεστων σχολίων, ενώπιον των οποίων η οικογένεια μου ήταν εκτεθειμένη επί δεκαετίες, οι σχέσεις μου με τον πατέρα μου από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης του με την μητέρα μου και μετά έγιναν, δυστυχώς, περισσότερο τυπικές και λιγότερο ουσιαστικές».
Οι ανύπαρκτες κοινές εμφανίσεις τους, η συνειδητή απουσία της Αρετής Τσοχατζοπούλου από το δεύτερο γάμο του πρώην υπουργού, η μη πρόσκλησή της στη βάφτιση του παιδιού που απέκτησε με τη Βίκυ Σταμάτη, είναι μερικά απ’ τα γεγονότα που επικαλείται για να δείξει την απόσταση που τους χώριζε.
«Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το γεγονός ότι και μετά την οριστική επιστροφή μου στην Ελλάδα, τη γέννηση των τριών τέκνων μου και καθ’ όλο το χρονικό διάστημα έως σήμερον οι κοινές εμφανίσεις μας είναι ανύπαρκτες και η προσωπική μας επικοινωνία έως ελάχιστη, δυναμιτιζόταν αυτή καθημερινά από την ένταση στις σχέσεις μεταξύ των γονιών μου. Συνειδητά δεν παρευρέθην στο δεύτερο γάμο του το έτος 2004, αλλά ούτε και προσκλήθηκα στη βάφτιση του υιού τους με την Βίκυ Σταμάτη, ενώ η παρουσία του ιδίου στις βαπτίσεις των υιών μου ήταν ολιγόλεπτη κατά τη διάρκεια των μυστηρίων. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι μετά τη γέννηση του πρωτότοκου υιού μου την 31η -12-1998 και την εγκατάσταση μου στο επίδικο ακίνητο της οδού Δεινοκράτους αρ. 60 ο πατέρας μου μας επισκέφθηκε δυο χρόνια μετά, με αφορμή τα γενέθλια του υιού μου».
Παρόλα αυτά ωστόσο, η Αρετή Τσοχατζοπούλου δεν παραλείπει να εκφράσει τα συναισθήματά της για τον πατέρα της τον οποίο εξακολουθεί να νοιάζεται και ν’ αγαπά.
«Βεβαίως αυτό δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί ότι φείδομαι συναισθημάτων έναντι του πατέρα μου, τον οποίο αγαπώ ειλικρινώς και για τον οποίο αγωνιώ. Ωστόσο, οι προσωπικές επιλογές του με έφεραν, δυστυχώς, αντιμέτωπη με την νέα σύντροφό του και μου αποστέρησαν από πολύ νωρίς την καθημερινή επαφή μαζί του».
Η απομάκρυνση όμως που είχε όλα αυτά τα χρόνια από τον πρώην υπουργό, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, δείχνει ότι δεν μπορεί να έχει καμία απολύτως εμπλοκή σε όσα της αποδίδονται.
«Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η ταύτιση του προσώπου μου με την ιδιότητα μέλους μιας οργανωμένης ομάδας ξεπλύματος χρημάτων υπό διερεύνηση παράνομες δραστηριότητας του πατέρα μου στο ΥΕΘΑ, τις οποίες παντελώς αγνοώ, αλλά και δεν θα μπορούσα καν να υποψιάζομαι εν όψει της μακράς διαβίωσής μου στην Γερμανία, της πολύχρονης επαγγελματικής προσφοράς μου, εντός κι εκτός Ελλάδος, στον ευαίσθητο χώρο των ατόμων με ειδικές ανάγκες, της αυτόνομης οικονομικής δραστηριότητας μου κατά την τελευταία 10ετία, όταν πια ο πατέρας μου είχε φύγει πλέον οριστικά από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, αλλά και από την οικογενειακή εστία, τηρώντας μεγάλες αποστάσεις από την μητέρα μου, τον αδελφό μου κι εμένα, είναι αυθαίρετη τόσο δογματικά, καθώς θεμελιώνει μια νομικά πρωτόγνωρη έννοια “Οικογενειακής-Αντικειμενικής Ευθύνης”, όσο και κατά τον κοινό νου».
Η Αρετή Τσοχατζοπούλου επιμένει πως δεν μπορούσε να γνωρίζει τίποτα για τις δραστηριότητές του πρώην υπουργού ή να διανοηθεί να φανταστεί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Αναρωτιέται μάλιστα πως θα μπορούσε εκείνη και για ποιο λόγο να ελέγξει τον πατέρα της. Από κει και πέρα, πάντως, η Αρετή Τσοχατζοπούλου φαίνεται πως αισθάνεται την ανάγκη να υπερασπιστεί τη νομιμότητα της αγοράς της μεζονέτας στη Δεινοκράτους. Αρχιτέκτονας η ίδια στο επάγγελμα υποστηρίζει ότι το αγόρασε με χρήματα από την πώληση οικοπέδου στην Καλλιθέα μαζί με το πενταόροφο ακίνητο που είχε κτίσει σ’ αυτό με συνεργάτες της από δανειοδότηση τραπεζών. Ισχυρίζεται πως ήταν αληθής η αγοραπωλησία του ακινήτου, αρνούμενη τα περί εικονικότητας του συμβολαίου ενώ δικαιολογεί το διαφορετικό ποσό που αναγράφεται στο συμβόλαιο λέγοντας ότι γράφτηκε εκ παραδρομής.
Η Αρετή Τσοχατζοπούλου αναφέρει επίσης στο υπόμνημά της πως είναι ανύπαντρη μητέρα τριών ανήλικων παιδιών, 4,5 και 14 ετών που συντηρεί η ίδια και την έχουν ανάγκη, προκειμένου να πείσει τον ανακριτή πως δεν θα πρέπει να οδηγηθεί στις φυλακές.
«ΠΑΣΟΚ και ΝΔ τα έχουν κάνει πλακάκια»
«Αποδέχεται η σημερινή ηγεσία των δύο μεγάλων κομμάτων, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, μια και βρίσκονται μπροστά στις κάλπες, τη μέθοδο της πολιτικής ανθρωποφαγίας και εξόντωσης των εσωκομματικών αντιπάλων με κάθε μέσο, πολιτικά, ηθικά, κοινωνικά; Είμαι βέβαιος, όπως ο καθένας μας, ότι θα την καταδικάσουν απερίφραστα!
Στην πράξη όμως συμφώνησαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, αφού «τα έκαναν πλακάκια» στην Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής, από κοινού σχεδίασαν και εκτέλεσαν την ποινική δίωξη για παθητική δωροδοκία, που αποτελεί πρωτοφανή πολιτική δίωξη με νομικό μανδύα σε βάρος μου, μια και το Δικαστικό Συμβούλιο του ΑΕΔ κήρυξε αμετάκλητα την δίωξη αυτή ως απαράδεκτη και ανυπόστατη.
Δεν αρκέστηκαν, όμως, στη δική μου, σε «ζωντανή σύνδεση», σύλληψη και φυλάκιση. Δεν αρκέστηκαν στη διαρκή κατασυκοφάντηση και διαπόμπευση εμού και της οικογένειάς μου για ανυπόστατες κατηγορίες, αλλά εφαρμόζοντας στην πράξη τη «μαύρη» θεωρία της «οικογενειακής ευθύνης» επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των όποιων προεκλογικών οφελών με μια παρωδία «κάθαρσης», που μετατρέπει πλέον τη δική μου δίωξη σε πολιτικό και επικοινωνιακό «κανιβαλισμό» σε βάρος αθώων. Η προσωρινή κράτηση της κόρης μου Αρετής, χωρίς τους λόγους που απαιτεί ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, και η διαπόμπευση της με την προφυλάκισή της, με μόνο της «αμάρτημα» ότι είναι κόρη μου και φέρει το όνομά μου, ξεπερνά κάθε όριο και μας γυρίζει σε εποχές που όλοι θα ήθελαν να ξεχάσουν.
Διερωτώμαι, αυτοί που δεν δίστασαν να οδηγήσουν έναν ολόκληρο λαό στον όλεθρο, τι άλλο θέλουν; Εμένα ήθελαν να οδηγήσουν στο σύγχρονο «Κολοσσαίο» της κρίσης και της καταστροφής της χώρας μας. Εμένα επέλεξαν. Εδώ είμαι. Ας χτυπήσουν έμενα λοιπόν και ας μην εμπλέκουν τα μέλη της οικογένειάς μου που ουδεμία ευθύνη φέρουν. Αιδώς Αργείοι.»