Στα… πέτρινα χρόνια των τριών μνημονίων που ο φορολογικός εφιάλτης βάζει «λουκέτο» σε δεκάδες επιχειρήσεις, η ελληνική Δικαιοσύνη εξακολουθεί να κρατά στο συρτάρι της ανέγγιχτους φακέλους, οι οποίοι αναδίδουν οσμή φοροδιαφυγής.

Δικαστικές αποφάσεις που μένουν μόνο στα χαρτιά ή ακόμη χειρότερα εξακολουθούν να αγνοούνται, αφήνοντας τις υποψίες και τις σκιές να πέφτουν βαριές σε υποθέσεις «μαύρου» χρήματος που προκάλεσαν την κοινή γνώμη.

Όταν μάλιστα οι πρωταγωνιστές των «ύποπτων» υποθέσεων δεν είναι απλοί πολίτες που ασφυκτιούν στις «συμπληγάδες» της Δικαιοσύνης, αλλά πρόσωπα ισχυρά, τα οποία δεν κρύβουν τη «δύναμή» τους, τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολλά και απαιτούν απαντήσεις.

Ο λόγος για τον εκδότη Θέμο Αναστασιάδη, ο οποίος, εννέα χρόνια μετά τη… φυγή των περίπου 5 εκατομμυρίων ευρώ στο εξωτερικό, εξακολουθεί να απολαμβάνει την «οκνηρία» της Δικαιοσύνης για να επιστραφούν τα χρήματα αυτά στα δημόσια ταμεία.

Παρά τα πορίσματα-φωτιά που συνέταξε -τον Μάιο του 2011- η Περιφερειακή Διεύθυνση Αττικής του ΣΔΟΕ, βάσει των οποίων ο εκδότης αδυνατεί να δικαιολογήσει τα εκατομμύρια που με περίσσια άνεση κατέθετε σε λογαριασμούς του στην B.N.P., το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν έχει εκδώσει ακόμη την οριστική απόφασή του και ο καταλογισμός που αποφασίστηκε πριν από τρία χρόνια για τον Θέμο Αναστασιάδη συνεχίζει να είναι εκκρεμής. Μια καθυστέρηση που δύσκολα μπορεί να γίνει κατανοητή, σε μια στιγμή μάλιστα που το Δημόσιο εμφανίζεται να «κόπτεται» για τα δημόσια έσοδα.

Η τακτική των δύο μέτρων και δύο σταθμών με την οποία δείχνει ότι λειτουργεί η ελληνική Δικαιοσύνη δεν μπορεί να ερμηνεύσει το γεγονός ότι η απόφαση «σέρνεται» ακόμη και σήμερα, χάρη στα δικονομικά «παράθυρα» που προσφέρει ο νόμος σε όσους διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα να τα αξιοποιήσουν. Η αίτηση αναίρεσης που υπέβαλε πριν από έναν χρόνο ο Θέμος Αναστασιάδης κατάφερε να μπλοκάρει τον καταλογισμό του ποσού που φέρεται ως παράνομο περιουσιακό όφελος και συνεπώς την επιστροφή του στα δημόσια ταμεία. Πληροφορίες αναφέρουν, μάλιστα, πως ο εκδότης έχει «εξασφαλίσει»(;) και θετική εισήγηση, η οποία του επέτρεψε αφενός να κερδίσει κι άλλο χρόνο και αφετέρου να ευελπιστεί ότι θα αποφύγει τελικά το… ταμείο.

Με την αίτησή του ο κ. Αναστασιάδης ζητούσε να αναιρεθεί η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σύμφωνα με την οποία ο εκδότης παρουσίασε αδικαιολόγητο περιουσιακό όφελος, ύψους 4.973.500 ευρώ.

Το παραπάνω ποσό προέκυψε κατόπιν έρευνας στις καταθέσεις που έγιναν από τον εκδότη και τη σύζυγό του στην τράπεζα BNP Paribas στις 20 Ιουλίου 2007 ύψους 2.486.000 ευρώ, αλλά και στον προσωπικό του λογαριασμό που ανοίχτηκε αυθημερόν στην ίδια τράπεζα στις 23 Ιουλίου 2007, στον οποίο κατατέθηκαν 2.487.500 ευρώ.

Όπως αποδείχθηκε από τον έλεγχο και αναφέρεται στην απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2013, τα εν λόγω ποσά δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από νόμιμες πηγές εσόδων και ως εκ τούτου καταλογίστηκαν σε βάρος του κ. Αναστασιάδη.

Μετά την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο εκδότης υπέβαλε αίτηση αναίρεσης επί της αποφάσεως, η οποία δικάστηκε τον Μάρτιο του 2015, ακόμα όμως η απόφαση… αγνοείται.

Αρχικά ο Θ. Αναστασιάδης ισχυρίστηκε ότι τα χρήματα προήλθαν από τον εφοπλιστή Π. Λασκαρίδη, ο οποίος, σύμφωνα με τον εκδότη, αγόρασε μετοχές της εταιρείας «Πρώτο Θέμα». Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε αργότερα, η εν λόγω συναλλαγή δεν έγινε ποτέ.

Στη συνέχεια υποστήριξε ότι όλα τα χρήματα προέρχονται από νόμιμα και φορολογημένα εισοδήματα, ισχυρισμός που επίσης κατέπεσε στο δικαστήριο, καθώς αποδείχθηκε ότι τα παραπάνω χρηματικά ποσά αποτελούν νέα περιουσιακά στοιχεία που δεν δηλώθηκαν.

Παράλληλα, ο κ. Αναστασιάδης ισχυρίστηκε ότι είχε στο σπίτι του το τεράστιο χρηματικό ποσό ως «μαξιλάρι ασφαλείας».

To ποινικό ιστορικό της υπόθεσης

Όσον αφορά στο ποινικό μέρος της υπόθεσης, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με το υπ’ αρ. 1/2014 αποφάνθηκε ότι ισχύει τυπικά η ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή ύψους 1,6 εκατ. ευρώ σε βάρος του Θέμου Αναστασιάδη, καθώς κρίθηκε συνταγματική η αναδρομική ισχύς των φορολογικών διατάξεων.

H Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε απορρίψει την εισήγηση του αντεισαγγελέα Νίκου Παντελή, που είχε προτείνει να αναιρεθεί μερικώς το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών σε βάρος του Αναστασιάδη και να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη, μόνο για το αδίκημα της φοροδιαφυγής ύψους 1,6 εκατ. ευρώ σε βαθμό κακουργήματος. Επειδή ο εκδότης προχώρησε σε συμβιβασμό με την αρμόδια ΔΟΥ, που προέβλεπε την πληρωμή περίπου 1,3 εκατ. ευρώ με την καταβολή ορισμένων δόσεων, η κατηγορία ουσιαστικά γινόταν νομικά ανίσχυρη. Σύμφωνα με την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, παρέμενε σε βάρος του κ. Αναστασιάδη μόνο η κατηγορία για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος (νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες).

Ωστόσο, το 2015, με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθήνας ο εκδότης απαλλάσσεται από τις κατηγορίες της φοροδιαφυγής και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατά το οικονομικό έτος 2008. Η δίωξη αφορούσε στα αποτελέσματα φορολογικού ελέγχου του συγκεκριμένου οικονομικού έτους, σύμφωνα με τα οποία ο Θ. Αναστασιάδης εφέρετο να είχε αποκρύψει 1,6 εκατομμύριο ευρώ συν τις προσαυξήσεις. Η δίωξη σε βάρος του ήταν το αποτέλεσμα της προκαταρκτικής εξέτασης.

Τον λόγο πλέον έχει το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο καλείται να αποφανθεί για την υπόθεση αυτή, διαλύοντας κάθε σκιά που πληγώνει το κύρος της Δικαιοσύνης.