Ο Τάσος Λιγνάδης ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος. Όσοι και όσες είχαν την μεγάλη ευκαιρία να απολαύσουν το μάθημά του ως μαθητές του καταλάβαιναν πως πίσω από την ευφυΐα και τη μόρφωσή του κρυβόταν ένα μυαλό που βασάνιζε τη γνώση.
Αυτός ο φιλόλογος, ο δάσκαλος, ο λογοτέχνης, ο θεατράνθρωπος, ο σημαντικότερος ίσως κριτικός θεάτρου που πέρασε από την Ελλάδα, και ας παραπονιέται για αυτή την εκτίμηση ο Γεωργουσόπουλος, με την πολιτική και κοινωνική παρουσία στην Αντίσταση και την πολιτική του στάση κατόπιν στις κινητοποιήσεις της γενιάς του 114, ήταν, σύμφωνα με τους μαθητές του, ταυτόχρονα ο θεός στην τάξη αλλά και πολύ δύσκολος (απροσπέλαστος).
Θα ήταν περίπλοκο, ακόμα και ακατόρθωτο, ίσως και τραυματικό να είσαι γιος του Τάσου Λιγνάδη. Ο Δημήτρης έπρεπε να αριστεύει. Αρίστευσε στη Φιλοσοφική Αθηνών, άριστος στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Έπρεπε να «χτίσει» τη δική του «οικοδομή» πέρα και έξω από τα χνάρια του πατέρα του. Οι συγκρίσεις είναι πάντα αδυσώπητες κυρίως για τον νεότερο. Η εξίσωση δύσκολη, σχεδόν ανελέητη όταν αυτοσυγκρίνεσαι και δεν έχεις κάποιον στο πλάι σου να σου εξηγήσει πώς αυτές οι συγκρίσεις είναι άτοπες, άσκοπες. Πολύ περισσότερο είναι ένα μεγάλο λάθος.
Πέρασε από όλα τα στάδια ο Δημήτρης ο Λιγνάδης. Του φιλόλογου, του ηθοποιού, του δραματουργού, του σκηνοθέτη, του δάσκαλου. Προφανώς κανένα από αυτά τα στάδια δεν του εξασφάλισε εκείνη τη δομική ηρεμία που έχει ανάγκη ο κάθε άνθρωπος όταν έρχεται αυτή η ώρα -αργά ή γρήγορα- να αναλογιστεί το ποιος είναι, τι έκανε και πού πάει. Εκεί κάπου χάθηκε ο μπούσουλας και άρχισε να γυρίζει σαν τρελή η βελόνα της πυξίδας επηρεασμένη από ένα χαοτικό μαγνητικό πεδίο.
Εδώ και δύο χρόνια περίπου άρχισαν να πυκνώνουν οι ψίθυροι και να συσσωρεύονται οι ενδείξεις πως «κακοφόρμισε η πληγή» στο Εθνικό Θέατρο. Από αυτή τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή είχαν περάσει ιερά τέρατα και «τερατάκια». Τα «ιερά τέρατα» μας τελείωσαν με τον θάνατο του τελευταίου ίσως. Του Κάρολου Κουν. Για το θέατρο μιλάμε. Για την όπερα η Μαρία Κάλλας είχε ήδη φύγει. Στο σινεμά το μοναδικό «ιερό τέρας» ήταν ο Θόδωρος ο Αγγελόπουλος. Έφυγε αργότερα από τους άλλους. Μας έμειναν δηλαδή τα… «τερατάκια».
Πριν από 15 ημέρες κάποια στόματα που μισάνοιγαν, πάντα διακριτικά, ανέφεραν μία επικείμενη «παραίτηση» από το Εθνικό. Η Λίνα η Μενδώνη προφανώς και το γνώριζε και το ανέμενε. Η «διαχείριση» όμως μιας τέτοιας ιστορίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Από πού να πιαστείς; Από τη φήμη; Από την ανάρτηση στο διαδίκτυο; Από τα μισόλογα; Από το κουτσομπολιό;
Το Σάββατο που μας πέρασε προφανώς δόθηκε η χαριστική βολή σε μία υπόθεση η οποία θα έπρεπε εδώ και πολύ καιρό να είχε τύχει μίας σωστής διαχείρισης. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου κατέχει μία εμβληματική θέση. Δεν μπορεί να λειτουργεί διατηρώντας στην κατάψυξη καταγγελίες για αβυσσαλέα πάθη, για αρρωστημένες παρεκτροπές, για φασιστικές εντέλει ερωτικές πρακτικές. Διότι περί αυτού πρόκειται. Η αποκαλυπτική συνέντευξη του Νίκου Σ. ανέτρεψε βίαια τα δεδομένα της καθεστηκυίας ομερτά. Κανείς δεν θα μπορούσε να κρυφτεί πια πίσω από τη σιωπή.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μία καταγγελία για άσκηση σωματικής βίας, για βιασμό, για βασανιστήριο, για φασισμό. Πρέπει κανείς να ψάξει βαθιά, να διαβάσει και να ανεχθεί τις επιστημονικές εξηγήσεις των δασκάλων της Ψυχιατρικής προκειμένου να αντιληφθεί το πόσο βαθιά ριζώνει αυτή η ασθένεια της άσκησης σεξουαλικής βίας πάνω σε ανυπεράσπιστα, φοβισμένα ή ευνουχισμένα ψυχικά άτομα. Είναι η επιτομή του φασισμού.