Φωτορεπορτάζ: Νίκος Χριστοφάκης

Τον εφιάλτη που έζησε αλλά και τον Γολγοθά που ανεβαίνει, μετά την επίθεση σε βάρος της με βιτριόλι, περιγράφει σήμερα στους δικαστές η 35χρονη Ιωάννα, η οποία έχει δηλώσει πως θα είναι παρούσα σε κάθε συνεδρίαση του δικαστηρίου, ακόμα κι αν χρειάζεται να ξαναγυρίζουν στη μνήμη της εκείνες οι οδυνηρές στιγμές που σημάδεψαν για πάντα τη ζωή της.

Στο δικαστήριο κατέφθασε και η κατηγορούμενη Έφη Κακαράντζουλα:

Η Ιωάννα έφτασε στο δικαστήριο στις 09:00 το πρωί της Πέμπτης:

 

 

Οι συνήγοροι της Ιωάννας και η μητέρα της την πλησίασαν ενημερώνοντάς τη πως η κατηγορούμενη βρίσκεται στο κτήριο. «Μη νιώσεις άσχημα αν συγκινηθείς… Είναι ανθρώπινο» της είπαν χαρακτηριστικά…

Ακολουθούν αποσπάσματα από την κατάθεση της Ιωάννας

«Σηκώθηκα για να πάω στη δουλειά μου και ήμουν στην είσοδο της πολυκατοικίας των γραφείων. Πάτησα το κουμπί του ασανσέρ και περίμενα να κατέβει. Κοιτούσα προς το κάτω περιμένοντας. Άκουσα κάποιους θορύβους. Δεν έδωσα σημασία. Σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι η καθαρίστρια ή κάποιος άστεγος. Καθώς περίμενα, εμφανίστηκε μπροστά μου μια γυναίκα, σήκωσα το βλέμμα και με κοίταξε στα μάτια. Μου έριξε το βιτριόλι, που εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβα τι ήταν, και έφυγε τρέχοντας. Θέλω να σας πω ότι λούστηκα με αυτό το υγρό, το ένιωσα παντού πάνω μου. Ήμουν παντού στο σώμα μου λουσμένη και κατευθείαν μου ήρθε η μυρωδιά.

»Το πρώτο πράγμα ήταν να τρέξω για κάποια βοήθεια. Θυμήθηκα ότι είχε φαρμακείο δίπλα και έτρεξα προς το φαρμακείο. Οι πόνοι ήταν φρικτοί, δεν έβλεπα καθόλου από το ένα μάτι. Μπήκα μέσα στο φαρμακείο ουρλιάζοντας. Οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν τι έλεγα, πανικοβλήθηκαν. Τους έλεγα “δώστε μου λίγο νερό, πεθαίνω”, “βοήθεια” φώναζα. Πήγα στον νιπτήρα, έριχναν νερό. Τα μαλλιά μου πέφτανε μέσα στον νιπτήρα. Έπιανα το πρόσωπό μου και καταλάβαινα ότι καιγόμουν, λιώνω. Φώναζα για βοήθεια, οι άνθρωποι τρόμαζαν. Καταλάβαινα ότι εκείνη τη στιγμή κάτι χάνω… Κάλεσαν σε βοήθεια το 166. Μου είπανε να βγάλω τα ρούχα μου γιατί λιώνανε πάνω μου. Εγώ το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να μη χάσω τις αισθήσεις μου. Γιατί καταλάβαινα ότι μόνο εγώ μπορούσα να σώσω τον εαυτό μου. Φώναζα “Θεέ μου, βοήθησέ με γιατί μόνο εσύ μπορείς».

«Για να αντέξω προσπαθούσα να κοροϊδέψω τον εαυτό μου (κλαίει). Ότι ζω ένα όνειρο. Το βράδυ μετά τις 9, αφού πέρασαν όλοι οι γιατροί, έλεγα “Ιωάννα, θα ξυπνήσεις”. Προσπαθούσα να με πείσω για να αντέξω ότι τα όνειρά μου είναι πραγματικά και η πραγματικότητα είναι ο εφιάλτης».

«Ο σκοπός της κατηγορουμένης, όπως έχουν καταλήξει και οι αρχές, ήταν να με σκοτώσει. Επίσης έχω μάθει ότι είχαν γίνει άλλες τρεις απόπειρες. Δύο κάτω από το σπίτι μου που την είχαν δει να κουβαλάει κάτι ύποπτο πάνω της. Σύμφωνα με τα στοιχεία, έγινε και μια απόπειρα την προηγούμενη ημέρα, αλλά δεν με πρόλαβε. Και προσπάθησε πάλι εκείνη την ημέρα που τα κατάφερε, τελικά αλλά δεν κατάφερε να με σκοτώσει. Με τρομάζει η συμπεριφορά που είχε.

»Ήταν σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Χορεύει πάνω στα τραπέζια, δείχνει έναν άνθρωπο που, αντί να φοβηθεί και να καλυφθεί, ενθαρρύνεται ακόμα περισσότερο και αρχίζει και αναζητά τρόπους και όπλα και πληροφορίες για ενέσεις αέρα και δηλητήριο που δεν ανιχνεύεται… Βλέπω έναν άνθρωπο που δεν πτοείται. Προσπαθεί ξανά και ξανά και γίνεται ακόμα χειρότερο. Και δεν ξέρω ακόμα τα κίνητρα ούτε ποιοι άλλοι γνώριζαν. Αλλά ξέρω ότι δεν έχει μετανιώσει. Και αυτό είναι που με φοβίζει».

Τι προηγήθηκε

Η Ιωάννα, η οποία συγκλόνισε, την πρώτη ημέρα της δίκης στις 15 Σεπτεμβρίου, όταν έφτασε φορώντας διπλή θεραπευτική μάσκα για να καλύπτει το πρόσωπό της, θα είναι η πρώτη μάρτυρας που θα καταθέσει κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Θα αναφερθεί σε όσα πρόλαβε να δει, προσερχόμενη στο γραφείο της, το πρωί της 20ής Μαΐου του 2020, όταν μία γυναίκα με μαύρη μάσκα την περιέλουσε με το καυστικό υγρό.

Ήταν η στιγμή που δεν θα ξεχάσει ποτέ όσο ζει η 35χρονη Ιωάννα, η οποία από τότε δίνει έναν ατελείωτο αγώνα, όπως λέει, για να ξαναγίνει «φυσιολογικός» άνθρωπος. Όχι η όμορφη κοπέλα που ήταν, αλλά ένα λειτουργικό άτομο που θα μπορεί να κινείται χωρίς να πρέπει να κρύβει τα γυμνά σημεία του προσώπου ή του σώματός της τα οποία φέρουν εκτεταμένα εγκαύματα για να της θυμίζουν την άγρια επίθεση που δέχτηκε πηγαίνοντας στη δουλειά της.  

«Ούρλιαζα από τους πόνους για βοήθεια. Αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή να πρήζεται το πρόσωπό μου και τα χέρια μου να καίνε. Όταν έφτασα στο φαρμακείο, άρχισα να φωνάζω για βοήθεια και να λέω στη φαρμακοποιό ότι κάποιος μου πέταξε κάτι καυστικό στο πρόσωπο. Οι δύο γυναίκες που βρίσκονταν μέσα με κοίταζαν χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν και εγώ γι’ αυτόν τον λόγο τούς έλεγα να μου ρίξουν νερό. Μου έδειξαν πού βρίσκεται ο νιπτήρας και τότε εγώ μπήκα μέσα και άρχισα να πλένομαι» είχε πει στην πρώτη κατάθεση που είχε δώσει η Ιωάννα, έξι μόλις ημέρες μετά την επίθεση σε βάρος της. 

Το μεσημέρι της 11ης Ιουνίου 2020 και ενώ η 36χρονη κατηγορούμενη είχε ήδη συλληφθεί, οι αστυνομικοί ζήτησαν από την Ιωάννα να τους πει αν είχε σχέσεις μαζί της. «Τη γνωρίζω, δεν έχω φιλικές σχέσεις μαζί της και δεν έχω καμιά έχθρα μαζί της» τους ανέφερε η 35χρονη.

Λίγο πριν ξεκινήσει ωστόσο η δίκη, η Ιωάννα έλεγε: «Δεν υπάρχουν αιτίες ούτε ελαφρυντικά ούτε μεταμέλεια. Και εγώ και η κοινωνία μας ζητάμε την παραδειγματική τιμωρία της. Προσωπικά δικαιωμένη δεν βρίσκω με ποιον τρόπο θα μπορούσα να νιώσω. Μόνο αν ο χρόνος γύριζε πίσω. Αλλά αυτό δεν γίνεται».