Μια πρώτη ματιά στη δικαστική εφαρμογή του Ν. 4800/2021 στα οικογενειακά δικαστήρια της χώρας.
Πέρασαν σχεδόν επτά μήνες από την έναρξη εφαρμογής του Ν. 4800/2021 περί αναθεώρησης του Οικογενειακού Δικαίου της χώρας μας. Ένας πολυαναμενόμενος νόμος που ήρθε να καθιερώσει το αυτονόητο, ήτοι την ισότιμη συμμετοχή των γονέων στην ανατροφή των τέκνων τους. Προ της ψηφίσεως του εν λόγω Νομοθετήματος είχε δημιουργηθεί έντονη πόλωση μεταξύ των υποστηρικτών και των διαφωνούντων και φαίνεται αυτή, να διατηρείται, έως και σήμερα.
Τι άλλαξε όμως με το εν λόγω Νομοθέτημα, και πώς αυτό εφαρμόστηκε κατά την πρώιμη περίοδο:
Κατά πρώτον (άρθρο 17 του Ν. 4800/2021) οι Δικαστές παρακολούθησαν μια σειρά ειδικών σεμιναρίων επιμόρφωσης στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Παρότι υπήρξε έντονη δυσαρέσκεια αναφορικά με το περιεχόμενο και τους διδάσκοντες στα σεμινάρια αυτά, σίγουρα κατ’ αρχήν ήταν μια κίνηση προς την σωστή κατεύθυνση. Ήτοι, o νομοθέτης αναγνώρισε ότι ο Δικαστής του Οικογενειακού Δικαίου δεν θα πρέπει να αφήνεται μόνος, παρά να λειτουργεί με τη συνδρομή των ειδικών ψυχικής υγείας.
Βέβαια, με το ισχύον σήμερα νομοθετικό πλαίσιο δεν δημιουργήθηκε εξειδικευμένο Οικογενειακό Δικαστήριο (αν και θα έπρεπε) ούτε και συνδέθηκε ο Δικαστής κατά την αξιολόγηση μιας υπόθεσης, με ειδικό ψυχικής υγείας, το οποίο κρίνεται επιβεβλημένο. Έκαστος Δικαστής θα έπρεπε (πρέπει) να έχει στην ευχέρεια του, την σύντομη και αμερόληπτη εξέταση των γονέων από ειδικό ψυχικής υγείας, προκειμένου να βοηθηθεί ουσιαστικά, στην κρίση του, περί γονεϊκής κυρίως καταλληλότητας.
Ο βασικός κανόνας που άλλαξε με το παρόν Νομοσχέδιο είναι αυτός, της κατά νομικό τεκμήριο, μετά την διάσταση ή τον χωρισμό, από κοινού και εξίσου άσκησης του συνόλου της γονικής μέριμνας από αμφότερους τους γονείς του τέκνου (Άρθρο 1513 Α.Κ.). Κατά το νέο Δίκαιο, η συνεπιμέλεια είναι υποχρεωτική, με την έννοια ότι αποτελεί τμήμα της γονικής μέριμνας που υποχρεωτικά κατά νόμο ασκείται από αμφότερους τους γονείς μετά τον χωρισμό ή τη διάσταση.
Κατά το προγενέστερο νομικό καθεστώς η ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας και στους δύο γονείς από κοινού προϋπέθετε την συμφωνία τους. Συνεπώς, η διαφορά μεταξύ του παλαιού και νέου νομικού καθεστώτος είναι σημαντική.
Τα δικαστήρια της χώρας κλήθηκαν να εφαρμόσουν και ερμηνεύσουν τον νέο Νόμο και τα πρώτα συμπεράσματα είναι συγκρατημένα αισιόδοξα.
Αρκετοί πλέον δικαστές άκουσαν με προσοχή τα σχετικά αιτήματα, αποδεσμευμένοι από αναχρονιστικές και πεπαλαιωμένες αντιλήψεις. Φαίνεται ότι μέρος του δικαστικού σώματος έχει πλέον ευθυγραμμιστεί, τόσο με την επιταγή του νέου Νόμου που καθιερώνει την συνεπιμέλεια ως κατ’ αρχήν βέλτιστη λύση για τα τέκνα, όσο και με τα νέα κοινωνικά δεδομένα που θέλουν αρκετούς πατέρες να επιθυμούν έναν πιο ενεργό ρόλο στην καθημερινότητα και ανατροφή των τέκνων τους. Φυσικά, ο δικαστής, κατόπιν αιτήματος και εφόσον συντρέχουν ειδικές συνθήκες και κατόπιν στάθμισης, μπορεί να απομακρυνθεί από την κατά νομικό τεκμήριο πλέον, συνάσκηση της γονικής μέριμνας. Φυσικά, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστή θα πρέπει να ασκείται αιτιολογημένα, μόνον όταν οι ειδικές συνθήκες της υπόθεσης, το απαιτούν. Παρότι μετά την θέση σε εφαρμογή του Ν. 4800/2021 εκδόθηκαν αποφάσεις (ακόμα και σε επίπεδο προσωρινής διαταγής) που έκαναν δεκτό το αίτημα από κοινού και εξίσου άσκησης της γονικής μέριμνας, δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις που το σχετικό αίτημα απορρίφθηκε, ακόμα και όταν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις πληρούνταν.
Σημαντικό είναι επίσης να αποσαφηνιστεί ότι η από κοινού άσκηση της επιμέλειας των τέκνων (συνεπιμέλεια) αφορά τη λήψη όλων των αποφάσεων για τα τέκνα από αμφότερους τους γονείς και όχι τον εξίσου επιμερισμό του χρόνου τους, με τους γονείς τους. Συναντώνται ήδη στη Νομολογία αποφάσεις συνεπιμέλειας με επιμερισμό του χρόνου σε διαφορετική ποσόστωση, ανάλογα με τις συνθήκες καθημερινότητας και εργασίας των γονέων τους.
Ποιες είναι όμως οι βασικές προϋποθέσεις της συνεπιμέλειας όπως φαίνεται να αποκρυσταλλώνονται στην τρέχουσα νομολογία των οικογενειακών δικαστηρίων της χώρας.
Συνοπτικά αυτές είναι:
Α) Οι σχετικά κοντινές κατοικίες των διαδίκων γονέων.
Β) Το ευέλικτο εργασιακό πλαίσιο του αιτούντα γονέα που εξυπηρετεί την εναλλασσόμενη διαμονή των τέκνων.
Γ) Η ανάδειξη της έως τότε ουσιαστικής ενασχόλησης του αιτούντος γονέα στην ανατροφή και φροντίδα των τέκνων.
Δ) Η μη εμπλοκή/καταδίκη του αιτούντος γονέα για ποινικά αδικήματα και ιδίως για αυτό της ενδοοικογενειακής βίας.
Παρατηρώντας δείγμα της Νομολογίας μετά την 16η/09/2021, συνειδητοποιεί κανείς ότι τα Δικαστήρια δεν έχουν ακόμα ξεπεράσει κάποιες παγιωμένες αλλά και συνάμα εσφαλμένες αντιλήψεις. Μια από αυτές είναι και η θεώρηση του ότι η συνεπιμέλεια είναι εφικτή μόνον σε καθεστώς «καλής συνεννόησης» των γονέων.
Στην πραγματικότητα, το ως άνω επιχείρημα, τυγχάνει απόλυτα εσφαλμένο κατά τις κάτωθι διαπιστώσεις:
Η θεώρηση ότι, επειδή δεν συνεννοούνται οι γονείς, ας προκριθεί η αποκλειστική επιμέλεια και συνεπώς και ο αποκλεισμός του έτερου γονέα από την συν-ανατροφή του τέκνου του, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Εφόσον η συνεννόηση ή μη είναι στη διακριτική ευχέρεια των γονέων, ο γονέας που έως πρόσφατα (ίσως και σήμερα ακόμα)πλεονεκτεί νομολογιακά, μπορεί απλά να επιλέξει τη μη συνεννόηση, και να επιτύχει την αποκλειστική επιμέλεια.
Με αυτόν όμως τον τρόπο, ζημιωμένο θα είναι το παιδί, το συμφέρον του οποίου, επιτάσσει την ικανή παρουσία αμφότερων των γονέων στη ζωή του, και συνεπώς η επίκληση του συμφέροντος του, στο πλαίσιο ανάθεσης από το Δικαστήριο, αποκλειστικής επιμέλειας, καθίσταται προσχηματική. Εξάλλου, η θεώρηση ότι η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας προϋποθέτει την καλή συνεργασία των γονέων, αγνοεί παραδόξως το δεδομένο ότι όλοι οι γονείς που χωρίζουν, έφτασαν στον χωρισμό, ακριβώς επειδή δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν, και συνεπώς εφόσον υιοθετηθεί η άποψη αυτή, η «συνεπιμέλεια» είναι καθολικά μη εφαρμόσιμη σε όλες τις υποθέσεις. Το ακριβώς αντίθετο όμως συμβαίνει.
Παρά τη μη βέλτιστη συνεννόηση των γονέων, η ανάγκη συνεργασίας τους (των γονέων) είναι αυτή που θα αμβλύνει τις διαφορές και εντάσεις και θα οδηγήσει σε αμοιβαίες υποχωρήσεις και συναίνεση. Αντιθέτως, η «μονομέρεια» που συνήθως ακολουθεί την αποκλειστική ανάθεση της επιμέλειας, ιδίως σε περιπτώσεις ικανών και στοργικών γονέων, είναι αυτή που μεγιστοποιεί τις εντάσεις και συνεπώς η ως άνω θεώρηση «περί της προϋπόθεσης της “καλής συνεργασίας”» είναι απόλυτα εσφαλμένη αλλά και αντίθετη με τη διατυπωμένη πλέον βούληση του Νομοθέτη του Οικογενειακού μας δικαίου.
Σε πρόσφατη εκδίκαση υπόθεσης ασφαλιστικών μέτρων στο Πρωτοδικείο της Αθήνας το ως άνω επιχείρημα ετέθη και φάνηκε να γίνεται δεκτό από τον δικάζοντα δικαστή.
Θετικό επίσης είναι ότι έχει ήδη καταστεί σαφές ότι ακόμα και σε περίπτωση ανάθεσης της αποκλειστικής επιμέλειας, ορισμένα ζητήματα της γονικής μέριμνας κατ’ άρθρο 1519 ΑΚ, όπως η αλλαγή σχολείου, η ονοματοδοσία, σημαντικά ζητήματα υγείας αλλά και η αλλαγή του τόπου κατοικίας του τέκνου απαιτούν συναπόφαση ή δικαστική άδεια.
Συνεπώς, οι έως σήμερα παρατηρούμενες μονομερείς ενέργειες από γονείς που ασκούσαν αποκλειστικά την επιμέλεια τέκνου, έχουν σημαντικά περιοριστεί. Για παράδειγμα ο γονέας που σήμερα ασκεί την αποκλειστική επιμέλεια θα χρειαστεί πλέον την συναίνεση του έτερου γονέα για να εγγράψει το τέκνο τους σε ιδιωτικό σχολείο. Αυτή η «υποχρεωτική συνεπιμέλεια» εκ του Νόμου, ακόμα και όταν ο ένας γονέας ασκεί κατά τα λοιπά την αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου, λειτουργεί ήδη οριοθετικά και αποτρέπει/περιορίζει, αντιδικίες και έριδες. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα αξίζει να αναφερθεί επίσης, ότι ευτυχώς, και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα έχουν πλέον ενημερωθεί για τις νέες διατάξεις και συμμορφώνονται με αυτές.
Επίσης έχουν ήδη εκδοθεί αποφάσεις κατ’ άρθρο 1519 ΑΚ και οι οποίες διατάσσουν την επιστροφή του γονέα που παράνομα μετοίκησε με το τέκνο/α, άνευ συναίνεσης ή δικαστικής άδειας, στον τελευταίο τόπο κατοικίας του. Τέτοια απόφαση έχει ήδη εκδοθεί και σε επίπεδο προσωρινής διαταγής, από το Πρωτοδικείο της Αθήνας.
Συμπερασματικά, διαπιστώνεται μια σταθερή και με αργά βήματα μεταστροφή της νομολογίας των οικογενειακών δικαστηρίων της χώρας, υπέρ της από κοινού άσκησης του συνόλου της γονικής μέριμνας από τους γονείς, ακόμα και αν αυτοί δεν συμφωνούν με αυτήν (τη συνάσκηση).