Είναι το οικονομικό το μοναδικό κίνητρο που οδηγεί μετανάστες από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη να επιλέγουν το δρόμο της ξενιτιάς από τις πατρίδες τους; Όχι, απαντά η έρευνα για τις «έμφυλες διαστάσεις της μετανάστευσης στη Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη», που πραγματοποιήθηκε υπό την ευθύνη της Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν, καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Η έρευνα έδειξε, σύμφωνα με την καθηγήτρια, ότι πέρα από τους οικονομικούς λόγους, οι μετανάστες – άνδρες και γυναίκες – μπορούν να οδηγούνται στην απόφαση να ξενιτευτούν βάσει πολλών άλλων κινήτρων, που διαφοροποιούνται, μάλιστα, συχνά, ανάλογα με το φύλο του καθενός.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Για παράδειγμα, η περιπέτεια, η περιέργεια και η μύηση στην αρρενωπότητα αποδείχθηκαν σημαντικά κίνητρα για τους νεαρούς Αλβανούς, ενώ για τις Αλβανίδες, η αποφυγή των καταναγκασμών της πατριαρχικής οικογένειας και του κοινωνικού ελέγχου, που ασκείται στις γυναίκες που μένουν στις αγροτικές περιοχές, και για τις Βουλγάρες η επίλυση προβλημάτων, σε επίπεδο ζευγαριού, αποτέλεσαν εξίσου σημαντικούς παράγοντες στην απόφασή τους να μεταναστεύσουν.

«Τα δεδομένα μας, δεν επιβεβαίωσαν το επιχείρημα – που διατυπώνεται συχνά στη πρώιμη φεμινιστική βιβλιογραφία της δεκαετίας του 1970 – σύμφωνα με το οποίο η μετανάστευση συμβάλλει στη χειραφέτηση των γυναικών», τονίζει η καθηγήτρια.

Και προσθέτει: «Αντί γι’ αυτό η έρευνα κατέγραψε δύο αντιφατικές τάσεις. Από τη μια πλευρά διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες, που μεταναστεύουν, είτε μόνες τους είτε ακολουθώντας τους άντρες τους, είναι, σε μεγάλο βαθμό, γυναίκες που είχαν ήδη αναπτύξει ένα δυναμικό προφίλ πριν από τη μετανάστευση, ή “κληρονόμησαν” ένα τέτοιο προφίλ από τις μητέρες τους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αυτή η τάση ήταν ισχυρότερη στην περίπτωση των Βουλγάρων γυναικών. Από την άλλη πλευρά, ανάμεσα στους ενήλικες άντρες μετανάστες, βρέθηκε αντίθετη τάση: μια επιστροφή σε πατριαρχικές αξίες και στάσεις του παρελθόντος».

Εντάσσοντας τις πρακτικές αυτές σε ολόκληρη την αφήγηση ζωής των μεταναστών, που συμμετείχαν στην έρευνα, αλλά και στις εμπειρίες των γονιών τους, εξήχθη το συμπέρασμα ότι, αυτό το φαινόμενο είναι κυρίως αποτέλεσμα της ίδιας της μεταναστευτικής διαδικασίας και όχι μιας συνέχειας που σχετίζεται με το παρελθόν.

Αυτή η «επινόηση της παράδοσης» ήταν ιδιαίτερα ισχυρή σε νεαρούς άντρες από την Αλβανία, αλλά και σε μερικές ενήλικες Αλβανίδες, όχι όμως σε Βουλγάρες, οι οποίες στην περίπτωση πατριαρχικών πιέσεων προτιμούν να εγκαταλείψουν τους άντρες τους, επισημαίνει η κα Βαν Μπούσχοτεν.

Μια τρίτη παρατήρηση αφορά την αλληλεπίδραση φύλου, κοινωνικής τάξης και εθνοτικής καταγωγής στην κατασκευή μεταναστευτικών ταυτοτήτων στους χώρους εργασίας. Οι ρητορικές που αναπτύχθηκαν σχετικά με το θέμα αυτό, στο πλαίσιο της έρευνας, αφορούν τις σχέσεις των υπό μελέτη μεταναστών με τους εργοδότες στο χώρο εργασίας, αλλά έχουν μια σαφή έμφυλη διάσταση.

Ένα παράδειγμα είναι ο χαρακτηρισμός των Ελλήνων εργοδοτών ως «τεμπέληδων», ο οποίος, όμως, εμφανίζεται διαφορετικά στο λόγο αντρών και γυναικών. Μια γενική διαπίστωση είναι ότι «το φύλο δεν ενώνει».

Ένταξη

Η «κοινωνική ένταξη» – επισημαίνεται στην ίδια έρευνα – είναι, ή ήταν μέχρι πρόσφατα, μια κεντρική αξία στις ευρωπαϊκές μεταναστευτικές πολιτικές, αλλά υπόκειται σε πολλαπλές ερμηνείες και μπορεί επομένως να χρησιμοποιηθεί τόσο για την ένταξη των μεταναστών στη χώρα υποδοχής τους όσο και για τον αποκλεισμό τους απ’ αυτήν.

Όταν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί διακηρύσσουν ότι οι μετανάστες δεν είναι επαρκώς «ενσωματωμένοι» και ότι η κατάσταση αυτή πρέπει να διορθωθεί, αυτή η ελλιπής «ένταξη» είναι συχνά το αποτέλεσμα δημόσιων ή ιδιωτικών πολιτικών διακρίσεων εις βάρος των μεταναστών, παρά των στάσεων και συμπεριφορών των ίδιων των μεταναστών.

«Γι’ αυτό φαίνεται σημαντικό να διακρίνουμε δύο επίπεδα “ένταξης”, το κοινωνικό και το θεσμικό, αλλά και να δούμε τη δυναμική αλληλεπίδραση αυτών των δύο επιπέδων», επισημαίνει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα δύο κεντρικά συμπεράσματα, στα οποία κατέληξε η έρευνα. Πρώτον, βρέθηκε ότι οι στάσεις των Αλβανών και Βουλγάρων μεταναστών και μεταναστριών απέναντι στη χώρα καταγωγής είναι αντεστραμμένες: για τους μετανάστες από την Αλβανία, το αίσθημα του ανήκειν εντοπίζεται κυρίως στο «εδώ», ενώ για τους Βουλγάρους επικεντρώνεται στο «εκεί».

Στην περίπτωση των Αλβανών και Αλβανίδων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο κοινωνικό επίπεδο έχουν προχωρήσει με ραγδαίους ρυθμούς σε ουσιαστικές διασυνδέσεις με την ελληνική κοινωνία, όσον αφορά την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, την ανεύρεση «θώκων» στην ελληνική αγορά εργασίας, και στη διαδικασία πολιτισμικών ανταλλαγών. Η διαδικασία νομιμοποιήσεων που ξεκίνησε το 1997, διευκόλυνε την εξέλιξη αυτή και βιώνεται από τους μετανάστες σαν σημείο καμπής στη βιογραφία τους.

Από την άλλη πλευρά, στο θεσμικό επίπεδο, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ πίσω σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όσον αφορά τη χορήγηση κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων στους μετανάστες. Οι καθημερινές ζωές των μεταναστών καθορίζονται από την ανάγκη να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα ένσημα, βασική προϋπόθεση να αποκτήσουν την πολυπόθητη άδεια διαμονής.

Ο διαφορετικός προσανατολισμός των Βουλγάρων – πρόκειται κυρίως για γυναίκες εσωτερικές οικιακές βοηθούς – δεν οφείλεται μόνο σε μια διαφοροποίηση πολιτισμικών στάσεων. Συνδέεται, επίσης, με το μεταναστευτικό καθεστώς μέσα από το οποίο έρχονται στην Ελλάδα – κυρίως παράνομες εταιρείες – πρακτορεία απασχόλησης με παραρτήματα στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία, καθώς και με το γυναικείο φύλο, των μεταναστριών.

Κατά δεύτερο λόγο, βρέθηκε ότι η «ένταξη» λειτουργεί διαφορετικά για άντρες και γυναίκες. Στο κοινωνικό επίπεδο, φαίνεται πιο εύκολα για τους άντρες παρά για τις γυναίκες να βρουν κοινωνική αναγνώριση – και αυτή η αναγνώριση ή η έλλειψή της αποτελεί σημαντικό στοιχείο της μεταναστευτικής τους ταυτότητας.

Στην έρευνα εντοπίστηκαν ποικίλες στρατηγικές, που αναπτύσσονται από τους μετανάστες και μετανάστριες, για την απόκτηση αυτής της αναγνώρισης. Παρόλο που οι μετανάστριες μπορούν να αναπτύξουν στενές σχέσεις με τα ελληνικά νοικοκυριά που τις απασχολούν, ο εγκλωβισμός τους σε αυτά σπάνια τους προσφέρει τη δυνατότητα να αναπτύξουν κοινωνικές σχέσεις με μέλη της ευρύτερης ελληνικής κοινωνίας.

Στο θεσμικό επίπεδο, επίσης, η θέση των μεταναστριών είναι πολύ χειρότερη απ’ αυτή των ανδρών και είναι συχνά καταδικασμένες να ζουν είτε σε μια κατάσταση μόνιμης παρανομίας (όπως στην περίπτωση των περισσότερων Βουλγάρων μεταναστριών) είτε να παραμείνουν εξαρτημένες από κάποιο αντρικό μέλος της οικογένειάς τους (η περίπτωση των περισσότερων Αλβανίδων μεταναστριών).

Το δείγμα της έρευνας

Η έρευνα εστίασε σε δύο ομάδες μεταναστών και μεταναστριών, από την Αλβανία και τη Βουλγαρία, αντίστοιχα. Οι ομάδες αυτές επιλέχθηκαν τόσο γιατί αποτελούν, σήμερα, τις πολυπληθέστερες ομάδες μεταναστών στην Ελλάδα (65% και 6%, αντίστοιχα το 2004), όσο και γιατί το μεταναστευτικό προφίλ τους είναι πολύ διαφορετικό και επομένως προσφέρονται για μια συγκριτική ανάλυση.

Ενώ οι μεταναστευτικές ροές από τις δύο χώρες αυτές συνδέονται άμεσα με την κατάρρευση του κομμουνισμού το 1990, η χρονολογία της μετανάστευσης, η αναλογία αντρών και γυναικών και τα μεταναστευτικά συστήματα ήταν πολύ διαφορετικά.

«Όπως φαίνεται από τις αφηγήσεις ζωής που συγκεντρώσαμε – τονίζει η κ. Βαν Μπούσχοτεν – πολλοί Βούλγαροι προσπάθησαν αρχικά να αναζητήσουν εντός Βουλγαρίας νέες λύσεις για τα προβλήματα που δημιούργησε η μεταβατική περίοδος και αρκετοί δοκίμασαν την τύχη τους σε μια νέα επιχειρηματική δραστηριότητα».

Οι περισσότεροι από όσους συμμετείχαν στην έρευνα έφθασαν στην Ελλάδα μετά το 2000. Η διαφορά αυτή έχει σημαντικές πολιτισμικές επιπτώσεις για τον τρόπο, με τον οποίο μετανάστες και μετανάστριες από τις δύο χώρες αυτές ερμηνεύουν τη μεταναστευτική τους εμπειρία: για τους περισσότερους μετανάστες από την Αλβανία, η μετανάστευση ήταν ταυτόχρονα μια μετακίνηση από μια χώρα σε μια άλλη και από ένα οικονομικό σύστημα σε ένα άλλο.

«Για τους περισσότερους μετανάστες από τη Βουλγαρία η απόφαση να μεταναστεύσουν συνδέεται άμεσα με τη διάψευση των ελπίδων που γέννησε η μετάβαση σε μια οικονομία της αγοράς. Πέρα από το στοιχείο αυτό όμως, η πιο σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων εντοπίζεται στην αναλογία ανδρών και γυναικών και στη σύνθεση του μεταναστευτικού νοικοκυριού.

Η μεγάλη πλειοψηφία των μεταναστών από τη Βουλγαρία (65-70%) είναι γυναίκες, κυρίως ενήλικες γυναίκες ώριμης ηλικίας, που εργάζονται ως εσωτερικοί οικιακοί βοηθοί σε ελληνικά νοικοκυριά, και έχουν αφήσει πίσω τις οικογένειές τους. Σε πολλές περιπτώσεις, οι γυναίκες αυτές είναι χωρισμένες ή χήρες και έχουν γίνει αρχηγοί μιας διεθνικής οικογένειας», εξηγεί η κ. Βαν Μπούσχοτεν.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης