«Τα θύματα του Ολοκαυτώματος έχουν διαρκές και έγκυρο έρεισμα διεκδίκησης αποζημίωσης και αποκατάστασης τους» ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στη Σχολή Ευελπίδων, Πολύκαρπος Αδαμίδης, σε διάλεξη, με θέμα: «Το απαράγραπτο των εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας- Το Ολοκαύτωμα και η νομιμοποίηση εκπροσώπησης των θυμάτων».

Η διάλεξη πραγματοποιήθηκε στο Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης και διοργανώθηκε από την Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης, το Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης, και το Αρχείο Γεωργίου Κωνσταντινίδη.

«Δεδομένης της θέσπισης, τόσο κατά τρόπο τυπικό και σύμφωνο με τις διαδικασίες του Διεθνούς Δικαίου, του απαράγραπτου των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και ειδικά της Γενοκτονίας, όσο και από πλευράς εννοιολογικής και ερμηνευτικής προσέγγισης, καθίσταται σαφές, ότι τα θύματα του Ολοκαυτώματος, έχουν διαρκές και έγκυρο έρεισμα διεκδίκησης της αποζημίωσης και αποκατάστασής τους από τους υπαίτιους και όσους έχουν σχετική κατά νόμο υποχρέωση και αρμοδιότητα» υπογράμμισε ο κ. Αδαμίδης.

Ο κ. Αδαμίδης αναφέρθηκε εκτεταμένα στο Δίκαιο του Πολέμου, που κατά την επιστήμη, αποτελεί καίρια έκφανση του Ανθρωπιστικού Δικαίου και στις στοχεύσεις του, σύμφωνα με τις οποίες επιδιώκεται η σύντμηση κατά το δυνατό τη διάρκεια της πολεμικής σύγκρουσης και εξάλειψη εστιών κινδύνου που θα υπονόμευαν τη μετάβαση σε μια βιώσιμη ειρήνη και πρόσθεσε:

«Από την άλλη πάλι το Δίκαιο του Πολέμου, απαγορεύει ρητά πρακτικές και μέσα διεξαγωγής, που σκοπό κατά βάση και αποτέλεσμα έχουν να προκαλέσουν αδικαιολόγητο πόνο και να βασανίσουν και όχι απλά να εξουδετερώσουν τον αντίπαλο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χρήση οπλικών συστημάτων, που προκαλούν ακρωτηριασμό και μη ιάσιμες πληγές στον αντίπαλο, όπως για παράδειγμα οι νάρκες κατά προσωπικού, οι εκρηκτικές σφαίρες, τα δηλητήρια και τα χημικά αέρια, διαιωνίζουν τραύματα και οδυνηρές συνέπειες και υποδαυλίζουν διαρκώς την εχθρότητα και το μίσος για τον αντίπαλο».

Ο κ. Αδαμίδης αναφέρθηκε στο διεθνές θεσμικό πλαίσιο για τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, επισημαίνοντας ότι είναι απαράγραπτα και συνέχισε:

«Το Δίκαιο του Πολέμου, όπως αποτυπώνεται στις Συνθήκες της Γενεύης και της Χάγης και τα πρόσθετά τους πρωτόκολλα, έχει κεφαλαιοποιήσει τις εμπειρίες των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, αλλά και τα διδάγματα από τις εγκληματικές συμπεριφορές, που εκδηλώθηκαν ως πρόκριμα ή επ’ αφορμή τους. Για τον λόγο αυτό περιλαμβάνει και τα λεγόμενα εγκλήματα κατά της Ειρήνης ή κατ΄ άλλους το έγκλημα της επίθεσης, υπό την έννοια ότι κάθε πόλεμος τεκμαίρεται επιθετικός και παράνομος. Αντίστοιχα έγκλημα θεωρούνται και οι ενέργειες με τις οποίες υπονομεύεται η Ειρήνη και μεθοδεύεται η δήθεν αναπόδραστη προσφυγή στην πολεμική βία. Στο πεδίο εφαρμογής του Δικαίου του Πολέμου, εμπίπτει όμως και η βασική κατηγορία εγκληματικών πρακτικών, που ονομάζονται εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας».

Επίσης, αναφέρθηκε και στο Ολοκαύτωμα και στην επόμενη μέρα του ολοκαυτώματος στη χώρα μας, μετά τον αφανισμό της συντριπτικής πλειοψηφίας των Θεσσαλονικέων Εβραίων και στις δυσκολίες που υπήρξαν, μέσω της υπηρεσίας που συνέστησε το ελληνικό κράτος μετά την κατοχή, στην αποκατάσταση των επιζησάντων και στην επιστροφή περιουσιακών στοιχείων τους που είχαν υπαιξερεθεί κατά τη διάρκεια της κατοχής από τους ναζί και τους συνεργάτες τους.

«Αναμφισβήτητα τις σχετικές αξιώσεις για αποζημίωση και αποκατάσταση, δεδομένου του απαράγραπτου του εγκλήματος θα μπορούν να τις προβάλουν τα κατά νόμο δικαιούμενα και συγγενικά τους πρόσωπα».