Λίγοι σε αριθμό, αλλά με καθοριστική συμβολή στην οικονομία και την πολιτική ζωή του τόπου ήταν οι Έλληνες στη Ζάμπια, την παρουσία των οποίων, καταγράφει στο τελευταίο του βιβλίο «The Greek Community in Zambia”- Η Ελληνική Κοινότητα της Ζάμπια» ο ιστορικός- ερευνητής Αντώνης Χαλδαίος.
Οι Έλληνες διαπραγματεύθηκαν την αγορά των ορυχείων χαλκού από τους Βρετανούς, οδήγησαν στο “Πέρασμα του Διαβόλου” για να εφοδιάσουν τη χώρα με τρόφιμα και καύσιμα, προσέφεραν στα κοινά της χώρας κι άνοιξαν δρόμους με την επιχειρηματική τους δραστηριότητα.
Οι πρωτοπόροι
Τα “ίχνη” της ελληνικής παρουσίας στην αφρικανική χώρα χάνονται στα τέλη του 19ου αιώνα. Όπως επισήμανε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Χαλδαίος, ο πρώτος Έλληνας που εγκαταστάθηκε στα νοτιοανατολικά της Ζάμπια ήταν ο Νίκος Βλαχάκης, το 1884, από τα Μάλια της Κρήτης. Έφτασε αρχικά στο λιμάνι της Μπέιρα, στη Μοζαμβίκη και από εκεί περπατώντας έφτασε μέχρι τη Ζάμπια, στις όχθες του ποταμού Ζαμβέζη, στην περιοχή Κιρούντου, όπου ασχολήθηκε με την καλλιέργεια της γης και με την κτηνοτροφία. Μερικά χρόνια αργότερα έφερε στη Ζάμπια και τον αδελφό του τον Δημήτρη. Έχασε τη ζωή του το 1913, μετά από επίθεση λιονταριού.
Τα δύο αδέρφια ήρθαν κοντά με τον ντόπιο πληθυσμό και παντρεύτηκαν γυναίκες από τις τοπικές φυλές. Ο Νίκος απέκτησε μια κόρη ενώ ο Δημήτρης 24 παιδιά. Απόγονοι της οικογένειας Βλαχάκη ζουν μέχρι σήμερα στη Ζάμπια και είναι περήφανοι για την ελληνική τους καταγωγή.
Οι επόμενοι Έλληνες εμφανίστηκαν στην περιοχή στις αρχές του 1900 με 1910 όταν άρχισε να επεκτείνεται ο σιδηρόδρομος από τη Νότια Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε) στη Βόρεια Ροδεσία (σημερινή Ζάμπια) και ασχολήθηκαν με το εμπόριο ενώ τη δεκαετία του ‘30, με την ανακάλυψη των ορυχείων χαλκού στο Κόπερμπελτ, στα βόρεια, κάποιοι μετανάστευσαν για να εργαστούν εκεί.
Ο αριθμός τους πάντως ήταν πολύ μικρός, όπως και των υπόλοιπων Ευρωπαίων, λόγω των περιορισμών που είχαν επιβάλλει οι Βρετανοί στη μετανάστευση. Περισσότεροι Έλληνες εμφανίστηκαν στην περιοχή την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ιδιαίτερα μετά την ανεξαρτητοποίηση της Ζάμπια το 1964, οπότε και είχαν σημαντική παρουσία που καθόρισε σε πολύ μεγάλο βαθμό την οικονομία της χώρας.
Με ελληνικά φορτηγά, τα τρόφιμα και τα καύσιμα
Πιο συγκεκριμένα, οι Έλληνες ασχολήθηκαν με τις μεταφορές και με τα φορτηγά τους τροφοδότησαν τη χώρα με καύσιμα και τρόφιμα, όταν ο εφοδιασμός έγινε δυσχερής εξαιτίας του απελευθερωτικού κινήματος στη Νότια Ροδεσία. O αποκλεισμός εντάθηκε τη δεκαετία του ‘80 λόγω της επιλογής της πολιτικής της Ζάμπιας να δώσει καταφύγιο σε ανθρώπους που μάχονταν για την ανεξαρτησία της Ζιμπάμπουε. Το πετρέλαιο έπαψε να έρχεται μέσω σιδηροδρόμου, ο οποίος συνέδεε την Μπέιρα με το Σόλσμπερι της Νότιας Ροδεσίας. Οι Έλληνες μετέφεραν με τα φορτηγά τους καύσιμα στην Τανζανία διασχίζοντας την πιο επικίνδυνη διαδρομή της Ζάμπιας- το λεγόμενο λόγω των οδικών δυσκολιών- “Πέρασμα του Διαβόλου”.
Η μεταφορά τροφίμων γίνονταν από νότια μέσω της Νοτίου Αφρικής και σε ποσοστό 80% με ελληνικά φορτηγά, με γνωστότερα αυτών, των Φιλιππάτου, Λιακόπουλου, Κονιδάρη, Βαγγελάτου, Αβραάμ, Σπύρου και του Γιαννακάκη.
“Φανταστείτε ότι είναι μια χώρα η οποία δεν έχει πρόσβαση στη θάλασσα. Είναι αποκομμένη από την κύρια οδό που ήταν η Ζιμπάμπουε να προσπαθεί να τροφοδοτηθεί με υγρά καύσιμα, να τροφοδοτηθούν δηλαδή οι βιομηχανίες που υπήρχαν, να τροφοδοτηθεί η οικονομία. Γι αυτό ήταν καθοριστικός ο ρόλος των Ελλήνων και αυτό είναι κάτι που το αναγνωρίζουν μέχρι σήμερα οι άνθρωποι που είναι κάποιας ηλικίας και βίωσαν τα γεγονότα αυτά. Και φυσικά η πολιτική ηγεσία”, τόνισε ο κ. Χαλδαίος.
Οι Έλληνες δημιούργησαν επίσης τους πρώτους αλευρόμυλους στη Ζάμπια, στα μέσα της δεκαετίας του ‘60. Οι πρώτοι που δημιουργήθηκαν ήταν ο «Ολύμπικ» του Σαμαρά και η «Αντιλόπη» του Καλδή.
Μία ακόμη σημαντική δραστηριότητα που συνδέεται με τους Ελληνες είναι οι φούρνοι. Ακόμη και σήμερα, στα βόρεια, στην περιοχή του Κόπερμπελτ και σε κάθε μικρή και μεγάλη πόλη, υπάρχει ένας ελληνικός φούρνος.
Μετά τη δεκαετία του ‘60 κατά κύριο λόγο, Έλληνες που ήρθαν από την Τανζανία ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια του καλαμποκιού. Εγκαταστάθηκαν στα βόρεια, κοντά στα σύνορα με το Κόγκο, στην περιοχή του Μουκούσι. Αρχικά, προσπάθησαν να εντάξουν και τα καπνά τα οποία ήταν η δραστηριότητα τους στην Τανζανία, αλλά κυρίως ασχολήθηκαν με το καλαμπόκι.
Τη δεκαετία του ‘90, δημιουργήθηκαν περισσότεροι αλευρόμυλοι, που ήταν μια από τις πρώτες δραστηριότητες των Ελλήνων, στην περιοχή της Λουσάκα και σε άλλες πόλεις στα νότια κυρίως της χώρας, με ιδιοκτήτες τους Κονιδάρη και Μαρκάτο.
Οι Έλληνες στην πολιτική
Σημαντικό ρόλο στην οικονομική και πολιτική ζωή του τόπου διαδραμάτισε ο Κύπριος Ανδρέας Σαρδάνης, ο οποίος εγκαταστάθηκε στη Ζάμπια το 1950 για να εργαστεί στην επιχείρηση του γαμπρού του. Γνωρίστηκε με τον πρώτο πρόεδρο της Ζάμπια, Κένεθ Καούντα, και ήταν από τους βασικούς συμβούλους του μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Διετέλεσε, επίσης, γενικός γραμματέας του υπουργείου Βιομηχανίας.
Ανέλαβε μια σειρά έργων όπως τη σιδηροδρομική ζεύξη μεταξύ Νταρ ελ Σαλάμ και Ζάμπια, η οποία βοήθησε να μεταφέρονται προϊόντα την περίοδο που υπήρχε αποκλεισμός, αλλά κυρίως ήταν ο άνθρωπος που διαπραγματεύτηκε, στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 την αγορά των πολύτιμων ορυχείων χαλκού από τους Βρετανούς. Παρόλο που η Ζάμπια ήταν από το 1964 ανεξάρτητη, τα ορυχεία ανήκαν στους Βρετανούς και ο Σαρδάνης συνέβαλε καθοριστικά στο να καταφέρει η χώρα να αποκτήσει το 51% των ορυχείων. Όταν έφυγε από την κυβέρνηση, έκανε δικές του επιχειρήσεις. Ίδρυσε μια τράπεζα με υποκαταστήματα σε πολλές χώρες της Αφρικής, κυρίως στη Δυτική Αφρική.
Η ανεξαρτησία της Ζάμπιας έγινε πραγματικότητα χωρίς να προηγηθεί απελευθερωτικό κίνημα, αλλά όχι χωρίς δυσκολίες από την πλευρά των Βρετανών κατακτητών. Μεταξύ αυτών που βοήθησαν και ο Πάνος Μπένος, ο οποίος στήριξε οικονομικά το Κένεθ Κάουντα και διετέλεσε δήμαρχος της πόλης Μπεν στα νότια της χώρας, όπου και ζούσε.
Ελληνική Κοινότητα…Πλωμαρίου!
Η ελληνική μειονότητα δεν ήταν πολυπληθής, λόγω των μέτρων που δεν επέτρεπαν τη μετανάστευση των μη Βρετανών ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότεροι προέρχονται από μία συγκεκριμένη περιοχή της Ελλάδας: το Πλωμάρι της Λέσβου. Τη δεκαετία του ‘70 έφτασαν τα 1000 άτομα, που ήταν και ο μέγιστος αριθμός και το 50% με 60% αυτών ήταν από το Πλωμάρι, ενώ οι υπόλοιποι από την Κύπρο. Οι περισσότεροι Έλληνες ήταν συγκεντρωμένοι στα βόρεια, στην περιοχή του Κόπερμπελτ, όπου εκεί ήταν το 90% των Πλωμαριτών, ενώ οι Κύπριοι ήταν κυρίως εγκατεστημένοι στην πρωτεύουσα Λουσάκα.
Υπάρχουν μέχρι και σήμερα δύο κοινότητες. Η κοινότητα της Λουσάκα και του Κόπερμπελτ, οι οποίες δημιουργήθηκαν το 1952 και το 1954 αντίστοιχα. Tα τελευταία χρόνια, γίνεται προσπάθεια να συνεχίσουν τη λειτουργία τους τα σχολεία στις έδρες των δύο κοινοτήτων, χάρις στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Στη Ζάμπια ζούνε σήμερα γύρω στους 400 Έλληνες, αρκετοί από τους οποίους είναι τέταρτης και πέμπτης γενιάς οι οποίοι ασχολούνται με τους αλευρόμυλους, την καλλιέργεια καλαμποκιού, την εκτροφή ζώων και σε μικρότερους αριθμούς με τις μεταφορές.
Το βιβλίο του Αντώνη Χαλδαίου είναι διαθέσιμο μέσω του συγγραφέα και της Ελληνικής Κοινότητας Λουσάκα. Τα έσοδα από τις πωλήσεις θα δοθούν στην ελληνική κοινότητα της Ζάμπια.
Πηγή: ΑΠΕ