Ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους αφέθηκαν, μετά τις απολογίες τους στην 4η ειδική ανακρίτρια, ο 22χρoνος ειδικός φρουρός και ο 37χρονος φερόμενος ως συνεργός του οι οποίοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά πως απείλησαν τον επιχειρηματία που τους κατήγγειλε για να του αποσπάσουν 40.000 ευρώ.

Στους δύο κατηγορούμενους επιβλήθηκε η καταβολή εγγυοδοσίας 3.000 και εμφάνιση στο ΑΤ τρεις φορές τον μήνα.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο 22χρονος ειδικός φρουρός ισχυρίστηκε ότι πήγε για έλεγχο στο σπίτι του επιχειρηματία, διότι είχε την πληροφορία από τον 37χρονο ότι κάνει διακίνηση ναρκωτικών. Σύμφωνα μάλιστα με τον συνήγορο υπεράσπισης του 37χρονου, Αλέξη  Κούγια, μετά την απόφαση ανακρίτριας και εισαγγελέα να αφεθούν ελεύθεροι οι δύο κατηγορούμενοι «λόγω πιθανώς παραπλανήσεως του εισαγγελέα που άσκησε τη δίωξη τώρα κυκλοφορεί ελεύθερος ένας έμπορος ναρκωτικών».

Οι δύο κατηγορούμενοι πάντως απολογούμενοι διαφοροποιήθηκαν στις εξηγήσεις που έδωσαν σχετικά με το χρηματικό ποσό των 40.000 ευρώ που βρέθηκε στα χέρια τους.

Ο νεαρός αστυνομικός, σύμφωνα με πληροφορίες, στο υπόμνημά του ενώπιον της ανακρίτριας περιέγραψε: «Όταν φτάσαμε στο σπίτι του Κ., αυτός ακόμα ήταν εντός της πολυκατοικίας του. Όταν τον είδαμε να εξέρχεται της κύριας εισόδου της πολυκατοικίας, θεώρησα ορθό, και επειδή φάνηκε να αντιλήφθηκε την παρουσία μας στον χώρο, να του δηλώσω την ιδιότητά μου και να με οδηγήσει στον χώρο όπου φύλασσε τις ναρκωτικές ουσίες. Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο Κ. ήταν “υποψιασμένος”, γνώριζε, δηλαδή, ότι οι πληροφορίες για τη δράση του είχαν φτάσει στην αστυνομία, αφού τον είχε ενημερώσει ο γείτονας του για την παρουσία μας στο χώρο, όπως αναφέρει στην κατάθεσή του. Αφού μου ζήτησε τα στοιχεία μου, του έδειξα την υπηρεσιακή μου ταυτότητα και μας οδήγησε στην οικία του. Εκεί μας υπέδειξε τις ναρκωτικές ουσίες και πλήθος εργαλείων που σχετίζονται με την κατανάλωση και διακίνηση ναρκωτικών. Αφού διαπίστωσα πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι πληροφορίες ήταν ορθές, τον ρώτησα αν υπάρχει κάποιο άλλο παράνομο υλικό, όπως επί παραδείγματι κάποιο όπλο. Με ενημέρωσε ότι υπήρχαν χρήματα. Έχοντας στα χέρια μου μια σακούλα με διάφορα αντικείμενά του ενώ ήμουν στην εξώπορτα του διαμερίσματος προκειμένου να καλέσω ενισχύσεις για να έρθουν να συνδράμουν το έργο μας και ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν απόλυτα συνεργάσιμος, μας ενημέρωσε ότι μπορούσαμε να κρατήσουμε τα χρήματα, προκειμένου να μην καταλήξει στη φυλακή. Πανικοβληθήκαμε και κατεβήκαμε στην κύρια είσοδο. Δεν περιμέναμε μια τέτοιου είδους εξέλιξη.

»Ο Κ. άρχισε να φωνάζει ότι είμαστε κλέφτες, ενώ ήμασταν με χρήματα. Ο πανικός μου μεγιστοποιήθηκε, αφού πίστεψα ότι πρόκειται για συνεργούς του, οι οποίοι είχαν έρθει να συναλλαχθούν μαζί του. Αμέσως μόλις λίγα μέτρα παρακάτω, καλύφθηκα και αμέσως πήρα το κινητό μου για να καλέσω ενισχύσεις. Εκείνη τη στιγμή, μια ομάδα ΔΙΑΣ μάς προσέγγισε, τους δήλωσα την ιδιότητά μου, τους δήλωσα ότι “αυτός με τη βερμούδα” είναι εγκληματίας».

Από την πλευρά του, ο 37χρονος φερόμενος ως συνεργός του αστυνομικού υποστήριξε, επίσης, ότι ενημερώθηκε από συγγενή του ότι ο επιχειρηματίας έχει στο σπίτι του ινδική κάνναβη. Στη συνέχεια, το είπε στον φίλο του αστυνομικό με τον οποίο «αποφάσισαν να μεταβούν στην οικία του». Εκεί, όπως περιγράφει ο φερόμενος συνεργός, «ο αστυνομικός έδειξε στον καταγγέλλοντα το αστυνομικό του σήμα, το οποίο απεδείκνυε την ιδιότητά του, και εγώ ισχυρίστηκα ότι δήθεν είμαι αστυνομικός, εισήλθαμε στην οικία του».

Για ό,τι συνέβη εντός της οικίας του επιχειρηματία ο 37χρονος έδωσε διαφορετική εκδοχή από τον ειδικό φρουρό, υποστηρίζοντας ότι: 

«Όταν λοιπόν βρήκαμε τις ναρκωτικές ουσίες, όπως ακριβώς είχα πληροφορηθεί, γνωστοποιήσαμε στον καταγγέλλοντα ότι, λόγω αυτής της έκνομης δραστηριότητάς του, θα έπρεπε να του αποδοθούν κατηγορίες. Τότε εκείνος, προκειμένου να αποφύγει οποιαδήποτε ποινική εμπλοκή, σχετικά με τα ναρκωτικά, τα οποία είχαμε εντοπίσει, μας προσέφερε ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό, το οποίο είχε κρυμμένο στην ηλεκτρική σκούπα. Με την προσφορά σε εμάς αυτού του ποσού, αιφνιδιαστήκαμε και δυστυχώς δεν καταφέραμε να απορρίψουμε την προσφορά του, η οποία ήταν αρκετά δελεαστική και για τους δύο. Αποδεχθήκαμε τα χρήματα και αποχωρήσαμε από την οικία του. Κατά την αποχώρησή μας, ο καταγγέλλων βγήκε στο μπαλκόνι και άρχισε να φωνάζει ότι τον κλέψαμε. Εμείς, καθώς είχαμε λάβει τα χρήματα, τα οποία μας έδωσε, και ακούγοντας εκείνον να φωνάζει δυνατά, αρχίσαμε να τρέχουμε και ο συγκατηγορούμενός μου τότε απέρριψε τη σακούλα, την οποία είχε πάρει μαζί του και η οποία ανευρέθη στην οδό Αργοναυτών 21. Στη συνέχεια αστυνομικοί, οι οποίοι είχαν κληθεί, μας συνέλαβαν».

Δείτε τι δήλωσαν στο zougla.gr οι συνήγοροι των κατηγορουμένων κ.κ. Κούγιας και Σιδέρης: