Συμμορία που διέπραττε, σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, συστηματικά κλοπές, απάτες και ληστείες σε βάρος ηλικιωμένων, σε διάφορες περιοχές της Αττικής, εξαρθρώθηκε, από το Τμήμα Προστασίας Περιουσιακών Δικαιωμάτων, της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής. Ειδικότερα, συνελήφθησαν, στην περιοχή των Αχαρνών, δύο άνδρες, ηλικίας 37 και 38 ετών, ενώ ταυτοποιήθηκαν και αναζητούνται τρεις γυναίκες, που κατηγορούνται, επίσης, ως μέλη της συμμορίας. Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία για εγκληματική οργάνωση, διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπών, ληστείες και απάτες κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα, καθώς και για παράβαση της νομοθεσίας περί προστασίας ατόμων από επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.

Σημειώνεται, ότι από την έως τώρα προανακριτική έρευνα έχουν εξιχνιαστεί 34 περιπτώσεις κλοπών – απατών και 3 ληστείες. Σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, η δράση της εγκληματικής οργάνωσης ξεκίνησε πριν από ένα χρόνο. Οι κατηγορούμενοι τις πρωινές ώρες περιφέρονταν, κινούμενοι με αυτοκίνητα, προς αναζήτηση υποψήφιων θυμάτων κοντά σε τράπεζες, εμπορικά καταστήματα και γενικότερα χώρους στους οποίους συχνάζουν ηλικιωμένοι.

Στη συνέχεια, αφού επιτηρούσαν διακριτικά τα υποψήφια θύματά τους και όταν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές, τα πλησίαζαν προφασιζόμενοι τους υπαλλήλους καταστημάτων ηλεκτρονικών ειδών, ιατρικών κέντρων και παρεμφερών επιχειρήσεων, στους οποίους συγγενικά τους πρόσωπα, τους όφειλαν δήθεν χρηματικά ποσά από εμπορικές – οικονομικές δοσοληψίες. Προκειμένου, μάλιστα, να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ηλικιωμένων, πραγματοποιούσαν δήθεν τηλεφωνική συνομιλία με τον υποτιθέμενο συγγενή – οφειλέτη, στον οποίο ανέφεραν την τυχαία συνάντησή τους. Σε κάποιες περιπτώσεις γνώριζαν και προσωπικές πληροφορίες για τα θύματά τους, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους.

Οι ηλικιωμένοι δεδομένου ότι τα «οφειλόμενα» ποσά ήταν μικρής αξίας, συναινούσαν στην εξόφληση του υποτιθέμενου χρέους του συγγενικού τους προσώπου. Ο τρόπος που υποτίθεται θα εξοφλούνταν το χρέος ήταν μέσω τραπεζικής κάρτας σε ασύρματο POS που έφεραν μαζί τους οι κατηγορούμενοι.

Με αυτόν τον τρόπο οι ηλικιωμένοι πείθονταν να επιβιβαστούν στα αυτοκίνητα της συμμορίας και κατά τη διάρκεια της διαδρομής, στο πλαίσιο του κλίματος εμπιστοσύνης που είχαν οικοδομήσει, τους παρέδιδαν τις τραπεζικές τους κάρτες, τις οποίες οι δράστες τοποθετούσαν στη συσκευή που προσομοίαζε με POS, ζητώντας παράλληλα την πληκτρολόγηση του κωδικού PIN, το οποίο και απομνημόνευαν. Αμέσως μετά, είτε παρακρατούσαν τις τραπεζικές κάρτες, είτε τους επέστρεφαν κάρτες προηγούμενων θυμάτων.

Οι κατηγορούμενοι σε κάποιες περιπτώσεις υποδύονταν και τους λογιστές συγγενικών τους προσώπων και τους ζητούσαν να πληρώσουν τα παράβολα που «απαιτούνται» για την είσπραξη επιστροφής φόρου. Οι ηλικιωμένοι αφού πείθονταν, τους παρέδιδαν τα χρηματικά ποσά, με τους δράστες να μπαίνουν στο σπίτι των θυμάτων τους όταν αυτό ήταν εφικτό. Κατά τη διάρκεια αποβίβασης των ηλικιωμένων, ο συνεργός – οδηγός του αυτοκινήτου που ακολουθούσε το προπορευόμενο όχημα των κατηγορουμένων κόρναρε επίμονα και φώναζε δήθεν αγανακτισμένος για την καθυστέρηση στην πορεία του. Αυτό δημιουργούσε κλίμα σύγχυσης και αποπροσανατολισμού στα θύματα και τα μέλη της συμμορίας διέφευγαν χωρίς να γίνεται άμεσα αντιληπτή η εγκληματική τους πράξη.

Στην περίπτωση που γινόταν αντιληπτή από τα θύματα η απάτη σε βάρος τους, τα μέλη της σπείρας είτε με απειλή, είτε με χρήση σωματικής βίας, αφαιρούσαν επιπλέον πορτοφόλια, κινητά τηλέφωνα και αντικείμενα αξίας. Οσον αφορά τα «επιχειρησιακά» αυτοκίνητά τους τα προμηθεύονταν με βραχυχρόνια μίσθωση από διάφορες εταιρείες ενοικιάσεως αυτοκινήτων, προκειμένου να δυσχεράνουν τον εντοπισμό τους.

Κατά την τελική φάση της εγκληματικής τους δραστηριότητας, πήγαιναν σε ATM, όπου χρησιμοποιώντας τις τραπεζικές κάρτες που είχαν κλέψει και γνωρίζοντας τους κωδικούς ασφαλείας, έκαναν αναλήψεις χρηματικών ποσών από τους λογαριασμούς των παθόντων, ενώ κατά περίπτωση προχωρούσαν και σε αγορές προϊόντων από καταστήματα.

Τα συνολικό όφελος της εγκληματικής ομάδας εκτιμάται, από την ΕΛΑΣ, ότι υπερβαίνει το ποσό των 60.000 ευρώ. Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ενώ συνεχίζεται η αστυνομική έρευνα.