Το κραυγαλέο χάσμα στα επίπεδα απασχόλησης του πληθυσμού των ατόμων με αναπηρία σε σύγκριση με τον πληθυσμό χωρίς περιορισμούς/αναπηρία, τα τεράστια ποσοστά των μη ενεργών ατόμων με αναπηρία, τα ανησυχητικά ποσοστά των ανέργων, και ειδικότερα του πληθυσμού των ατόμων με αναπηρία που δεν έχει ενταχθεί πότε στην εργασία, αποτελούν τα βασικά συμπεράσματα του δεύτερου κατά σειρά δελτίου στατιστικής πληροφόρησης του Παρατηρητηρίου Θεμάτων Αναπηρίας της Ε.Σ.Α.μεΑ., που στόχο έχει μια αρχική αποτύπωση και περιγραφή των βασικών μεγεθών της απασχόλησης του πληθυσμού των ατόμων με αναπηρία στην Ελλάδα. Τα πρωτογενή δεδομένα που αξιοποιήθηκαν προέρχονται από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης της ΕΛΣΤΑΤ, έτους 2016.
Στο Δελτίο παρουσιάζονται βασικοί δείκτες για την απασχόληση των ατόμων με αναπηρία και ειδικότερα παρουσιάζονται, ο δείκτης απασχόλησης, το χάσμα απασχόλησης, ο δείκτης ανεργίας, στοιχεία για τον μη ενεργό πληθυσμό με αναπηρία, καθώς και για τις εύλογες προσαρμογές στην εργασία. Αποτυπώνονται έτσι τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία στον τομέα της εργασίας, ο οποίος εξακολουθεί να αποτελεί πεδίο απροσπέλαστο, πεδίο σημαντικών φραγμών και διακρίσεων, οι οποίες παρεμποδίζουν την άσκηση του θεμελιώδους δικαιώματος στη εργασία σε ίση βάση με τους άλλους.
Σημαντικά στοιχεία:
Σύμφωνα με το Δείκτη GALI τα άτομα με σοβαρούς ή μέτριους περιορισμούς δραστηριότητας/αναπηρία στην Ελλάδα αποτελούν το 24,7% του πληθυσμού, εκ των οποίων 1.014.177 άτομα, αντιμετωπίζουν σοβαρή αναπηρία/ περιορισμό δραστηριότητας (11,2% του πληθυσμού), ενώ πλήθος 1.217.020 ατόμων (13,5%), εκτιμάται ότι έχουν περιορίσει σε μέτριο βαθμό τη δραστηριότητα τους λόγω μακροχρόνιου προβλήματος υγείας.
Στις παραγωγικές ηλικίες 20-64 ετών, 889.389 άτομα, το 14% του πληθυσμού, εκτιμάται ότι αντιμετωπίζουν κάποιου βαθμού αναπηρία, εκ των οποίων οι 359.244 έχουν σοβαρής μορφής περιορισμό.
Ο δείκτης απασχόλησης των ατόμων με σοβαρή αναπηρία στις ηλικίες 20-64 ετών, υπολογίστηκε να είναι στο εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο του 24,2%, υπολειπόμενος δηλαδή κατά 33,4 μονάδες σε σχέση με την τιμή που λαμβάνει στον πληθυσμό χωρίς αναπηρία (57,6%), ενώ σε σύγκριση με τον εθνικό στόχο της Στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για την απασχόληση υστερεί κατά 46 μονάδες.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, αφαιρώντας από το σύνολο των ατόμων με σοβαρούς περιορισμούς ηλικίας 20-64 ετών όσους δηλώνουν «Ακατάλληλοι για εργασία λόγω αναπηρίας», το ποσοστό απασχόλησης της κατηγορίας φτάνει μόλις στο 31,8%.
Από την ανάλυση των δεδομένων, εξάγεται το ανησυχητικό συμπέρασμα ότι το χάσμα της απασχόλησης, ο δείκτης που αποτυπώνει τη διαφορά του ποσοστού των απασχολούμενων ατόμων με σοβαρή αναπηρία και του ποσοστού απασχόλησης του πληθυσμού χωρίς αναπηρία, είναι εξαιρετικά υψηλό στις κατεξοχήν παραγωγικές ηλικίες από 25 έως 54 ετών σημειώνοντας τη μέγιστη τιμή του στην ηλικία 35-39 ετών (43,8).
Η ανάλυση των στοιχείων ανά φύλο ανέδειξε ότι, σε σύγκριση με τις γυναίκες χωρίς αναπηρία, οι γυναίκες με σοβαρή αναπηρία βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση, υπολειπόμενες στο δείκτη της απασχόλησης κατά 25,3 ποσοστιαίες μονάδες (22,2% και 47,5%).
Ωστόσο, στον πληθυσμό με βαριά αναπηρία η επίδραση της αναπηρίας ως παράγοντας εργασιακού αποκλεισμού είναι πολύ ισχυρότερη από τη διάκριση του φύλου με αποτέλεσμα και τα δύο φύλα στην περίπτωση των ατόμων με αναπηρία να βρίσκονται σε παρόμοια και εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα απασχόλησης.
Ο δείκτης ανεργίας, ανέρχεται σε πολύ υψηλό επίπεδο στο πληθυσμό των ατόμων με σοβαρή αναπηρία αγγίζοντας το 39%.
Στη κατηγορία των ατόμων με μέτριο περιορισμό/ αναπηρία, άνεργοι είναι το 29,3%, ενώ στον πληθυσμό των ατόμων χωρίς αναπηρία, η ανεργία εκτιμάται στο 24,6%.
Εξαιρετικά υψηλά είναι τα ποσοστά ανεργίας στον πληθυσμό των ατόμων με σοβαρή αναπηρία, και ιδιαίτερα στις ηλικίες από 25 έως και 39 ετών όπου ο δείκτης υπερβαίνει σε όλες τις ηλικιακές ομάδες το 40%.
Ο δείκτης ανεργίας λαμβάνει τη μέγιστη τιμή στους νέους 25-29 ετών με σοβαρή αναπηρία, όπου υπολογίστηκε να είναι 58,2% (έναντι του 40,9% των ατόμων χωρίς αναπηρία).
Το 60,4% (216.984 άτομα) του πληθυσμού με σοβαρή αναπηρία και το 39,2% των ατόμων με μέτριο περιορισμό δραστηριότητας (207.644 άτομα) εκτιμάται ότι δεν μετέχουν στο εργατικό δυναμικό της χώρας, ενώ στον πληθυσμό των ατόμων χωρίς αναπηρία οι μη ενεργοί οικονομικά ανέρχονται στο 23,7% (1.293.406 άτομα).
Η ανάλυση του μη ενεργού πληθυσμού ανά ηλικία δείχνει ότι σε όλες τις ομάδες ηλικιών με σοβαρή αναπηρία εμφανίζονται ποσοστά μη ενεργών ατόμων άνω του 40%.
Στον πληθυσμό των ατόμων με σοβαρή αναπηρία, το 83,7% των νέων 20-24 ετών, το 72% των νέων 25-29 ετών, καθώς και το 55,5% των ατόμων ηλικίας 30-34 δεν έχουν μέχρι στιγμής καμία εργασιακή εμπειρία. Τα ιδιαιτέρως ανησυχητικά αυτά ευρήματα συνθέτουν την εικόνα ενός νέου σε ηλικία πληθυσμού πλήρως αποκλεισμένου από τη δυνατότητα αξιοπρεπούς εργασίας και διαβίωσης.
Τα άτομα με αναπηρία που έχουν κατορθώσει παρά τα εμπόδια και τις διακρίσεις να ενταχθούν στον κόσμο της εργασίας, αντιμετωπίζουν εχθρικά προς την αναπηρία τους εργασιακά περιβάλλοντα και συνθήκες εργασίας, καθώς στη συντριπτική πλειονότητα τους (84%), αναφέρουν ότι δεν τους έχουν παρασχεθεί οι αναγκαίες για την αναπηρία τους προσαρμογές.
Συμπερασματικά
Όλα αυτά τα στοιχεία επιβεβαιώνουν πλήρως την πάγια θέση της Ε.Σ.Α.μεΑ. για την άμεση αναγκαιότητα εκπόνησης και εφαρμογής από την ελληνική Πολιτεία μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής για την απασχόληση και την εργασία των ατόμων με αναπηρία και ειδικότερα των νέων.
Η λήψη θετικών μέτρων ενίσχυσης της απασχόλησης των ατόμων με αναπηρία επιβάλλεται, όπως και η προώθηση της προσβασιμότητας στην εργασία, καθώς και η εφαρμογή εναλλακτικών μορφών εργασίας (π.χ. υποστηριζόμενη απασχόληση) που θα επιτρέψουν στα άτομα με σοβαρές αναπηρίες, τα οποία χρήζουν πρόσθετης υποστήριξης, ώστε να ασκήσουν το θεμελιώδες δικαίωμα στην εργασία.
Η εθνική στρατηγική για την απασχόληση των ατόμων με αναπηρία σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να συνδεθεί με μια νέα επιδοματική πολιτική που να μην στερεί τα αναπηρικά επιδόματα από τους εργαζόμενους με αναπηρία, καθώς αυτά αποσκοπούν στην κάλυψη του πρόσθετου κόστους διαβίωσης που η αναπηρία δημιουργεί, ενώ η αμοιβή της εργασίας, που αποτελεί βασική προϋπόθεση για αξιοπρεπή και ανεξάρτητη διαβίωση, αφορά στην κάλυψη των κοινών βιοποριστικών αναγκών.
Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι, δίχως τη δημιουργία προσβάσιμων περιβαλλόντων όχι μόνο στην εργασία αλλά σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, ήτοι της εκπαίδευσης, της υγείας και της διαβίωσης, αλλά και χωρίς την παροχή ολοκληρωμένων και ποιοτικών υπηρεσιών υποστήριξης και αποκατάστασης, δεν μπορεί να προωθηθεί πραγματικά η ένταξη των ατόμων με αναπηρία στην αγορά εργασίας.