Τρεις ανώτεροι εφοριακοί υπάλληλοι, συνελήφθησαν από τη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων, κατηγορούμενοι για χρηματισμό.
Πρόκειται για τον υποδιευθυντή της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών, μία ελεγκτή και έναν επόπτη, οι οποίοι απέσπασαν από τον ιδιοκτήτη καταστήματος με ηλεκτρονικά συστήματα στο Αιγάλεω, χρηματικό ποσό για να του μειώσουν το πρόστιμο των 2,5 εκατομμυρίων ευρώ, που του είχε επιβληθεί από την υπηρεσία.
Ο επιχειρηματίας έκλεισε ραντεβού με τον υποδιευθυντή, προκειμένου να του παραδώσει το ποσό των 100.000 ευρώ, που του είχε ζητηθεί, έχοντας όμως πρώτα ενημερώσει την Αστυνομία.
Σε έφοδο των αστυνομικών στο γραφείο του εφοριακού στην Καλλιθέα, εντοπίστηκαν τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα και συνελήφθη.
Στην κατοχή του βρέθηκαν και κατασχέθηκαν επίσης έξι βιβλιάρια καταθέσεων διαφόρων τραπεζών συνολικού ποσού 50.000 ευρώ, επιταγές αξίας 75.000 ευρώ και αποδεικτικό προθεσμιακής κατάθεσης 21.000 ευρώ.
Κατά την προανάκριση διαπιστώθηκε και η συμμετοχή των άλλων δύο στην υπόθεση.
Η γυναίκα είχε πάνω της δύο βιβλιάρια καταθέσεων, συνολικού ποσού 29.300 ευρώ και αποδεικτικά μετοχών αξίας 38.000 ευρώ περίπου και ο τρίτος υπάλληλος είχε στην κατοχή του 2.220 ευρώ.
Η προέλευση των χρημάτων ερευνάται, ενώ εξετάζεται αν εμπλέκονται και άλλοι υπάλληλοι στην υπόθεση.
Οι τρεις συλληφθέντες έκαναν λόγο για στημένη καταγγελία σε βάρος τους. Εναντίον τους ασκήθηκε ποινική δίωξη για παθητική δωροδοκία σε βαθμό κακουργήματος και παραπέμφθηκαν να απολογηθούν σε τακτικό ανακριτή.
Ο υποδιευθυντής υποστηρίζει μέσω του δικηγόρου του ότι είναι παντελώς αθώος και πως το στάδιο που βρισκόταν η υπόθεση του επιχειρηματία απέκλειε κάθε δυνατότητα παρεμβάσεως. Σκοπός της καταγγελίας του, όπως υποστηρίζει, ήταν να πετύχει ευνοϊκή ρύθμιση και πως ουδέποτε άγγιξε την τσάντα με τα χρήματα, την οποία φέρεται να είχε αφήσει σε έπιπλο και όχι πάνω σε γραφείο.
Ο ίδιος δηλώνει ότι 33 χρόνια στην εφορία όχι μόνο δεν είχε καμία εμπλοκή σε τέτοιες ενέργειες αλλά φρόντιζε πάντα να διασφαλίζει το συμφέρον των φορολογουμένων. Προανακριτικά, υποστηρίζει ότι τήρησε επακριβώς τη διαδικασία συμβιβασμού που προβλέπει ο νόμος, η οποία από τη φύση της δεν αφήνει κανένα περιθώριο ευνοϊκής μεταχείρισης, ακόμα κι αν ήθελε να την προσφέρει. Επίσης, αναφέρει ότι «ουδέποτε αντιλήφθηκε την τσάντα με τα χαρτονομίσματα» και για αυτό το λόγο ζήτησε να διενεργηθεί δακτυλοσκοπικός έλεγχος