Μια εντυπωσιακή σε επιδόσεις χρονιά, κλείνει για το Ιατρικό Αθηνών εφέτος. Στη διάρκειά της και παρά τις πολλαπλές προκλήσεις της πανδημίας, οι οικονομικές επιδόσεις προδιαγράφονται εντυπωσιακές ενώ ακόμα σημαντικότερες φαίνεται να είναι οι κινήσεις στρατηγικών συνεργασιών που έχουν συμφωνηθεί. Το Ιατρικό ετοίμασε συστηματικά εφέτος τις επόμενες κινήσεις…
Ο Όμιλος Ιατρικού Αθηνών και ο Όμιλος Βιοϊατρικής, δύο ελληνικοί όμιλοι, πρωταγωνιστές των κλάδων τους, προχωρήσαν στην υπογραφή μνημονίου στρατηγικής συνεργασίας με στόχο την παροχή καινοτόμων, ολοκληρωμένων, ποιοτικών και οικονομικά προσιτών υπηρεσιών υγείας, σε όλο το φάσμα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας περίθαλψης.
Οι βασικοί άξονες της στρατηγικής συνεργασίας αφορούν ευρύτατη συνεργασία όπως:
– Δημιουργία δικτύου πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας περίθαλψης απευθυνόμενο σε μεγάλους πληθυσμούς.
– Σύμπραξη με σκοπό την από κοινού συνέργεια προς ασφαλιστικές εταιρείες για δημιουργία νέων προγραμμάτων ασφάλισης υγείας που θα συνδυάζουν ευρύτερο δίκτυο και πιο ελκυστικά προϊόντα για τον καταναλωτή.
– Ανάπτυξη και δημιουργία νέων καινοτόμων προϊόντων όπως η τηλεϊατρική, με την χρήση προηγμένων τεχνολογιών πχ. Metaverse.
– Συνεργασία στη δημιουργία ενιαίας κοινής ηλεκτρονικής πλατφόρμας των δύο Ομίλων για την καταχώριση ψηφιακού φακέλου του ασθενούς.
– Συνεργασία σε θέματα εκπαίδευσης του ιατρικού, παραϊατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, διοργάνωση εκπαιδευτικών σεμιναρίων, εκδηλώσεων και διεθνών ιατρικών συνεδρίων.
Μερικές εβδομάδες πριν το τέλος του έτους ανακοινώθηκε η μεταβίβαση της μαιευτικής κλινικής ΓΑΙΑ στο ΙΑΣΩ, κίνηση που ενισχύει την παροχή υπηρεσιών και την κερδοφορία.
Ουσιαστικά ενισχύεται η δυνατότητα του Ιατρικού Αθηνών να διαθέτει περισσότερες κλίνες γενικής κλινικής και χειρουργικές αίθουσες. Η ισχυρή ζήτηση για τις υπηρεσίες του γνωστού νοσηλευτικού οργανισμού, αντιμετωπίζεται στη φάση αυτή με την μεταβίβαση της δραστηριότητας που αφορά το μαιευτήριο ΓΑΙΑ στο ΙΑΣΩ. Έτσι, απελευθερώνονται άμεσα για αξιοποίηση από τη γενική κλινική του Ιατρικού Αθηνών στο Μαρούσι και προσφέρονται προς χρήση 100 επιπλέον νοσηλευτικές κλίνες γενικής κλινικής καθώς και 4 επιπλέον χειρουργικές αίθουσες υψηλών προδιαγραφών.
Σημειώνεται ότι η αυξημένη ζήτηση για υπηρεσίες υγείας έχει καταγραφεί και στα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρείας καθώς στο 9μηνο του 2021, ο Όμιλος του Ιατρικού Αθηνών εμφανίζει αύξηση εσόδων κατά 21,3% και της λειτουργικής κερδοφορίας (EBITDA) κατά 96%.
Η μεταβίβαση του ΓΑΙΑ, εντάσσεται σύμφωνα με πληροφορίες, σε ευρύτερο πλάνο επενδυτικών σχεδίων που έχει καταρτίσει η διοίκηση του Ιατρικού Αθηνών και αναμένεται να ξεδιπλωθούν το επόμενο διάστημα.
Άλλωστε οι εκτιμήσεις ιατρικών κύκλων είναι ότι η ζήτηση για «υπηρεσίες Ιατρικού» θα συνεχιστεί και γι’ αυτό η διοίκηση της εταιρείας σχεδιάζει επιπλέον επενδύσεις που θα στοχεύουν στην μακροχρόνια κάλυψη της ζήτησης. Οι νέες επενδύσεις αφορούν τόσο τον κτιριακό εξοπλισμό όσο και την διαρκή τεχνολογική αναβάθμιση.
Στη Θεσσαλονίκη, εντός της έκτασης των 100 περίπου στρεμμάτων που έχει ανεγερθεί και το Διαβαλκανικό ανεγείρεται νέο κτίριο προϋπολογισμού 10 εκατ. ευρώ, που θα ενισχύσει τις υπηρεσίες που προσφέρονται ήδη από την θυγατρική του Ιατρικού που είναι το μεγαλύτερο και πλέον σύγχρονο ιδιωτικό νοσοκομείο στην Βόρεια Ελλάδα.
Στην περιοχή της πρωτεύουσας θεωρείται βέβαιο, ότι το Ιατρικό θα συμμετέχει στον διαγωνισμό για την πώληση του Ερρίκος Ντυνάν, όποτε η Τράπεζα Πειραιώς που το ελέγχει, αποφασίσει να ανοίξει την διαδικασία. Φαίνεται ότι η διοίκηση του Ιατρικού Αθηνών αξιοποίησε την περίοδο της πανδημίας για να προετοιμάσει την επόμενη φάση, που προβλέπεται επεκτατική και αναπτυξιακή. Το ολοκληρωμένο επενδυτικό πρόγραμμα της επόμενης περιόδου καλύπτει όλες τις αναπτυξιακές προϋποθέσεις από τις νέες κτιριακές εγκαταστάσεις και την μετάβαση στις νέες τεχνολογίες έως την στρατηγική συνεργασία με ισχυρούς παίκτες της αγοράς και νέες εξαγορές.
Ωστόσο στη φάση αυτή, η συμφωνία με το ΙΑΣΩ για την μεταβίβαση του μαιευτηρίου φαίνεται να εξυπηρετεί την στρατηγική και των δύο επιχειρήσεων καθώς το ΙΑΣΩ ενισχύει την κύρια δραστηριότητά του που είναι η μαιευτική αλλά και το Ιατρικό αυξάνει την δυναμικότητα στη γενική ιατρική. Πάντως δεν αποκλείεται , στο μέλλον η συνεργασία των δύο νοσηλευτικών οργανισμών να επεκταθεί και σε άλλους τομείς.
Η συμφωνία για την μεταβίβαση του ΓΑΙΑ όπως αναφέρει το Ιατρικό Αθηνών στην ανακοίνωση του, προβλέπει συνολικό τίμημα κατά ανώτατο όριο 13 εκ ευρώ ενώ η ολοκλήρωση της συναλλαγής γίνεται σε δύο στάδια:
Το πρώτο αφορά την άμεση καταβολή τιμήματος ποσού ύψους 7,8 εκ ευρώ.
Το δεύτερο αφορά την καταβολή του επιπλέον τιμήματος σε χρονικό ορίζοντα 3ετιας. Το επιπρόσθετο τίμημα θα καθοριστεί με βάση την μελλοντική πορεία της δραστηριότητας
Η επιτυχημένη πορεία των τελευταίων ετών τόσο σε λειτουργικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο εκτιμάται ότι θα διευκολύνει την υλοποίηση των επεκτατικών σχεδίων προκειμένου το Ιατρικό να διατηρήσει τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η διαπίστωση ότι είναι η μεγαλύτερη ελληνική επιχειρηματική παρουσία στον κρίσιμο χώρο της υγείας.
Στο Ιατρικό Αθηνών, πιστεύουν ότι για να παραμείνει κάποιος στον τομέα του σε πρωταγωνιστικό ρόλο, δίνει εξετάσεις και κρίνεται καθημερινά. Ενώ, παράλληλα, η επιτυχία των ενεργειών του σήμερα δίνει το στίγμα για την επόμενη ημέρα. Κανείς δεν έχει κλείσει μόνιμη θέση στο επιχειρηματικό στερέωμα αν δεν την επιβεβαιώνει κάθε φορά στην διαφορετική συγκυρία.
Όπως είναι γνωστό τα τελευταία χρόνια υπάρχει σημαντική παρουσία ξένων επενδυτικών κεφαλαίων στην αγορά υγείας. Η είσοδος ξένων επενδυτικών οργανισμών, επιβεβαιώνει το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η ελληνική αγορά και είναι προφανώς ευπρόσδεκτη αλλά κρύβει και κινδύνους. Συγκεκριμένη κατηγορία διεθνών επενδυτικών εταιρειών κινούνται με κεφάλαια που έχουν δανειστεί για περιορισμένο χρονικό διάστημα στα πλαίσια του οποίου υποχρεώνονται σε «γρήγορη έξοδο», μετακινούμενα σε άλλες αγορές. Αντίθετα εταιρείες που ελέγχονται από ελληνική οικογένεια που δραστηριοποιείται χρόνια στην αγορά αυτή, έχουν μεγαλύτερα εχέγγυα σταθερότητας και ανάπτυξης.
Είναι κρίσιμο να υπάρχουν παραδοσιακές ελληνικές εταιρείες, και μάλιστα σημαντικές ως προς το μέγεθος και την επιρροή τους στους διάφορους κλάδους που δραστηριοποιούνται, γιατί ο αφελληνισμός του ελληνικού επιχειρείν έχει παρενέργειες. Οι ελληνικοί όμιλοι-ηγέτες που έχουν τα εχέγγυα θα πρέπει να προχωρούν, να ισχυροποιούνται και να αποτελούν το σταθερό σημείο αναφοράς της οικονομίας. Επίσης υπάρχουν πολυεθνικές εταιρείες που έρχονται για να μείνουν, και αυτό είναι και σεβαστό και επιθυμητό, σε αντιδιαστολή με τα private equity funds που έρχονται και παρέρχονται. Πρέπει να διακρίνουμε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά μιας επένδυσης, τους πρωταγωνιστές που δεν αρκούνται στο «μπες-βγες», στο financial engineering, ή την αγορά distressed assets και «κόκκινων δανείων» σε discount. Είναι άλλο πράγμα το «μπήκα-βγήκα» σε μια αγορά, αγόρασα φτηνά και πούλησα ακριβά, και άλλο πράγμα η δημιουργία υπεραξίας για την ίδια τη χώρα, μέσω στρατηγικών επενδύσεων. Μια επένδυση για να θεωρηθεί ποιοτική πρέπει να είναι στρατηγικού χαρακτήρα και να δημιουργεί θέσεις εργασίας, υποδομές, να παράγει πλούτο, φορολογητέα ύλη και να ενισχύει την έρευνα και ανάπτυξη. Αυτούς τους επενδυτές ποιότητας χρειάζεται η χώρα, η οικονομία και η κοινωνία.