«Πράξεις δικαστικής ακρότητας και αυθαιρεσίας συνιστούν τα εντάλματα που εξέδωσε ο ανακριτής που ερευνά την υπόθεση της ”μαφίας των φυλακών” σε βάρος των δικηγόρων Αλέξανδρου Λυκουρέζου και Θεόδωρου Παναγόπουλου» αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο δικηγόρος Μιχάλης Δημητρακόπουλος και προσθέτει πως «ο ανακριτής έχει την δικονομική δυνατότητα να αποστερήσει το πολυτιμότερο αγαθό, την ελευθερία του ανθρώπου, υπό αυστηρές -όμως- προϋποθέσεις, οι οποίες ρητά διατυπώνονται στο Σύνταγμα και στην Ποινική Δικονομία».
Αναλυτικά η ανακοίνωση του Μ. Δημητρακόπουλου:
Την ουσία της γνωστής υπόθεσης θα την κρίνουν τα Δικαστικά Συμβούλια, το βέβαιο όμως είναι ότι, από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους, δεν υπήρξε Ανακριτής, ο οποίος εξέδωσε 3 εντάλματα συλλήψεως και ένα ένταλμα προσωρινής κρατήσεως κατά δικηγόρων με άμεμπτο πρότερο βίο, οι οποίοι καθημερινά διακονούν το λειτούργημα του Υπερασπιστή στα ακροατήρια, τα οποία απέχουν από το γραφείο του Ανακριτή 50 σκαλοπάτια . . . . .ανηφόρα.
Ο Ανακριτής έχει την δικονομική δυνατότητα να αποστερήσει το πολυτιμότερο αγαθό, την ελευθερία του ανθρώπου, υπό αυστηρές -όμως- προϋποθέσεις, οι οποίες ρητά διατυπώνονται στο Σύνταγμα και στην Ποινική Δικονομία. Στην περίπτωση των συναδέλφων Αλέξανδρου Λυκουρέζου, Γιώργου Αντωνόπουλου και Θεόδωρου Παναγόπουλου δεν τηρήθηκαν οι εγγυητικοί δικονομικοί όροι έκδοσης νομότυπα ενταλμάτων συλλήψεως και προσωρινής κρατήσεως.
Η δικαστηριακή πρακτική, από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους, διδάσκει ότι με εντάλματα συλλήψεως καλούνται να απολογηθούν ενώπιον του Ανακριτή οι κατηγορούμενοι, όταν αυτοί είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνοι κακοποιοί, οι οποίοι όχι μόνο είναι ύποπτοι φυγής αλλά είναι και σφόδρα πιθανόν να διαπράξουν ειδεχθή εγκλήματα, όπως δολοφονίες, ληστείες κ.ο.κ.
Αυτή η αδιατάρακτη δικαστική παράδοση παραβιάσθηκε εκκωφαντικά, ΤΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ ΣΥΛΛΗΨΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΥ, ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΚΡΑΤΗΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ ΠΡΑΞΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΚΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑΣ.
Οι δικηγόροι δεν αξιώνουμε ιδιαίτερη δικονομική μεταχείριση, όταν κατηγορούμεθα, απαιτούμε όμως την εφαρμογή του νόμου και για εμάς, γιατί η δικονομική συμπεριφορά του συγκεκριμένου Ανακριτή ερμηνεύεται -απλά- ως εχθρική και εμπαθής σε βάρος του δικηγορικού κόσμου.
Επιτέλους οι Δικαστικές και Εισαγγελικές Ενώσεις επιβάλλεται -άμεσα- να διακηρύξουν ότι η τεράστια εξουσία, που τους έχει εμπιστευθεί ο Ελληνικός Λαός, δέον να ασκείται με σωφροσύνη, σύνεση, αμεροληψία και μέτρο.