Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης, με αφορμή την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου, ανέφερε τα εξής:
«Με το πολυνομοσχέδιο επιχειρείται μία ακόμα συντηρητική και υπό πολλές προϋποθέσεις τακτοποίηση των εκκρεμών λογαριασμών στις συνεχώς αυξανόμενες ληξιπρόθεσμες οφειλές των φυσικών και νομικών προσώπων προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία, όμως με αβέβαιο αποτέλεσμα. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νέου Νόμου: “Επείγοντα μέτρα εφαρμογής” προβλέπεται η έως και 48 ισόποσες μηνιαίες δόσεις ρύθμιση των βεβαιωμένων προς τις ΔΟΥ και τελωνεία του κράτους ληξιπρόθεσμων οφειλών, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Η παραπάνω τροποποίηση αποτελούσε πάγια θέση της ΕΣΕΕ, καθώς δύναται να ανακουφίσει την πολύπαθη ελληνική αγορά και να προσδώσει λίγη αισιοδοξία στις υπάρχουσες δυσοίωνες προοπτικές για την πορεία της οικονομίας μας.
Παρ’ όλα αυτά, δεν δίνεται η δυνατότητα ένταξης στο νέο ευνοϊκότερο καθεστώς σε εκείνους τους οφειλέτες οι οποίοι έχουν χρέη που δημιουργήθηκαν εντός του 2013 και σε όσους έχουν ενταχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης των συνολικών τους υποχρεώσεων μέχρι και τις 31.12.2012. Η παραπάνω παράλειψη αδικεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τους 1,5 εκατ. ευσυνείδητους υπόχρεους, οι οποίοι, θέλοντας να είναι συνεπείς απέναντι στο ελληνικό κράτος, έσπευσαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους να ενταχθούν στο τότε υπάρχον ρυθμιστικό πλαίσιο.
Για λόγους ισονομίας και αξιοκρατίας, θα πρέπει στο άμεσο μέλλον να επανεξεταστεί η συγκεκριμένη διάταξη-ρύθμιση, προκειμένου να επιβραβεύσουν εκείνους τους υπόχρεους που όχι μόνο δεν αδιαφόρησαν για τις επιζήμιες συνέπειες των οφειλών τους απέναντι στο Δημόσιο και στο κοινωνικό σύνολο, αλλά τουναντίον επέδειξαν μεγάλο αίσθημα ευθύνης, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν.
Αναφορικά με τις ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές εισφορές, εισάγεται μία νέα ρύθμιση “αδυναμίας”, δηλαδή για αυτούς που οφείλουν πάνω από 5.000 ευρώ που θα πρέπει, άγνωστο πώς, να αποδεικνύουν ταυτόχρονα ότι μπορούν να ανταποκριθούν, αλλά έχουν δυσκολίες να πληρώσουν. Επιπλέον, μας προβληματίζει η διάταξη της τελευταίας στιγμής για οφειλές προς τα ταμεία, αφού προβλέπει σε περίπτωση επαρκών καταθέσεων η οφειλή να γίνεται άμεσα απαιτητή, ακόμη και σε κατάσχεση των καταθέσεων. Η ρύθμιση κατά τα άλλα θα γίνεται και πάλι σε 48 δόσεις, όμως με επιτόκιο 8,75%, ενώ θα χορηγείται ασφαλιστική ενημερότητα ενός μηνός και θα αναστέλλονται οι ποινικές διώξεις και τα εισπρακτικά μέτρα.
Φυσικά, θα πρέπει να τονιστεί πως ό,τι προβλέπεται αναφορικά με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές απέναντι στο Δημόσιο, ακριβώς το ίδιο θα ισχύει και για τους οφειλέτες των ασφαλιστικών ταμείων που θα μπορούν να καθυστερήσουν μέχρι μία δόση.
Μία σοβαρή παράμετρος που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να διαφύγει την προσοχή μας είναι η τραγική οικονομική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι ασφαλιστικοί φορείς αλλά και οι ασφαλισμένοι σε αυτά. Επομένως, μία επιπλέον οικονομική αιμορραγία των ταμείων, λόγω μη δυνατότητας ενσωμάτωσης σε ένα ευνοϊκότερο καθεστώς των ήδη ενταγμένων ασφαλισμένων, θα αποτελέσει τροχοπέδη στη νέα προσπάθεια μεγαλύτερης ροής των τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών.
Η μορφή “κεφαλαιοποίησης” και ρύθμισης των οφειλών με τις προσαυξήσεις από τη “Νέα Αρχή” και η καταβολή τους σε μηνιαίες δόσεις με κάποιες μικρές εκπτώσεις απέχει πολύ από την πρόταση της ΕΣΕΕ για “κεφαλαιοποίηση” και “πάγωμα” των παλαιών ληξιπρόθεσμων εισφορών.
Η ΕΣΕΕ και οι μικρομεσαίοι της αγοράς πιστεύουμε ότι ο “οδικός χάρτης” των ρυθμίσεων που φέρνουν οι διατάξεις του πολυνομοσχεδίου που ψηφίστηκε από τη Βουλή χρειάζεται περαιτέρω διορθώσεις και βελτιώσεις».