«Νόμιζαν ότι με σκότωσαν. Αν ήξεραν ότι είμαι ζωντανός, δεν θα με άφηναν».

Με τα λόγια αυτά περιέγραψε τη βίαιη επίθεση που δέχτηκε από ομάδα μαυροφορεμένων, την ώρα που κοιμόταν, ο ένας από τους Αιγύπτιους ψαράδες, οι οποίοι τα ξημερώματα της 12ης Ιουνίου του 2012 στο Πέραμα έγιναν στόχος της Χρυσής Αυγής.

Καθισμένος σε καρέκλα, αφού αδυνατεί πλέον να σταθεί όρθιος ακόμη και πέντε λεπτά, ο Αιγύπτιος ψαράς Εμπάρακ Αμπουζίτ μίλησε για τη βαναυσότητα με την οποία τους επιτέθηκαν εκείνο το βράδυ.

Με τη βοήθεια μεταφράστριας ο μάρτυρας είπε ότι τον χτυπούσαν με ό,τι είχαν στα χέρια τους, ξύλα, σίδερα κ.λπ. Χρειάστηκε να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο 17 ημέρες και ακόμη και σήμερα, λόγω των χτυπημάτων που δέχτηκε, του είναι αδύνατον να δουλεύει για να συντηρεί τα πέντε παιδιά του.

Στην Ελλάδα είχε έρθει πριν από έξι μήνες, ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή, ωστόσο τα σχέδια της Χρυσής Αυγής, που -όπως είπε- «αυτοί χτυπούν τους ξένους», ήταν διαφορετικά γι’ αυτόν.

«Δυο-τρία άτομα με χτυπούσαν με ξύλα κι άλλα άτομα με κλοτσούσαν και ένας με χτύπησε στο πρόσωπο με σίδερο και μου έσπασε τα δόντια και το κεφάλι. Με χτύπησαν και στα πόδια…» ανέφερε.

Ο μάρτυρας, παρότι δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει τα άτομα τα οποία του επιτέθηκαν, εμφανίστηκε βέβαιος πως ήταν μέλη της Χρυσής Αυγής, όπως του είπαν οι φίλοι του που γνώριζαν τη δράση τους και είχαν δεχτεί απειλές.

«Ήταν σαν να ήρθαν να με σφάξουν. Έφυγαν όταν νόμιζαν ότι με σκότωσαν. Αν ήξεραν πως είμαι ζωντανός, δεν θα με άφηναν…» είπε τονίζοντας πως αποχώρησαν από την ταράτσα του σπιτιού όταν κάποιο μέλος της ομάδας φώναξε «πάμε».

«Φοβάμαι ακόμη και να περπατήσω στον δρόμο. Είμαι πεθαμένος, αφού δεν μπορώ να εργαστώ για να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Δεν έχει διαφορά, ακόμη κι αν με σκοτώσουν έξω από το δικαστήριο» δήλωσε ο μάρτυρας αναφερόμενος στη ζωή του σήμερα.

«Ήρθα στην Ελλάδα από την Αίγυπτο πριν από περίπου πέντε χρόνια μαζί με άλλους συμπατριώτες μου. Ήρθα στην Ελλάδα να δουλέψω για να ταΐσω τα παιδιά μου. Έχω μεγάλη οικογένεια και είναι δική μου ευθύνη να τους ταΐζω. Ο πατέρας μου έχει πεθάνει. Μητέρα, αδέλφια και πέντε παιδιά είναι στην Αίγυπτο. Εγώ ήρθα δω για να βρω καλύτερη ζωή και να ταΐσω τα παιδιά μου και μου συνέβη αυτό» είπε.

Ο μάρτυρας κατέθεσε πως, όταν ήρθε στην Ελλάδα, φιλοξενήθηκε στο σπίτι της οικογένειας του Άχμετ, στο οποίο δέχτηκε και την επίθεση.

«Ξημερώματα της 12ης Ιουνίου του 2012 κοιμόμουν στην ταράτσα. Εκεί κοιμόμουν τις τελευταίες 10 ημέρες. Ήμουν σκεπασμένος με μια κουβέρτα. Περίπου στις 03.00 τα ξημερώματα, είχα την κουβέρτα επάνω μου, με χτύπησαν δυο-τρεις φορές… Είχα κοιμηθεί περίπου στις 11.30 το βράδυ και δεν μπορώ να πω ακριβώς την ώρα που δέχτηκα την επίθεση γιατί κοιμόμουν… Έβγαλα την κουβέρτα από το πρόσωπό μου και είδα άτομα που φορούσαν μαύρα ρούχα. Σε μια άκρη είδα τέσσερα άτομα να με χτυπάνε και ακόμη 15-17 άτομα πάνω στην ταράτσα. Δυο-τρία άτομα με χτυπούσαν με ξύλα κι άλλα με κλοτσούσαν και ένας με χτύπησε στο πρόσωπο με σίδερο και μου έσπασαν τα δόντια και το κεφάλι. Με χτύπησαν και στα πόδια…» ανέφερε.

Ο Εμπάρακ Αμπουζίντ κατέθεσε πως ήθελαν να τον σκοτώσουν επειδή είναι Αιγύπτιος.

Μάρτυρας: Ξύπνησα από τα χτυπήματα που δέχτηκα.
Πρόεδρος: Θυμάστε να περιγράψετε τα άτομα που σας επιτέθηκαν;
Μάρτυρας: Όλοι φορούσαν μαύρες μπλούζες. Μόνο ο Άχμετ μπορεί να ξέρει πώς ακριβώς ήταν, γιατί όταν έσπασαν την πόρτα, τους είδε από το παράθυρο. Μετά ο Άχμετ είπε πως ήθελαν να μας σκοτώσουν.
Πρόεδρος: Αν βλέπατε κάποιον μπροστά σας, θα μπορούσατε να τον θυμηθείτε;
Μάρτυρας: Ήταν βράδυ και μόνο ο Άχμετ τούς είδε. Δεν ήμουν σε θέση να τους αναγνωρίσω. Ήμουν πεθαμένος. Ήμουν χτυπημένος σε όλο το σώμα μου. Έκανα πολλά ράμματα. Δεν ήξερα αν ήταν βράδυ ή πρωί… Στο νοσοκομείο κατάλαβα τι έγινε. Άκουσα ότι ένας από αυτούς που μου επιτέθηκαν είπε «πάμε» γιατί νόμιζαν ότι πέθανα. Τότε ήξερα 15 λέξεις όλες και όλες στα ελληνικά. Το «πάμε» το άκουσα… Νόμιζαν ότι πέθανα, γιατί ήμουν σαν πεθαμένος από τα χτυπήματα. Στο νοσοκομείο κοιμόμουν και όταν ξύπνησα, δεν ήξερα πόσες μέρες πέρασαν. Νοσηλεύτηκα περίπου 17 ημέρες. Ήθελα να ζήσω και τίποτα άλλο…

Όπως είπε ο μάρτυρας, όταν βγήκε από το νοσοκομείο, για 33 ημέρες έτρωγε με καλαμάκι, αφού τα δόντια του είχαν σίδερα, γιατί έσπασαν τα κόκαλα…

Μάλιστα, πλησίασε την έδρα και έδειξε στο δικαστήριο την τομή από την εγχείρηση που υποβλήθηκε στην κάτω γνάθο. Λίγο αργότερα, κοιτάζοντας φωτογραφίες που του υπέδειξαν λύγισε και συναισθηματικά φορτισμένος είπε: «Είναι εκεί όπου κοιμόμουν και αυτό είναι το δικό μου αίμα».

«Ήμουν χτυπημένος παντού, σε όλο το κεφάλι. Ακόμη και τώρα υπάρχουν στιγμές που δεν καταλαβαίνω πράγματα, το μυαλό μου φεύγει. Δεν έχω υγεία για να δουλέψω από τότε. Πάω τη μια ημέρα για δουλειά και την επόμενη φεύγω. Στην Αίγυπτο πούλησα ένα οικόπεδο για να ζήσει η οικογένειά μου» είπε συμπληρώνοντας: «Δέχτηκα πολλά χτυπήματα στο κεφάλι και την κοιλιά, 20 – 50. Δεν θυμάμαι, με χτύπησαν πολύ, ήμουν σαν ναρκωμένος από τα χτυπήματα».

Σε σχετικές ερωτήσεις της προέδρου ο μάρτυρας επανέλαβε πως δεν είχε διαφορές με κανέναν.

«Μετά έμαθα πως είχαν απειλήσει τον Άχμετ νωρίτερα. Τους είχαν πει “θα σας σκοτώσουμε απόψε”, γιατί είχαν πρόβλημα με όλους του αλλοδαπούς και συγκεκριμένα με τους Αιγύπτιους».

Πρόεδρος: Για ποιο λόγο;
Μάρτυρας: Επειδή είναι ξένοι. Αυτοί που χτυπάνε τους ξένους είναι η Χρυσή Αυγή. Εγώ δεν τους ήξερα τότε, αλλά ο Άχμετ και οι άλλοι μου το είπαν. Σήμερα φοβάμαι ακόμη και να περπατήσω. Είμαι πεθαμένος, αφού δεν μπορώ να εργαστώ για να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Δεν έχει διαφορά, ακόμη κι αν με σκοτώσουν έξω από το δικαστήριο.

Ο μάρτυρας υποστήριξε πως δεν έχει χρήματα για να υποβληθεί σε επέμβαση στο στόμα υπογραμμίζοντας πως «ακόμη και τώρα έχω δυσκολία να φάω. Έχω προβλήματα στο πόδι και όλο το σώμα, δεν μπορώ ούτε πέντε λεπτά όρθιος».