Χωρίς τον ηγούμενο Εφραίμ ο οποίος εκπροσωπείται από τους συνηγόρους του, συνεχίστηκε η δίκη για τις ιερές ανταλλαγές της Μoνής με το ελληνικό δημόσιο. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας η υπεράσπιση των κατηγορούμενων ζήτησε την αποβολή του δημοσίου από πολιτική αγωγή, υποστηρίζοντας πως δεν υφίσταται ζημία.

Οι δικηγόροι της Μονής ( επικαλέστηκαν 18 αποφάσεις που έχουν εκδοθεί για τις 28 αγωγές που έχει υποβάλλει το Ελληνικό Δημόσιο, με τις οποίες δικαιώθηκε, όπως λένε, η Ιερά Μονή. Σύμφωνα με το δικηγόρο της Μονής στις 18 αυτές αποφάσεις αναφέρεται πως δεν είναι αυτονόητο πως η κυριότητα ανήκει στο δημόσιο αφού εξαρτάται κατά περίπτωση από τους τίτλους που προσκομίζονται . «Επί 100 χρόνια η Μονή προσπαθούσε να επιλύσει την ιδιοκτησιακή διαφορά με το Δημόσιο με ειρηνικό και ωφέλιμο τρόπο και για τα δυο μέρη. Η υπόθεση στράβωσε για άλλους λόγους και όχι για την ουσία της».

Οι συνήγοροι της Μονής είπαν πως ήταν πρωτοβουλία του Δημοσίου οι ανταλλαγές. «Η Μονή είχε ένα όραμα να αξιοποιήσει το Μετόχι της στη Λίμνη. Τα σχέδια αυτά προσέκρουσαν στους τοπικούς παράγοντες οι οποίοι έκαναν αγώνα, έκαναν λόμπινγκ , ήταν ανθρώπινο, και η πολιτεία θέλησε να λύσει το πρόβλημα. Τότε είπε η Πολιτεία χρησιμοποιώντας και τοπικούς βουλευτές , όπως τον κ. Κοντό, να τους διώξουμε. Πως όμως; Να απαλλοτριώσουμε τη λίμνη; Δεν έχουμε λεφτά. Να τους δώσουμε άλλα και να φύγουν από εκεί. Από πρωτοβουλία της Πολιτείας ξεκίνησαν οι ανταλλαγές. Το λέει και ο Σλ. Κοντός που ήταν Βατοπεδομάχος τότε, ότι οι ανταλλαγές ήταν επινόηση της πολιτείας για να λύσει το πρόβλημα».

Οι συνήγοροι προσκόμισαν στο δικαστήριο και επικαλέστηκαν ένορκη βεβαίωση του επιτίμου πρόεδρου της ΝΔ, Κων. Μητσοτάκη, σύμφωνα με την οποία «όλες οι κυβερνήσεις αποδέχονταν το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Μονής στη Λίμνη». Άρα τόνισε ο δικηγόρος, «δεν είναι αυθαίρετη κατασκευή των δυο Μοναχών η όλη υπόθεση». Σύμφωνα με την υπεράσπιση, «ήταν πολιτική απόφαση να μη γίνει επιστροφή των ακινήτων».

Όσον αφορά την απαίτηση σχεδόν 250 εκατομμυρίων ως ζημία του Ελληνικού Δημοσίου (και 1,8 εκατ. για ηθική βλάβη) για την οποία παρίσταται ως πολιτική αγωγή, η υπεράσπιση είπε ότι «στηρίζεται στην ψευδή παραδοχή του Δημοσίου ότι του ανήκει η λίμνη και οι παραλίμνιες εκτάσεις».

Η συμβολαιογράφος Αικατερίνη Πελέκη, δια της συνηγόρου της, υποστήριξε ότι «βάσει ειδικής δωσιδικίας για τους συμβολαιογράφους η μόνη οδός για το ελληνικό δημόσιο να προβάλλει αστικές αξιώσεις από εκείνη ήταν η αγωγή κακοδικίας για την οποία όμως έχει παρέλθει η αποσβεστική προθεσμία για την υποβολή της. Άρα έχει χάσει το δικαίωμα για να εγείρει αξίωση αποζημίωσης από την ίδια, σύμφωνα με την υπεράσπιση της κ. Πελέκη. Το δικαστήριο διέκοψε για τις 31 Μαρτίου.