Χιλιάδες πιστοί συρρέουν από το βράδυ της Πέμπτης 11/07 στη μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου που βρίσκεται στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης και στην οποία υπάρχει ο τάφος του Αγίου Παϊσίου.

Φέτος συμπληρώνονται 30 χρόνια από το θάνατο του και η εκκλησία καθιέρωσε να τιμάται η μνήμη του κάθε χρόνο 11 και 12 Ιουλίου.

Η κατάταξή του ως αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 13 Ιανουαρίου 2015, ενώ ο ίδιος έγινε ιδιαίτερα γνωστός για τις παρηγορητικές συμβουλές του και τη βαθύτητα των διδαχών του.

@ekklisiaonline Χιλιαδες στη γιορτη του Αγιου Παισιου#fyp ♬ πρωτότυπος ήχος – Εκκλησία Online

Ταπεινός και ασκητικός όσο ζούσε, ο Άγιος Παΐσιος συγκέντρωσε με τη στάση ζωής του τον σεβασμό και την αποδοχή χιλιάδων πιστών που έσπευδαν στο λιτό κελί του, στο δάσος της Παναγούδας στο Άγιο Όρος για να τον δουν από κοντά.

Η φήμη του ξεπέρασε γρήγορα τα όρια της χώρας και άρχισαν να καταφθάνουν προσκυνητές από όλο τον κόσμο για να ακούσουν τις προφητικές συμβουλές του Αγιορείτη μοναχού, με τον ασυνήθιστο λόγο και το ρητορικό χάρισμα.

Ποιος ήταν ο Άγιος Παΐσιος

Το κοσμικό του όνομα ήταν Αρσένιος Εζνεπίδης και είχε γεννηθεί στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25 Ιουλίου 1924. Παιδί πολύτεκνης οικογένειας, καθώς ο πατέρας του, (ο οποίος ήταν και δήμαρχος των Φαράσων) Πρόδρομος και η μητέρα του Ευλαμπία, είχαν ακόμα 8 παιδιά. Εκεί, στα Φάρασα, τον Αύγουστο του 1924, λίγο πριν ολοκληρωθεί η ανταλλαγή πληθυσμών, ο ιερέας της ενορίας του, Αρσένιος, τον βάφτισε, επιμένοντας να του δώσει το δικό του όνομα “για να αφήσει καλόγερο στο πόδι του”, όπως είχε πει. Ο Αρσένιος θα αναγνωριζόταν ως Άγιος το 1988.

Από την Καππαδοκία με τα προσφυγικά καραβάνια, η οικογένεια Εζνεπίδη έφτασε τον Σεπτέμβριο του 1924 στον Πειραιά. Από εκεί στην Κέρκυρα, την Ηγουμενίτσα και τελικά στην Κόνιτσα, όπου ο Αρσένιος θα τέλειωνε το σχολείο -το δημοτικό- και θα δούλευε σαν ξυλουργός, μέχρι να καταταγεί στο στρατό και να υπηρετήσει ως ασυρματιστής το 1940.

Μετά την απόλυσή του από το στρατό, το 1949, ο Αρσένιος πήγε στο Άγιο Όρος. Είχε αποφασίσει να μονάσει και η γνωριμία του εκεί με τον πατέρα Κύριλλο της Μονής Κουτλουμουσίου ήταν καταλυτική. Εντάχθηκε, αργότερα, στη Μονή Εσφιγμένου και εκάρη μοναχός με το όνομα Αβέρκιος, ενώ το 1954 εντάχθηκε στη Μονή Φιλοθέου, όπου ακολούθησε πιστά τον γέροντα Συμεών. Με αυτόν διαμόρφωσε τον μοναστικό χαρακτήρα του και έλαβε το όνομα Παΐσιος.

Το 1958 άφησε το Άγιο Όρος για την Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόμιο Κονίτσης. Στην περιοχή, όπου μεγάλωσε, παρέμεινε επί τετραετία, και άφησε πίσω του σπουδαίο ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο, που εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τον λαό της Κόνιτσας. Μετά από ένα μικρό διάλλειμμα -κατά το οποίο πήγε στο Όρος Σινά- επέστρεψε (αυτή τη φορά για πάντα) στο Άγιο Όρος το 1964. Δύο χρόνια αργότερα, θα υποβαλλόταν σε μερική αφαίρεση πνευμόνων και, το 1979, θα εγκαθίστατο στη σκήτη της Παναγούδας.

Με τη φήμη του να μεγαλώνει από τους πιστούς που τον επισκέπτονταν για να πάρουν τις συμβουλές του, το 1993, ο γέροντας Παϊσιος διαγνώστηκε με καρκίνο του παχέος εντέρου. Οι γιατροί τον συμβούλευαν να αποφύγει τη σκληρή ασκητική ζωή και τις χειρονακτικές εργασίες, καθώς και να αρχίσει να παίρνει φάρμακα, αντί να υπομένει καρτερικά τους τρομερούς πόνους και τις αιμορραγίες. Ο ίδιος αρνείτο πεισματικά ακόμα και να νοσηλευθεί και έλεγε ότι “όλα θα βολευτούν με το χώμα”. Και, όταν ο καρκίνος έγινε μεταστατικός, ο ίδιος το θεώρησε εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία.

Τον Ιούνιο του ’94 όταν παρουσίασε μεταστάσεις σε πνεύμονες και ήπαρ, οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι δεν θα ζήσει για περισσότερο από τρεις εβδομάδες. Ο ίδιος αποφάσισε να επιστρέψει στο μοναστήρι και να μην παίρνει φάρμακα, ή παυσίπονα. Το πρωί της 12ης Ιουλίου, ο Άγιος Παΐσιος θα άφηνε την τελευταία του πνοή. Ενταφιάστηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή – Βασιλικά Θεσσαλονίκης.