«Το panic button του προσωπικού ηχεί κάθε μέρα αλλά μάλλον δεν ακούγεται από κανέναν. Αλλά, τι να πεις πλέον;». Με αυτή την φράση καταλήγει η ανακοίνωση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αξιωματικών Αστυνομίας (ΠΟΑΞΙΑ) με αφορμή τον τραγικό θάνατο του νεαρού Ειδικού Φρουρού που συμμετείχε σε οικοδομικές εργασίες κατεδάφισης παλαιού κτιρίου στον Πειραιά.
«Ο θάνατος του Αγαθάγγελου είναι, όμως, τα αποκαλυπτήρια, και στο ευρύ κοινό πλέον, ενός φαινομένου που είναι γνωστό στους παροικούντες την μικρά πόλη Ιερουσαλήμ είτε αυτοί λέγονται αστυνομικοί είτε φυσική και πολιτική ηγεσία είτε πολιτικό σύστημα. Είναι οι αποδοχές των αστυνομικών και ιδίως αυτών που έχουν λίγα έτη υπηρεσίας και εργάζονται με μισθούς, οι οποίοι είναι κατά τι μεγαλύτεροι από τον κατώτατο μισθό που εξήγγειλε και νομοθέτησε εσχάτως η κυβέρνηση» αναφέρει σε άλλο σημείο η ανακοίνωση.
Σε άλλο σημείο, αναφερόμενη στην στάση της Πολιτείας, η Ομοσπονδία των Αξιωματικών τονίζει ότι «το κακό όμως δεν είναι το επίπεδο των αποδοχών αλλά είναι περισσότερο η απάθεια της Πολιτείας και της πολιτικής ηγεσίας σχετικά με το ύψος τους.
Άλλοτε με λογική Μαρίας Αντουανέτας (“παίρνει λίγο παραπάνω απ’ όσα ο δημόσιος υπάλληλος, 1.000, 1.200 ευρώ, ανάλογα με το χρόνο”) και άλλοτε με λογική διανομής γυαλιστερών καθρεφτών στους ιθαγενείς (οράτε αποσπάσεις με έξοδα δημοσίου) το πρόβλημα είτε “αποπροσωποιείται” είτε “δωροδοκείται” και προδήλως μπαίνει κάτω από το χαλί. Και κάποιοι θεωρούν ότι έτσι ξεχνιέται το πρόβλημα αλλά ταυτόχρονα βλέπουν μόνο τις παθογένειες της Αστυνομίας».
Από το στόχαστρο των Αξιωματικών της Αστυνομίας δεν μένει εκτός και η ηγεσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη αλλά και η φυσική ηγεσία του Σώματος. «Η πολιτική ηγεσία κάνει επικοινωνιακή διαχείριση της εικόνας και δεν αγγίζει τα θέματα που έχουν οικονομική επέκταση, η φυσική ηγεσία παρακολουθεί σιωπηρή αφού δεν είναι ανεξάρτητη όπως έπρεπε να είναι και να λογοδοτεί για τις πράξεις που έπρεπε να κάνει όντας ανεξάρτητη και το προσωπικό στενάζει υπεραπασχολούμενο, υποχρηματοδοτούμενο και κυρίως κακοπληρωμένο. Οι δε αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων παραμένουν ανεφάρμοστες και ξεχασμένες».