Ρεπορτάζ: Παναγιώτης Βλαχουτσάκος
Φωτογραφίες – Video από τη βίλα: Νίκος Χριστοφάκης
Φωτογραφίες – Video από δικαστήρια: Χάρης Γκίκας
Μία πολυτελής πισίνα, εντυπωσιακοί κίονες σκαλιστοί στα πρότυπα της ελληνικής κλασικής περιόδου καθώς και ένα κτήριο ομοιάζον με τον Παρθενώνα της Ακρόπολης των Αθηνών αποτελούν το «αυτοκρατορικό» στρατηγείο-γιάφκα του «βασιλιά του χρυσού» Ριχάρδου, ο οποίος σήμερα οδηγήθηκε, μαζί με συγκατηγορουμένους του, στις ανακριτικές αρχές, απ’ όπου έλαβε προθεσμία για να απολογηθεί την Κυριακή.
Η βίλα που διαθέτει ο γνωστός τηλεοπτικός ενεχυροδανειστής, η οποία βρίσκεται ακόμη υπό κατασκευή, έχει γίνει αρκετές φορές το επίκεντρο συνάντησης δημοφιλών τραγουδιστών, μάνατζερ και εκπροσώπων της showbiz στα ξέφρενα πάρτι που διοργάνωνε ο ιδιοκτήτης της.
Στο υπόγειο του εντυπωσιακού οικήματος εντόπισαν οι αστυνομικοί μεταξύ άλλων κοσμήματα και πλάκες χρυσού.
Την ίδια στιγμή, τεράστιος είναι και ο όγκος των εγγράφων που κατασχέθηκαν, καθώς, σύμφωνα με τις αστυνομικές πληροφορίες, αυτά τα έγγραφα καταδεικνύουν την εμπλοκή του συγκεκριμένου ανθρώπου στο πολυπλόκαμο κύκλωμα.
Παράλληλα, ο 51 ετών επιχειρηματίας, ο οποίος άνοιγε τα καταστήματα το ένα πίσω από το άλλο, διαθέτει και πολυτελές σκάφος, με το οποίο κατά καιρούς απολάμβανε ξέγνοιαστες βόλτες φιλοξενώντας στις καμπίνες του διάσημους φίλους του.
Άλλωστε, αρκεί να ρίξει μια ματιά κάποιος στους λογαριασμούς που διατηρεί ο ενεχυροδανειστής στα πιο γνωστά social media για να αντιληφθεί ότι ζούσε ζωή χαρισάμενη.
Φωτογραφίες από «αμαρτωλές» νύχτες στα μπουζούκια, γνωστές και ακριβές σαμπάνιες και νυχτοπερπατήματα στην κοσμική Μύκονο βρίσκονται διάσπαρτες στις ψηφιακές πλατφόρμες μαρτυρώντας την ονειρεμένη ζωή που ζούσε ο βασικός κατηγορούμενος για λαθρεμπορία χρυσού.
Τα παραπάνω ωστόσο αποτελούν πλέον παρελθόν, ενώ οι εξελίξεις προδιαγράφουν ένα δύσκολο μέλλον.
(Η μεταφορά του ενεχυροδανειστή στον ανακριτή)
Οι κατηγορούμενοι είναι αντιμέτωποι ανά περίπτωση με τέσσερα κακουργήματα και συγκεκριμένα με αυτά της εγκληματικής οργάνωσης, της λαθρεμπορίας, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της τοκογλυφίας.
Ερευνώνται αστυνομικοί
Τον ρόλο του «πληροφοριοδότη» του κυκλώματος λαθρεμπορίου χρυσού έπαιζε, σύμφωνα με τις Αρχές, ένας αστυνομικός. Ο 28χρονος που υπηρετούσε στην Υπηρεσία Προστασίας Επισήμων φέρεται να είχε απευθείας τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον γνωστό ενεχυροδανειστή. Ο «κοριός» της ΕΛ.ΑΣ. έχει καταγράψει συνομιλίες, σύμφωνα με τις οποίες «τον ενημέρωνε για τυχόν έρευνες της αστυνομίας που αφορούν τον ίδιο». Άλλωστε, ο γνωστός ενεχυροδανειστής είχε συλληφθεί άλλες δύο φορές στο παρελθόν.
Το «βαθύ λαρύγγι» μιλώντας με τον φερόμενο «εγκέφαλο» της πρώτης σπείρας τον ενημέρωσε, μεταγενέστερα, ότι στα τέλη Οκτωβρίου οι διωκτικές αρχές ήταν έτοιμες να του περάσουν χειροπέδες, «αλλά η επιχείρηση ματαιώθηκε για επιχειρησιακούς λόγους». Ο αστυνομικός, με καταγωγή από την Καρδίτσα, παρουσιάστηκε μόνος του στις Αρχές, όταν ενημερώθηκε τηλεφωνικά από τους συναδέλφους του για την επιχείρηση εξάρθρωσης του κυκλώματος, και τελικά συνελήφθη. Έχει ήδη τεθεί σε διαθεσιμότητα και εις βάρος του διατάχτηκε ΕΔΕ.
Παράλληλα, οι άνδρες της ΕΛ.ΑΣ. διερευνούν και την εμπλοκή άλλων εν ενεργεία αστυνομικών οι οποίοι ενδεχομένως να σχετίζονται με μέλη των οργανώσεων που εξαρθρώθηκαν.
Η «αριστουργηματικά οργανωμένη» ομάδα του Ριχάρδου
Η πρώτη οργάνωση που αφορά στο γνωστό δίκτυο ενεχυροδανειστηρίων φαίνεται να διακινούσε καθημερινά απίστευτα για την εποχή χρηματικά ποσά.
Στα στοιχεία της αστυνομίας αναφέρεται πως μόνο για τη λειτουργία των 88 καταστημάτων του γνωστού ενεχυροδανειστή καθημερινά διέθεταν ποσό άνω των 100.000 ευρώ.
Η οργάνωση διέθετε χυτήριο, το οποίο λειτουργούσε στην οδό Στουρνάρη, δίπλα στο Πολυτεχνείο, καθώς κι άλλους χώρους για τις συναντήσεις των μελών της κ.ά. Μετά τη μετατροπή των κοσμημάτων σε πλάκες χρυσού, το μέταλλο έφευγε από τη χώρα για την Τουρκία είτε «νομιμοφανώς», δηλαδή μέσω τελωνείου του αεροδρομίου, είτε παράνομα μέσω της λεωφορειακής γραμμής Αθήνα-Κωνσταντινούπολη.
Ο επιχειρησιακός αρχηγός φέρεται ως ειδικός στα πολύτιμα μέταλλα, «αυθεντία στον χρυσό» με ευρεία γκάμα γνωριμιών, όπως ο δήμαρχος μεγάλης τουρκικής πόλης που φαίνεται ότι, μέσω τρίτου, απευθύνθηκε πρόσφατα σε αυτόν. Ο Τούρκος δήμαρχος φέρεται να ενδιαφέρθηκε να του παραδώσει στην Ελλάδα ποσό περίπου 130.000 ευρώ, που είχε στην Ελβετία για να τα πάρει στην Τουρκία, όταν σημειώθηκε απώλεια στην τιμή της τουρκικής λίρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας, άλλωστε, η οργάνωση διέθετε τουλάχιστον τέσσερα συνεργαζόμενα καταστήματα ή εταιρείες στην Τουρκία, τα οποία παραλάμβαναν «νομιμοφανώς μέσω τελωνείου ποσότητες χρυσού».
Με βάση τη δικογραφία, στο πλαίσιο της δράσης της οργάνωσης για το ξέπλυμα χρημάτων δημιουργήθηκε εταιρεία εμπορίας ρολογιών, στην οποία συμμετείχαν ένα μέλος της και ένας γνωστός επιχειρηματίας στον χώρο του χρυσού. Το σχήμα αυτό άνοιξε κατάστημα σε πολύ γνωστό ξενοδοχείο της Αττικής.
Η σύμπραξη με Κινέζους χονδρέμπορους
Στη δικογραφία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στους τρόπους με τους οποίους νομιμοποιούνταν το εξαιρετικά «άφθονο χρήμα» που αποκόμιζε η ομάδα, είτε μέσω αγοράς πολυτελών κατοικιών, οικοπέδων, οχημάτων και σκαφών είτε με «επέκταση και ίδρυση επιχειρήσεων ή χρηματοδότηση με μεγάλα κεφάλαια εταιρειών» σε διάφορους τομείς, όπως οδικές μεταφορές κ.λπ. Στις μεθόδους ξεπλύματος καταγράφονται και οι αγορές κερδισμένων δελτίων ΠΡΟ-ΠΟ κ.ά.
Για τις Αρχές ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο εισήγαγαν στη χώρα μας τα χρήματα από την πώληση του παράνομου χρυσού στην Τουρκία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας των αστυνομικών, για το σκέλος αυτό της δράσης της «αριστουργηματικά οργανωμένης ομάδας» είχαν επιστρατευθεί Κινέζοι χονδρέμποροι ρούχων. Η ομάδα των λαθρεμπόρων φέρεται να τους έδινε τα παράνομα χρήματα σε κινεζικό νόμισμα, το οποίο στη συνέχεια καταβαλλόταν για την αγορά ρούχων.
Όταν το εμπόρευμα ερχόταν στην Ελλάδα, οι Κινέζοι κατέβαλλαν στην ομάδα το αντίτιμο των παραγγελιών τους σε ευρώ. Η εν λόγω σύμπραξη φαίνεται πως εξυπηρετούσε αμφότερες τις πλευρές, καθώς από τη μία «εξανέμιζε τα ρίσκα της μεταφοράς χρημάτων» που στόχευαν οι λαθρέμποροι χρυσού και από την άλλη «έσπαγε τα κινεζικά capital controls και βοηθούσε στην αγορά και πώληση φορολογικά “μαύρων” προϊόντων και στην αποφυγή καταβολής ποσών που θα ήταν απαραίτητα μέσω τραπεζικού συστήματος».