Δύο διδακτικές ιστορίες
που αποστομώνουν τούς ρατσιστές-υμνητές τής ανθρωποκτονίας στο Πέραμα.
Γράφει ο Γιώργος Μιχάλακας
Είναι ξημερώματα Σαββάτου, 23 Οκτωβρίου,
όταν άνδρες τής ομάδας «ΔΙ.ΑΣ.» εντοπίζουν ένα εν κινήσει κλεμμένο όχημα
και ακολουθεί καταδίωξη με μοιραίο αποτέλεσμα·
οι τρεις νεαροί Ρομά που επιβαίνουν στο αυτοκίνητο πανικοβάλλονται
και -όντες εγκλωβισμένοι-
επιχειρούν να εμβολίσουν τις αστυνομικές μηχανές για να μπορέσουν να διαφύγουν.
Τα όργανα τής Τάξης -για λόγους που έως τώρα παραμένουν εξαιρετικά θολοί-
αντιδρούν με έναν καταιγισμό πυρών
που οδηγεί στον θανάσιμο τραυματισμό ενός 20χρονου
και στον σοβαρό τραυματισμό ενός 16χρονου.
Το περιστατικό είναι πολυπτύχως σοκαριστικό,
οι σκεπτόμενοι πολίτες προβληματίζονται από τα εγειρόμενα ερωτηματικά,
αλλά οι φασίστες δεν έχουν επαρκή φαιά ουσία
που θα τούς οδηγούσε σε σώφρονες προσεγγίσεις·
αντιθέτως, μόλις γίνεται γνωστή η φυλετική προέλευση των παραστρατημένων παιδιών,
επέρχεται το αναμενόμενο ρατσιστικό παραλήρημα:
«Καλά να πάθει ο κωλόγυφτος.»,
«Κρίμα που οι αστυνομικοί δεν καθάρισαν και τούς άλλους δύο.»,
και άλλα τέτοια «ουμανιστικά».
Τι κι αν η υπόθεση παρουσιάζει πολλά κενά,
τι κι αν το συμβάν βρίθει από διάτρητα σημεία,
οι λούμπεν υπάνθρωποι είχαν βρει τον εύκολο στόχο
για να ξεσπάσουν τα αφόρητα συμπλέγματα κατωτερότητάς τους·
η αισχρή ρητορική τους δεν χρησιμοποιεί τον όρο «Ρομά», ούτε καν τον όρο «τσιγγάνος»,
αλλά αρέσκεται στον -προσβλητικής διάθεσης- χαρακτηρισμό «Γύφτος».
Έτσι, ο πάλαι ποτέ Αιγύπτιος
(ο οποίος παρεφθάρη μέσα από τη γλωσσική εξέλιξη αιώνων),
και εν γένει ο μελαμψός, ο αλλόχρωμος, ο αλλόφυλος, αποκτούν μειωτική έννοια·
ο απύθμενα κομπλεξικός Νεοέλληνας έχει μετατρέψει τη λέξη «Γύφτος» σε ύβρι.
…
Σήμερα, λοιπόν, θα σάς πω δύο εξαιρετικά διδακτικές ιστορίες,
οι οποίες αποτελούν προσωπικά μου βιώματα και αφορούν σε «Ρομά».
Θα ξεκινήσω με την πιο σύντομη και τρυφερή διήγηση…
Παρά το γεγονός ότι στη ζωή μου είμαι γενναιόδωρος,
ουδέποτε δίνω χρήματα σε ανθρώπους που καιροφυλακτούν στα φανάρια
(όπως και σε φαρμακοεθισμένους, κ.λπ.)·
αυτή η άρνησή μου δεν πηγάζει από φιλαργυρία,
αλλά από την πάγια ιδεολογική εναντίωσή μου στην έννοια «Φιλανθρωπία»·
στην πραγματικότητα, η «Φιλανθρωπία» είναι μία απάνθρωπη έννοια,
διότι συνιστά την απουσία τού Κράτους Πρόνοιας
(σ’ αυτό το σημείο να σημειώσω ότι διαχωρίζω την Αλληλεγγύη,
η οποία δικαιούται να φέρει θετικό πρόσημο).
Ένα μεσημέρι, λοιπόν, σταματώ σε ένα φανάρι.
Ο καιρός ήταν ζεστός, το παράθυρό μου ανοιχτό,
και βλέπω ένα τσιγγανάκι, ένα γυφτάκι με όμορφο μουτράκι και με σπιρτάδα στα μάτια,
να με πλησιάζει.
Με την αμεσότητα που μόνο ένα παιδί δύναται να έχει,
μού λέει με όλην την απαίτηση και όλην την αθωότητα τού κόσμου:
«Δώσε μου ένα ευρό».
«Δώσε μου εσύ…», τού λέω χαμογελαστά.
Και τι κάνει..;
Ανοίγει τη χουφτίτσα του,
παίρνει από τα λίγα κέρματα που είχε μέσα της ένα ευρό, και μού το δίνει
(σάς το γράφω και δακρύζω).
Τού επιστρέφω το ευρό του και τού δίνω ακόμη ένα.
Δεν τού έδινα εκείνην την ώρα ένα «ευρό φιλανθρωπίας»·
αυτό το υπέροχο, αυτό το συγκινητικό γυφτάκι, είχε κερδίσει με την αξία του το ευρό.
Με είχε διδάξει Γενναιοδωρία
και ως εκ τούτου το ευρό μου ήταν η αμοιβή του
για μία διδασκαλία που άξιζε όλα τα ευρά τού κόσμου.
Πιθανότατα αυτό το γυφτάκι ουδέποτε θα μάθει
ότι το μάθημα που μού προσέφερε χαράχτηκε ανεξίτηλα μέσα μου·
ένα μάθημα που κανείς από τούς νεοέλληνες λακέδες γραβατωμένους
είναι ικανός να δώσει στην Κοινωνία
(και σάς το λέω εγώ που έχω στην γκαρνταρόμπα μου εκατοντάδες γραβάτες).
…
Πάμε και στη δεύτερη ιστορία,
η οποία αποτελεί μία εκκωφαντική κοινωνική ηθογραφία…
Προσωπικώς, απεχθάνομαι το Ψέμα.
Αυτή η απέχθειά μου δε, συμπυκνώνεται στο ακόλουθο απόφθεγμά μου:
«Το Ψέμα είναι η Ύψιστη Μορφή Μειονεξίας.».
Συνελόντι ειπείν, έχω πει στη ζωή μου ελάχιστα ψέματα·
το τελευταίο, το σημαντικότερο, το πιο ουσιώδες,
αυτό που εν τέλει ετίμησε σε υπέρτατο βαθμό την Αλήθεια,
έλαβε χώρα στις 4 Ιουλίου 2004.
Κάτι σάς θυμίζει η συγκεκριμένη μέρα· έτσι δεν είναι;
Βλέπουμε με τον αδελφό μου και έναν φίλο του, τον τελικό τού «EURO».
Η Ελλάδα ολοκληρώνει το Θαύμα και νικάει την Πορτογαλία·
είμαστε Πρωταθλητές!
Όλη η χώρα ξεχύνεται στους δρόμους· μαζί κι εμείς…
Ξεκινάμε να κατέβουμε Ομόνοια·
οι μαζικές συνάξεις ουδέποτε με εντυπωσίαζαν στη ζωή μου,
ουδέποτε έσπευδα να είμαι μέρος τους,
όμως, εδώ επρόκειτο για ένα «Θαύμα».
Πάμε να πανηγυρίσουμε λοιπόν…
Αφήνουμε το αυτοκίνητο στην Αγίας Ζώνης,
βγαίνουμε στην Πατησίων
και γινόμαστε «ένα» με τη λαοθάλασσα που κατευθύνεται στην Ομόνοια.
Αυτές τις στιγμές, όλοι μαζί, αλλά και καθένας μας ξεχωριστά,
αποτελούμε την ενσάρκωση τής φράσης «Όλη η Ελλάδα πανηγυρίζει».
Παρατηρώ το Πλήθος·
εκ φύσεώς μου έχω την τάση να αποστασιοποιούμαι από τη Μάζα
και να επικεντρώνομαι στις λεπτομέρειες
που κινδυνεύουν να χαθούν για πάντα μέσ’ στην πολλή συνάφεια τού Κόσμου.
Κοντεύουμε να φτάσουμε στο Πολυτεχνείο·
οι αισθήσεις μου εντείνονται διότι έχω γεννηθεί 17 Νοέμβρη
(με ό,τι αυτό ιστορικώς συνεπάγεται)!
Στη γωνία Πατησίων και Μάρνη,
ένας «Ρομά», ένας τσιγγάνος, ένας γύφτος
(ρατσιστές, μην μπερδευτείτε· για ένα πρόσωπο μιλάμε και όχι για τρία),
έχει παρκάρει το αγροτικό του αυτοκίνητο στην άκρη τού δρόμου,
έχει ανοίξει την καρότσα
και έχει απλώσει παντού πάνω στο όχημά του κάθε λογής αναμνηστικά·
σημαίες, κασκόλ, φανέλες.
Ουδέποτε στην ιστορία είχε υπάρξει τόσο γαλανόλευκο «Datsun».
Ξάφνου, συμβαίνει μπροστά μου κάτι «αδιανόητο».
Δύο μεσήλικες μικροαστοί
με ντύσιμο που έχουν κάνει προσπάθεια να τούς δείχνει αστούς,
δύο «νοικοκυραίοι», δύο «Δεν είχε δώσει δικαιώματα στη γειτονιά.»,
περνούν δίπλα απ’ την καρότσα,
ο ένας απλώνει το χέρι του, αρπάζει μία σημαία, και τη χώνει στην τσέπη του.
Ο Ψευτοαστός, ο Μικροαστός, κλέβει την Ελληνική Σημαία.
Ο Ψευτοαστός, ο Μικροαστός, κλέβει τον γύφτο.
Τρελαίνομαι…
Ο αδελφός μου και ο φίλος του έχουν προχωρήσει·
ούτε που έχουν πάρει χαμπάρι τι έχει συμβεί.
Εγώ έχω μείνει πίσω,
κοντοστέκομαι ανάμεσα στο ρέον πλήθος
και σκέφτομαι τι να κάνω για να αποκαταστήσω την αδικία·
δεν το αντέχει η ψυχή μου να μην αποδώσω Δικαιοσύνη.
Και τότε…
Και τότε αποφασίζω να υπερβώ το Πρωτόκολλο τού αξιακού συστήματός μου·
ναι, σε αυτό το «Πρωτόκολλο» δεν χωράει το Ψέμα,
ναι, το Ψέμα το απεχθάνομαι,
ναι, το Ψέμα είναι η Ύψιστη Μορφή Μειονεξίας,
ναι, τι να το κάνεις το Ψέμα όταν υπάρχει η Αλήθεια.
Κι όμως, εδώ είναι η στιγμή για την Εξαίρεση!
Ο τρόπος που εφευρίσκω για να παίξω με τούς φόβους τού Μικροαστού,
για να τού διαλύσω την ψευδεπίγραφη αξιοπρέπειά του,
για να τον ξεσκίσω με τις ίδιες του τις παραδοσιακές «αξίες»,
είναι να πω ένα ψέμα…
Πλησιάζω τούς δύο απεχθείς μικροαστούληδες
και χτυπάω έντονα στην πλάτη αυτόν που είχε κλέψει τη σημαία·
αυτό το θλιβερό ανθρωπάκι είχε κλέψει την Ελληνική Σημαία
από έναν άνθρωπο που ο ίδιος αποκαλεί υποτιμητικά «γύφτο».
Ο απεχθής κλέφτης μικροαστούλης γυρίζει ξαφνιασμένοι προς το μέρος μου
(το ίδιο κάνει αντανακλαστικά και ο διπλανός του).
Τον κοιτώ με ύφος μπάτσου
και με τόνο που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις τού λέω κοφτά..:
«Είμαι αστυνομικός εκτός υπηρεσίας.
Έκλεψες μία σημαία.
Δώσ’ την τώρα, για να μην έχετε μπλεξίματα…».
Δεν τόλμησαν καν να μιλήσουν. Δεν είπαν λέξη. Δεν έβγαλαν άχνα.
Ο απεχθής «νοικοκυραίος», ο αποκρουστικός Νεοέλληνας,
έβγαλε την καταχωνιασμένη σημαία από την τσέπη, μού την έδωσε κάτωχρος,
και εν ριπή οφθαλμού γυρίσαν’ και φύγαν’ προκειμένου να απέφευγαν περαιτέρω συνέπειες.
Έμεινα για λίγο να τούς κοιτώ να απομακρύνονται· δεν ετόλμησαν να κοιτάξουν πίσω.
Δύο γύφτοι μικροαστοί,
είχαν κλέψει έναν γύφτο που -αν μη τι άλλο- δεν συστηνόταν ως αστός.
Συγκλονιστικό!
Είχα μείνει με την Ελληνική Σημαία στα χέρια…
Μία «Ανώνυμη Ελληνική Σημαία»!
Το αστείο ήταν ότι και να την εκρατούσα, ουδείς θα την έψαχνε.
Ο Ορισμός τής Κωμικής Ειρωνείας!
Έτρεξα στους προπορευόμενους δικούς μου και τούς είπα να (με) περιμένουν.
Επέστρεψα στον Απόκληρο.
Προσπαθούσε να βγάλει χρήματα για να θρέψει την οικογένειά του·
έτρεχε να προφτάσει τούς αλλόφρονες πανηγυρίζοντες και να πουλήσει την πραμάτεια του.
Τι παράξενο·
ετούτην την ώρα ήταν τόσο ωραίο να είχες ως πραμάτεια σου την Ελληνική Σημαία!
Βρήκα μπροστά μου τη συμβία του·
ήταν μία από αυτές τις γυναίκες που γεννοβολάνε από τα 12 τους χρόνια
και στα 30 τους μοιάζουν με γιαγιάδες των ίδιων τους των παιδιών.
Τής έβαλα στο χέρι την Ελληνική Σημαία
και τής είπα «Πάρ’ την και προσέξτε γιατί περνάν’ και σάς κλέβουν».
Έμεινε να με κοιτά αποσβολωμένη.
Αυτοί οι άνθρωποι, οι γύφτοι, έχουν μάθει να τούς παίρνεις και όχι να τούς δίνεις.
Αυτοί οι άνθρωποι έχουν μάθει ότι για εμάς τούς «αστούς» είναι «υπάνθρωποι».
Όμως, δεν είναι έτσι.
Ο Αυθεντικός Αστός ξέρει να δίνει, ξέρει να αναγνωρίζει,
ξέρει να σέβεται, ξέρει να συναισθάνεται, ξέρει να αποδίδει Δικαιοσύνη!
Δεν καθαγιάζω τούς «Ρομά»·
έχουν κι οι ίδιοι τις ευθύνες τους για τον ιδρυματισμό και την γκετοποίησή τους.
Όμως, δεν είναι οι αποκλειστικώς υπεύθυνοι·
υπεύθυνη για τον Ιδρυματισμό και την Γκετοποίηση των Ρομά είναι ολόκληρη η Κοινωνία.
ΥστερόΓιωργο..:
Δύο Ιστορίες.
Δύο Διδακτικές Ιστορίες.
Δύο Αλησμόνητες Ιστορίες.
Δύο φορές που ως (συμ)πολίτης ανέλαβα την ευθύνη μου
προς αυτούς τούς περιθωριοποιημένους ανθρώπους
και μού άφησαν ως «προίκα ζωής» μνημειώδη μαθήματα.
Το γυφτάκι που άνοιξε το χεράκι του για να μού χαρίσει ένα κέρμα,
ο ρατσιστής και κίβδηλος πατριώτης που κλέβει την Ελληνική Σημαία από έναν γύφτο.
Νεοέλληνα, ποιος είναι ο «γύφτος»;
Γιώργος Μιχάλακας
Αλήτης -αλλά όχι ρουφιάνος- Δημοσιογράφος