«Δεν βασίστηκε σε επαρκή αριθμό τεστ η απόφαση για άνοιγμα της αγοράς» εκτιμά η καθηγήτρια Επιδημιολογίας Αθηνά Λινού, προβλέποντας αναζωπύρωση της επιδημίας στα μέσα Φεβρουαρίου.
Μιλώντας στο Iatronet, η κα. Λινού επισημαίνει πως η απόφαση για άνοιγμα στηρίχθηκε στην ανάγκη να ανοίξουμε και ελήφθη με βάση τα καταμετρημένα κρούσματα, που είναι μειωμένα.
Η ίδια αμφισβητεί, ωστόσο, την επάρκεια των δεδομένων που έκριναν την απόφαση, σημειώνοντας πως έχουμε -ως χώρα- περιορισμένο αριθμό τεστ, τα οποία δεν εκφράζουν το σύνολο των κρουσμάτων:
«Πολλά από αυτά είναι rapid tests, τα οποία έχουν μικρότερη ευαισθησία, άρα και αξιοπιστία. Θα προτιμούσα να είχαν γίνει περισσότερα τεστ πριν αποφασιστεί το άνοιγμα μεγάλων πολυκαταστημάτων και mall».
Απαντώντας σε ερώτηση για το εάν οι κλιματολογικές συνθήκες -και συγκεκριμένα το ψύχος- θα ευνοήσουν τη διασπορά του ιού, η κα. Λινού σημειώνει:
«Ως προς το κρύο, δεν υπάρχει ένδειξη πως ο συγκεκριμένος ιός επηρεάζεται από το περιβάλλον. Το μόνο περιβαλλοντικό στοιχείο που τον επηρεάζει είναι ο συνωστισμός, που προκαλείται αναγκαστικά, λόγω του κρύου».
Σε σχέση με την εξέλιξη της επιδημίας, έπειτα και από το άνοιγμα της αγοράς, εκτιμά πως θα υπάρξει έξαρση:
«Πολύ φοβάμαι πως θα έχουμε νέα έξαρση, ελπίζω όχι πολλούς θανάτους. Δεν θα εκπλαγώ εάν έχουμε έξαρση στα μέσα Φεβρουαρίου. Είναι σαφές πως όσο λιγότερα μέτρα λαμβάνεις, τόσο περισσότερα είναι τα κρούσματα. Ο κίνδυνος να έχουμε ακόμη περισσότερα κρούσματα αυξάνεται από τις μεταλλάξεις του ιού, που τον καθιστούν πιο μεταδοτικό».
Εμβολιασμός
Η καθηγήτρια συνδέει την αύξηση των κρουσμάτων και με την επάρκεια του εμβολιαστικού προγράμματος:
«Οι εμβολιασμοί είναι πολύ λίγοι και φαίνεται πως λιγοστεύουν οι παραλαβές από τις παρασκευάστριες εταιρείες. Η χορήγηση δεν είναι καλά οργανωμένη, με αποτέλεσμα να καθυστερούμε και όσο καθυστερούμε, τόσο περισσότερα κρούσματα θα έχουμε».
Ενδιαφέρον έχει το σχόλιο της κας. Λινού στο ερώτημα για τους θανάτους ασθενών με Covid-19 στην Ελλάδα, θέμα που έχει θίξει κατ’ επανάληψη το Iatronet:
«Η αύξηση της θνητότητας μπορεί να οφείλεται στο ότι δεν είχαμε πλήρη εικόνα για τους νοσούντες. Για να βγει ο δείκτης θνητότητας, πρέπει να έχουμε δύο στοιχεία: τους θανάτους και τα κρούσματα. Τον αριθμό των κρουσμάτων δεν τον είχαμε με ακρίβεια. Η συγκεκριμένη τιμή δεν ήταν σταθερή, καθώς κυμαινόταν με βάση τον αριθμό των διενεργούμενων τεστ».