Απεβίωσε σε ηλικία 82 ετών ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ, το βράδυ της Τρίτης 10 Ιανουαρίου, στη ΜΕΘ του νοσοκομείου «Υγεία», όπου νοσηλευόταν τα τελευταία 24ωρα, έχοντας υποστεί οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο θάνατός του προήλθε από πολυοργανική ανεπάρκεια, απόρροια των αναπνευστικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια. Ο τέως βασιλιάς αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, καθώς την τελευταία διετία είχε νοσηλευτεί αρκετές φορές για διαφορετική αιτία κάθε φορά. Πρόσφατα είχε διαγνωσθεί θετικός στον κορωνοϊό, γεγονός που δεδομένης της κλονισμένης υγείας του, λειτούργησε επιβαρυντικά. 

Η τελευταία δημόσια εμφάνισή του ήταν τον Οκτώβριο του 2022, όπου είχε βγει με τις αδερφές του Σοφία και Ειρήνη, και τη σύζυγό του Άννα – Μαρία για φαγητό στο κέντρο της Αθήνας. Απέκτησε πέντε παιδιά με την Άννα -Μαρία, την Αλεξία, τον Παύλο, τον Νικόλαο, την Θεοδώρα και τον Φίλιππο.

Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στο Παλαιό Ψυχικό στις 2 Ιουνίου 1940. Ήταν το δεύτερο παιδί και ο μοναδικός γιος του βασιλιά Παύλου Α’ και της βασίλισσας Φρειδερίκης. Την ημέρα της γέννησής του ρίφθηκαν 101 κανονιοβολισμοί από το λόφο του Λυκαβηττού, όπως συνηθιζόταν για να αναγγελθεί ότι ο νέος πρίγκιπας ήταν αγόρι. Βαπτίστηκε στα Ανάκτορα των Αθηνών (νυν Προεδρικό Μέγαρο) στις 20 Ιουλίου 1940, με αναδόχους αντιπροσωπεία των ενόπλων δυνάμεων.

Ο Κωνσταντίνος Β’ διετέλεσε βασιλιάς των Ελλήνων από τις 6 Μαρτίου 1964 έως την 1η Ιουνίου 1973, οπότε το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου αποφάσισε την κατάργηση του πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας και την υιοθέτηση του πολιτεύματος της Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με το δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου 1973.

Νεανικά χρόνια

Γονείς του ήταν ο πρίγκιπας Παύλος της Ελλάδας, αδελφός και διάδοχος του βασιλιά της Ελλάδας, Γεωργίου. Βαπτίστηκε στην Αθήνα με ανάδοχο τις Ένοπλες Δυνάμεις. Είχε δύο αδελφές, τη Σοφία και την Ειρήνη. Η Σοφία ήταν βασίλισσα της Ισπανίας από το 1975 μέχρι την παραίτηση του συζύγου της βασιλιά Χουάν Κάρλος Α΄ της Ισπανίας το 2014 και την άνοδο του υιού της Φιλίππου ΣΤ΄ στον ισπανικό θρόνο.

Η οικογένειά του ακολούθησε τη βασιλική οικογένεια, η οποία κατά τις παραμονές της ναζιστικής προέλασης στην Αθήνα, μαζί με την κυβέρνηση και την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, μέσω της Κρήτης κατέφυγαν στην Αίγυπτο, όπου και σχημάτισαν τη λεγόμενη «Κυβέρνηση της Αιγύπτου» και τέθηκαν επικεφαλής ελληνικών ταγμάτων που μαχόταν στην Αφρική κατά του Άξονα. Αργότερα διέμεινε στη Νότια Αφρική. Επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1946 με την παλινόρθωση της μοναρχίας και την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄.

Ένα χρόνο αργότερα, το 1947, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Γεωργίου Β΄, ο πατέρας του ανέβηκε στον θρόνο και ο Κωνσταντίνος ορίστηκε διάδοχος. Το 1955 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Δούκα της Σπάρτης.

Ο Κωνσταντίνος φοίτησε στο Εθνικό Εκπαιδευτήριο των Αναβρύτων στο Μαρούσι (νυν Πρότυπο Γυμνάσιο και Λύκειο Αναβρύτων) και παρακολούθησε μαθήματα στις στρατιωτικές σχολές Ευελπίδων, Δοκίμων και Ικάρων και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και ιδιαίτερη σειρά άλλων μαθημάτων και ξένων γλωσσών.

Μετά την ενηλικίωσή του τού αποδόθηκαν οι βαθμοί του ανθυπολοχαγού Πεζικού, του σημαιοφόρου του Πολεμικού Ναυτικού και του ανθυποσμηναγού (28 Ιουνίου 1958). Από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στην ιστιοπλοΐα με σκάφη τύπου «Ντράγκον», στις 8 Σεπτεμβρίου 1960, με πλήρωμα του Οδυσσέα Εσκιτζόγλου και Γεώργιο Ζαϊμη.

Την Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 1964 εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέκλυσαν τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας για να παρακολουθήσουν το γάμο του πιο νέου βασιλικού ζεύγους στον κόσμο: του 24χρονου Κωνσταντίνου και της 18χρονης Άννας-Μαρίας. Παρουσία όλης της Ιεράς Συνόδου, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ ευλόγησε τις βέρες των νεονύμφων προτού τις περάσει στα δάκτυλά τους η Φρειδερίκη, ενώ σε όλη τη διάρκεια του μυστηρίου δύο πρίγκιπες κρατούσαν τα αδαμαντοστόλιστα στέμματα πάνω από τον Κωνσταντίνο και την Άννα-Μαρία. Ερρίφθησαν από τον Λυκαβηττό 101 κανονιοβολισμοί και ακολούθησε πομπή με τους νεόνυμφους στο κέντρο της Αθήνας.

Περίοδος βασιλείας

Στις 20 Φεβρουαρίου 1964 ο βασιλιάς Παύλος, εξαιτίας της επιδείνωσης της υγείας του, εξέδωσε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο μετέφερε τις εξουσίες του στο διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος γινόταν πλέον Αντιβασιλέας της Ελλάδας. Η ορκωμοσία του έγινε ενώπιον της Βουλής και την ίδια ημέρα ορκίστηκε και αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων με τους ανώτατους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας (στρατάρχης, αρχιναύαρχος και αρχιπτέραρχος).Κατά τη διάρκεια της σύντομης αντιβασιλείας, ο Κωνσταντίνος περιορίστηκε στην υπογραφή διαταγμάτων και νομοθετημάτων, όπως ο διορισμός και η αποδοχή παραιτήσεων κυβερνητικών μελών. 

Στις 6 Μαρτίου 1964 ο βασιλιάς Παύλος πέθανε από καρκίνο και τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο 24χρονος Κωνσταντίνος ως Βασιλιάς της Ελλάδας Κωνσταντίνος Β΄. Αν και δημοφιλής, θεωρήθηκε νέος, άπειρος και ευρισκόμενος υπό την ισχυρή επιρροή της μητέρας του βασίλισσας Φρειδερίκης.

Η πολιτική κατάσταση την περίοδο της βασιλείας του Κωνσταντίνου ήταν ιδιαίτερα πολωμένη μεταξύ του πρωθυπουργού και αρχηγού της Ενώσεως Κέντρου Γεωργίου Παπανδρέου και του αρχηγού της Ε.Ρ.Ε. Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ο οποίος ουσιαστικά υποκαθιστούσε τον αυτοεξόριστο ιδρυτή του κόμματος Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Το καλοκαίρι του 1965 εκδηλώθηκε η πρώτη σοβαρή κρίση της βασιλείας του, με την απαίτησή του να έχει τον τελευταίο λόγο στον διορισμό υπουργού Εθνικής Άμυνας και της ηγεσίας του στρατεύματος. Η διαφωνία του με τον πρωθυπουργό οδήγησε στην παραίτηση της λαοπρόβλητης κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου. Τα λεγόμενα «Ιουλιανά» ακολούθησε μια περίοδος έντονης πολιτικής ανωμαλίας («Αποστασία»), που οδήγησε τελικά στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.

Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών είχε ως συνέπεια την ανατροπή της κυβέρνησης του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και την επ’ αόριστον αναβολή των εκλογών, χωρίς όμως να μεταβληθεί η μορφή του πολιτεύματος ή του προσώπου του Ανώτατου Άρχοντα. Ο Κωνσταντίνος όρκισε την κυβέρνηση που προήλθε από το στρατιωτικό καθεστώς, έχοντας ως πρωθυπουργό τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κόλλια, ένας πρόσωπο της δικής του επιλογής.

Στις 13 Δεκεμβρίου 1967 ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, σε μία προσπάθειά του να επαναφέρει τη δημοκρατία στη χώρα. Το Βασιλικό Κίνημα απέτυχε παταγωδώς, γιατί δεν έτυχε της υποστήριξης του στρατού όπως επιδίωκε κι έτσι αναγκάστηκε να διαφύγει με την οικογένειά του στο εξωτερικό. Το συνταγματικό κενό που δημιουργήθηκε συμπληρώθηκε από την απόφαση του δικτάτορα Παπαδόπουλου να αναθέσει καθήκοντα αντιβασιλέα στον αντιστράτηγο Γεώργιο Ζωιτάκη και αργότερα στον ίδιο. Τα στρατιωτικά μέλη της κυβέρνησης παραιτήθηκαν από τις τάξεις του στρατού και η νέα κυβέρνηση θεώρησε τον βασιλιά «αδικαιολογήτως απέχοντα των καθηκόντων του» και σε «εθελούσια προσωρινή αποδημία».

Στα τέλη Μαΐου του 1973 εκδηλώθηκε το Κίνημα του Ναυτικού που είχε ως στόχο την ανατροπή της δικτατορίας. Κατεστάλη, όμως, εν τη γενέσει του και οι δικτάτορες θεώρησαν ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος (όπως και ορισμένοι πολιτικοί) δεν ήταν ξένοι προς τα διαδραματισθέντα. Έτσι, το υπουργικό συμβούλιο (με ταυτόχρονη έκδοση συντακτικής πράξης) αποφάσισε την 1η Ιουνίου 1973 την κατάργηση του πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας, την κήρυξη εκπτώτου του βασιλιά και των διαδόχων του και την εγκαθίδρυση ως νέου πολιτεύματος εκείνου της Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, την προσωρινή ανάθεση της προεδρίας της Δημοκρατίας στον ως τότε αντιβασιλέα και πρωθυπουργό Γεώργιο Παπαδόπουλο. Το δημοψήφισμα που προκήρυξε η χούντα στις 29 Ιουλίου 1973 απέβη κατά της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανακηρύχθηκε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.

Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στις 24 Ιουλίου 1974, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προκήρυξε δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 8 Δεκεμβρίου 1974 και απέβη και πάλι κατά της Βασιλευομένης Δημοκρατίας.

Από το 1967 ο Κωνσταντίνος έζησε αυτοεξόριστος πρώτα στην Ιταλία και συνέχεια στη Μεγάλη Βρετανία και μόλις τα τελευταία χρόνια αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα. Έχει αναγνωρίσει το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας για την κατάργηση της μοναρχίας, χωρίς να έχει παραιτηθεί από τα δικαιώματά του στο θρόνο. Από το 1994 του έχει αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα, όπως και της οικογένειάς του. Μετά την έκπτωσή του, διεκδίκησε ακίνητη περιουσία (Κτήμα και ανάκτορα Τατοίου, κτήμα και ανάκτορο Μon Repos Κερκύρας και δασόκτημα Πολυδενδρίου Λαρίσης) και προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η απόφαση που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2002, του επιδίκασε αποζημίωση 13,7 εκατ. ευρώ. Τελικά τον Μάρτιο του 2003 έλαβε από το ελληνικό κράτος το ποσό των 13,7 εκατομμυρίων ευρώ ως αποζημίωση για την απαλλοτρίωση της βασιλικής περιουσίας.

Το ζήτημα του ονόματος

Στην Ελλάδα στον δημόσιο λόγο μετά το 1974 αναφέρεται συχνά ως Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ. Μετά την κατάργηση της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας το 1974, επανειλημμένα έχει δηλώσει ότι αναγνωρίζει τη δημοκρατία, τους νόμους και το Σύνταγμα της Ελλάδας, αλλά συνεχίζει να χρησιμοποιεί τον τίτλο “βασιλιάς Κωνσταντίνος,” αν και δεν χρησιμοποιεί πλέον το «Κωνσταντίνος, Βασιλεύς των Ελλήνων».

Έλληνες πολιτικοί υποστήριξαν ότι ο Κωνσταντίνος θα έπρεπε να διαθέτει επώνυμο, εφόσον δεν κατέχει πλέον το βασιλικό αξίωμα. Το επίσημο Ελληνικό διαβατήριο του Κωνσταντίνου τον προσδιόριζε ως «Κωνσταντίνο, πρώην βασιλέα των Ελλήνων». Όμως, με βάση τον νόμο του 1994, το διαβατήριο αυτό του αφαιρέθηκε μαζί με την ιθαγένεια. Ο νόμος του δίνει τη δυνατότητα να τα ανακτήσει μόνο εάν υιοθετήσει επώνυμο, κατά το πρότυπο άλλων έκπτωτων βασιλικών δυναστειών της Ευρώπης. Ο Κωνσταντίνος αρνείται να αποκτήσει επώνυμο για λόγους αρχής: «Δεν έχω επώνυμο – η οικογένειά μου δεν έχει επώνυμο. Ο νόμος που ο κ. Παπανδρέου (εννοεί τον Ανδρέα Παπανδρέου) πέρασε, βασικά λέει ότι θεωρεί ότι δεν είμαι Έλληνας και ότι η οικογένειά μου ήταν Ελληνική μόνο ενόσω ασκούσαμε τα μοναρχικά μας καθήκοντα, και έπρεπε να παρουσιαστώ και να αποκτήσω ένα επώνυμο. Το πρόβλημα είναι ότι η οικογένειά μου προέρχεται από τη Δανία, και η Δανική βασιλική οικογένεια δεν έχει επώνυμο. Το Glücksburg δεν ήταν επώνυμο αλλά το όνομα μιας πόλης». Στο δημόσιο λόγο μετά την κατάργηση της βασιλείας αναφέρεται συνήθως ως Τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος ή Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας στην απόφασή του με αριθμό Α4575/1996 αναγνωρίζει ότι η ονομασία «Κωνσταντίνος, τέως Βασιλεύς των Ελλήνων» μπορεί να προσδιορίσει την ταυτότητα του Κωνσταντίνου. Αναγράφεται στην απόφαση:

«Στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτών, για να προσδιορίσει την ταυτότητά του, αναφέρει, στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, ότι η αίτηση αυτή ασκείται από τον Κωνσταντίνο, πρώην βασιλιά των Ελλήνων. Η ονομασία αυτή, “πρώην βασιλιάς”, αναφέρεται στο δικόγραφο όχι ως τίτλος ευγενείας, ο οποίος απαγορεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 7), αλλά για να προσδιοριστεί η ταυτότητα του αιτούντος, ο οποίος στερείται, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, επωνύμου. Έχει, δηλαδή, την έννοια ότι ο αιτών είναι ο Κωνσταντίνος εκείνος που διατέλεσε βασιλιάς των Ελλήνων έως την έκπτωσή του. Πρόκειται για αναφορά σε ένα ιστορικό γεγονός που, όπως και άλλα στοιχεία, μπορεί πράγματι να προσδιορίσει την ταυτότητα του πιο πάνω προσώπου, προκειμένου το πρόσωπο αυτό να τύχει δικαστικής προστασίας».

Ο Κωνσταντίνος διαθέτει διπλωματικό διαβατήριο της Δανίας ως “Constantine de Grecia” (ισπανικά: «Κωνσταντίνος της Ελλάδας») ενώ οι σύγχρονες συνθήκες διακίνησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και η εξέλιξη των πολιτικών ηθών στην Ελλάδα έχουν καταστήσει ξεπερασμένο το ζήτημα του διαβατηρίου για ταξίδια προς την Ελλάδα. Το 2003 ταξίδευσε στην Ελλάδα με αυτό το όνομα.

Ενίοτε, εκτός Ελλάδος και υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, ο Κωνσταντίνος αποκαλείται ως «Βασιλιάς Κωνσταντίνος» (King Constantine) και προσφωνείται Μεγαλειότατος (His Majesty). Π.χ. αποκαλείται έτσι στις επίσημες ιστοσελίδες της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, της Παγκόσμιας Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας και της Διεθνούς Ενώσεως Μοντέρνου Πεντάθλου, οργανισμών στους οποίους δραστηριοποιείται.

Τιμητικές διακρίσεις

  • Το 1960 στους Ολυμπιακούς αγώνες της Ρώμης κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στην κατηγορία Ντράγκον μαζί με τους Οδυσσέα Εσκιτζόγλου και Γιώργο Ζαΐμη που αποτελούσαν το πλήρωμα του σκάφους «Νηρεύς». Υπήρξε το πρώτο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο της Ελλάδας από το 1912.Συμμετείχε ακόμη και στα Πανελλήνια πρωταθλήματα τοιχοσφαίρισης με πολλές δεύτερες και τρίτες νίκες στο διπλό.
  • Ο Κωνσταντίνος είναι επίτιμο μέλος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής καθώς και επίτιμος πρόεδρος της Παγκόσμιας Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας μαζί με τον Βασιλιά της Νορβηγίας, Χάραλντ Ε΄. 
  • Από το 1994 είναι πάτρονας της Διεθνούς Ενώσεως Μοντέρνου Πεντάθλου (“Union Internationale de Pentathlon Moderne”).
  • Επιπλέον, είναι πάτρονας και πρόεδρος του εκπαιδευτικού οργανισμού Round Square, ενός δικτύου 230 ιδιωτικών σχολείων σε 50 χώρες του κόσμου, και πάτρονας του Gstaad Yacht Club, ενός Ιστιοπλοΐκού Ομίλου που εδρεύει στην Ελβετία.