Κατά της φορολόγησης του επιδόματος αλλοδαπής που λαμβάνουν οι πολιτικοί υπάλληλοι του Δημοσίου, όταν μεταβαίνουν στο εξωτερικό για εκτέλεση υπηρεσίας ή ειδική αποστολή, τάσσεται το Β’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίνοντας ότι είναι αντισυνταγματική η υπαγωγή του σε φόρο εισοδήματος.

Για οριστική κρίση πάντως, το θέμα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Σύμφωνα, ωστόσο, με τους συμβούλους Επικρατείας, το επίδομα αλλοδαπής που φορολογείται με συντελεστή 15% δεν μπορεί να υποβάλλεται σε φόρο εισοδήματος, ακόμη κι αν ωφελείται έμμεσα απ’ αυτό ο μισθωτός. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 78 του Συντάγματος αλλά και τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, κάθε παροχή στον μισθωτό, όπως επιχορήγηση, επίδομα ή αποζημίωση που προορίζεται να καλύψει δαπάνες τις οποίες αναγκάζεται αυτός να καλύψει λόγω της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, δεν είναι προσαύξηση μισθού και άρα δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος.

Άλλωστε, σύμφωνα με τον Ν. 2594/1998, με τον οποίο θεσπίστηκε το επίδομα αλλοδαπής στους πολιτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου που μεταβαίνουν στο εξωτερικό «για εκτέλεση υπηρεσίας ή με ειδική αποστολή για χρονικό διάστημα άνω των τριάντα ημερών, προκειμένου να ανταποκριθούν, κατά τη ρητή διάταξη του νόμου, στην ανάγκη αντιμετωπίσεως του αυξημένου κόστους ζωής στην αλλοδαπή και των ειδικών συνθηκών διαβίωσης σε κάθε χώρα, προς κάλυψη των δαπανών, στις οποίες αυτοί υποβάλλονται εξαιτίας της υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί, δεν επιτρέπεται, κατά τα άρθρα 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, να υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, γιατί έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα».