Μία «λαοθάλασσα» από παιδιά «πλημμύρισε» το κοιμητήριο του Παλαιού Φαλήρου, την «τελευταία κατοικία» του Αλέξη. Τα περισσότερα από αυτά μαθητές. Την ώρα της νεκρώσιμης ακολουθίας επικρατούσε απόλυτη σιγή και ακούγονταν, στην κυριολεξία, μόνο ψαλμοί.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αστυνομικοί δεν υπήρχαν πουθενά, τουλάχιστον ένστολοι. Ο κόσμος ήρεμος, τα παιδιά δε μίλαγαν ούτε καν μεταξύ τους. Δεν υπήρχαν φασαρίες, ούτε και εντάσεις, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της κηδείας. Χαρακτηριστική η εικόνα ενός μικρού παιδιού στους ώμους του πατέρα του ανάμεσα στο πλήθος, έξω ακριβώς από την είσοδο του νεκροταφείου. Κανείς δεν αισθάνθηκε ότι το μικρό αυτό παιδί βρισκόταν σε επικίνδυνο περιβάλλον.

Προχωράμε μέσα στο κοιμητήριο, όπου είναι στην κυριολεξία «πλημυρισμένο» από λευκά στεφάνια. «Στον αδικοχαμένο μαθητή μας», διαβάζουμε σε ένα από αυτά, από το σχολείο του μικρού Αλέξανδρου, τη Σχολή Μωραΐτη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Πολλά στεφάνια έχουν σταλεί από γνωστές οικογένειες, πολιτικούς, υπουργούς, κοσμηματοπώλες, τη Βουλή των Ελλήνων, δεκάδες διαφορετικά λύκεια από όλη την Ελλάδα, δημάρχους από όλες τις συνοικίες της Αθήνας, όπως του Παλαιού Φαλήρου, του Ψυχικού (όπου έμενε και ο Αλέξης), της Αθήνας και Πειραιά.

«Στο αδικοχαμένο αγγελούδι μου», γράφει στο δικό του στεφάνι ο θείος του Αλεξάνδρου. Δίπλα στο στεφάνι του Γιώργου και της Άντας Παπανδρέου βρίσκεται εκείνο που έχουν στείλει όλοι οι κρατούμενοι των 21 φυλακών Ελλάδος. Όλη η Ελλάδα εκεί.

Είδαμε επίσης στεφάνια πολλών πολιτών, φίλων και συγγενών της οικογένειας, αμερικανικών κολλεγίων, των ηλεκτροδηγών του Μετρό της Αθήνας, της διοίκησης της ΓΣΕΕ, της ακαδημίας Αθηνών και του Συλλόγου Υπαλλήλων ΤΣΜΕΔΕ, που έγραφε χαρακτηριστικά: «Μας άνοιξες νέους δρόμους, αιώνια η μνήμη σου».

Προχωρήσαμε πίσω από την εκκλησία, που βρίσκεται μέσα στο νεκροταφείο. Την ώρα των ψαλμών το θέαμα ήταν πραγματικά συγκινητικό. Εκεί είχαν «αποσυρθεί» οι συμμαθητές και οι πραγματικοί φίλοι του Αλεξάνδρου. Παιδιά 15-16 χρονών με μάτια κατακόκκινα. Κορίτσια, τα οποία δεν μπορούσαν να μιλήσουν από τους λυγμούς. Απόλυτη σιγή. Τα παιδιά είχαν μαζευτεί μεταξύ τους και κάθονταν το ένα δίπλα στο άλλο, κάτω στο έδαφος και ανάμεσα στους τάφους. Κανένα δε μιλούσε, κανένα δεν κινούνταν.

Ξεχωρίσαμε έναν καθηγητή του Αλεξάνδρου από τη Σχολή Μωραΐτη. Συντετριμμένος, μας εξήγησε ότι αυτά τα παιδιά που κοιτούσαμε αμίλητα και ακίνητα ανάμεσα στους τάφους, ήταν οι συμμαθητές του «Gregory». Έτσι φωνάζανε όλοι τους τον Αλέξη, εμπνευσμένοι από το «μακρύ» του επίθετο, «Γρηγορόπουλος». Τα παιδιά μεγάλωσαν στην κυριολεξία μαζί, μια και ήταν συμμαθητές από την πρώτη δημοτικού μέχρι και την τρίτη γυμνασίου, όταν και ο Αλέξης αναγκάστηκε να φύγει από το σχολείο, γιατί είχε πρόβλημα στο να περάσει μερικά μαθήματα.

Μερικά από αυτά ήταν μαζί με τον «Gregory» την ημέρα που «έπεσε» από τη σφαίρα του αστυνομικού, μπροστά στα μάτια τους. «Είχαν πάει για τη γιορτή του Νίκου και έπιναν μπύρες στα Εξάρχεια. Δεν πήγαιναν συνέχεια στα Εξάρχεια, έτυχε εκείνη την ημέρα. Τα παιδιά δεν είχαν ούτε όπλα, ούτε μολότοφ, ούτε καν πέτρες. Κάτι άδεια πλαστικά μπουκάλια νερού είχαν, που τα πετάξαν στον αστυνομικό, όταν ήρθε προς το μέρος τους και άρχιζε να τους βρίζει με τις χειρότερες βρισιές, δείχνοντάς τους τα γεννητικά του όργανα. Τα παιδιά τον έβρισαν και αυτά».

Η νεκρώσιμη ακολουθία τελείωσε και ένα άσπρο φέρετρο βγήκε από την εκκλησία, γεμάτο λευκά λουλούδια. Μόνο στη θέα του, τα παιδιά πάγωσαν. Κάπου εκεί είδαμε το Λάκη Λαζόπουλο και την Άννα Φόνσου. Κανένας πολιτικός, κανένα όργανο της εξουσίας δεν τόλμησε να εμφανιστεί. Όλοι αρκέστηκαν να στείλουν στεφάνια.

Καθώς η κηδεία τελείωνε, έξω από το νεκροταφείο εμφανιστήκαν δύο μηχανάκια, που προκάλεσαν θόρυβο και αναστάτωση. Αυτά σηματοδότησαν και το τέλος της ηρεμίας και της σιγής που επικρατούσε. Οι «κρυμένοι γνωστοί-άγνωστοι» ξαφνικά εμφανιστήκαν όλοι μαζί, και όχι, αυτοί δεν ήταν φίλοι του Αλέξη. Τα πράγματα ήταν φανερό ότι θα άλλαζαν τώρα. 

Από τα πρώτα πράγματα που έκαναν, ήταν να επιτεθούν σε ένα γαλλικό συνεργείο. Έπειτα, προχώρησαν στους γύρω δρόμους, ψάχνοντας να βρουν με ποιον θα τα «βάλουν».

Οι κάτοικοι γύρω από το νεκροταφείο πανικόβλητοι κλείδωσαν τα σπίτια τους και απομάκρυναν από τους γύρω δρόμους τα αυτοκίνητά τους. Στην περιοχή γύρω από το κοιμητήριο υπάρχουν μόνο πολυκατοικίες και όχι καταστήματα. Κανένας δεν κάθεται πια στα μπαλκόνια, καμιά είσοδος δεν είναι ανοιχτή.

Τα ίδια άτομα προχώρησαν προς τον κεντρικότερο δρόμο της περιοχής, την Ελευθερίου Βενιζέλου. Εκεί, έβαλαν φωτιά στην τράπεζα Πειραιώς, καθώς και σε κάδους απορριμμάτων στις γραμμές του τραμ, για να το εμποδίσουν.   

Αντιλαμβάνονται ότι η Ελευθερίου Βενιζέλου, που προεκτείνεται στη Νέα Σμύρνη, είναι ο κεντρικός δρόμος με καταστήματα, τράπεζες και μεγάλα κτίρια, που μπορούν να «εκμεταλλευθούν». Αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την «τελευταία κατοικία» του Αλέξη και οδεύουν προς τα εκεί, όπου και παραμένουν ακόμα, καταστρέφοντας ό,τι βρεθεί μπροστά τους…

Ήταν μόνο η αφορμή

Αυτό που συμβαίνει, δεν είναι απλά μία έκρυθμη και ανεξέλεγκτη κατάσταση. Δεν είναι τυχαία βίαιο και επιθετικό. Δεν είναι η παράνοια και η ανοησία του κόσμου. Δεν είναι οι χασομέρηδες χούλιγκαν που ακολούθησαν τα παιδιά τους. Τους μαθητές, τους φοιτητές, τους αντιεξουσιαστές. Οι άνθρωποι που ξεχύθηκαν σαν ποτάμι δεν τρελάθηκαν ξαφνικά, αγανάκτησαν. Βαρέθηκαν να είναι παθητικοί θεατές των δρώμενων, τηλεθεατές του καναπέ, πολίτες της χυδαίας καθημερινότητας. Αηδίασαν,  παρακολουθώντας τους πολιτικούς της υποκρισίας, τους μισθωμένους δημοσιογράφους της προπαγάνδας, τους επιχειρηματίες της απόλυτης εκμετάλλευσης, τους εργατοπατέρες συνδικαλιστές της συναλλαγής, τους γιατρούς, τους δικηγόρους και τους δικαστές της αέναης απάτης. Είναι απλοί άνθρωποι, πολίτες της καθημερινότητας, που κουράστηκαν να παριστάνουν τους μαλάκες της ιστορίας, τους ήρωες της συγκυρίας, τους χειροκροτητές των απατεώνων, το αναλώσιμο προϊόν των εκάστοτε κυβερνώντων…

Ο τραγικός θάνατος του δεκαπεντάχρονου δεν είναι η αιτία των επεισοδίων, είναι η αφορμή. Τις αιτίες τις γνωρίζουν όλοι. Όσοι διαδηλώνουν αλλά και οι άλλοι που σιωπούν ένοχα.

Στο τέλος, το λογαριασμό θα τον πληρώσουν οι συνήθεις ύποπτοι, αυτοί που φτιάχτηκαν για να πληρώνουν. Οι εισπράκτορες προς το παρόν θα περιμένουν στη γωνία να καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός της αγανάκτησης, για να επιστρέψουν απερίσπαστοι στο θεάρεστο έργο τους.

Γνωρίζουν καλά ότι τα παιδιά που σπάνε είναι  παιδιά του κόσμου, χωρίς ίδιες ευκαιρίες, χωρίς ελπίδα και το σημαντικότερο χωρίς δικαίωμα στο όνειρο… Γι αυτό τα αφήνουν να σπάσουν, να ρημάξουν, ακόμα και να εγκληματήσουν εις βάρος της περιουσίας των άλλων θυμάτων τους, γιατί τα θύματά δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μαζί.

Τι σημασία έχει αν το μαγαζί που κάηκε δεν έβγαζε ούτε τα έξοδά του, αφού έπρεπε να υπάρχει. Τι νόημα έχει εάν μια οικογένεια φυτοζωούσε πίσω από τέτοιο μαγαζί. Καμένο φαντάζει ωραιότερο, γιατί η σημερινή του εικόνα συντηρεί το σύστημα, που ίσως δεν εξυπηρετούσε η χθεσινή ύπαρξή του.

Αυτή είναι και η τέχνη του συστήματος, το χαροκαμένο επιτηδευματία να τον εμφανίζει ως καμένο και αντί για τα διαχειριστικά του χάλια, να δείχνει τα χάλια των κουκουλοφόρων.

 Το ευφυές σύνθημα σε τοίχο του Πειραιά «μαλάκα κουραμπιέ έρχονται Χριστούγεννα», τα λέει όλα…        

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης