Σε κόκκινο συναγερμό έχουν τεθεί από τη Δευτέρα 17 Αυγούστου οι υγειονομικές δομές της χώρας για να αντιμετωπιστούν κυρίως τα κρούσματα Covid-19, που αφορούν αδειούχους που επιστρέφουν από τις διακοπές τους στις εργασίες τους. Οι αδειούχοι αυτοί, κατά κανόνα, είναι ασυμπτωματικοί ή έχουν πολύ ελαφρά συμπτώματα αλλά αποτελούν πηγή υπερμετάδοσης του ιού στους χώρους εργασίας τους.
Οι ειδικοί αναμένουν σοβαρή επιδείνωση της κατάστασης όσον αφορά την αύξηση κρουσμάτων αλλά και περιστατικών Covid-19 που χρίζουν άμεσης νοσηλείας.

Υπενθυμίζεται ότι τις πρώτες 16 ημέρες του μήνα έχουν καταγραφεί συνολικά 2.635 κρούσματα, ενώ στην Αττική μόνο την τελευταία εβδομάδα φτάνουν τα 460. Οι ειδικοί έχουν αναφέρει ότι ανάλογα με την εξέλιξη των κρουσμάτων και τις εισηγήσεις των ειδικών, θα προχωρήσει σε άρση ή νέα λήψη μέτρων.

Ως εκ τούτου το υπουργείο Υγείας, αυξάνει τον αριθμό νοσοκομείων τα οποία θα διαχειριστούν τους νοσούντες από κορωνοϊό ενώ θα λειτουργούν επί 24ώρου βάσεως Κέντρα Υγείας για την υποδοχή κρουσμάτων, έτσι ώστε να υπάρξει αποσυμφόρηση στα νοσοκομεία αναφοράς αλλά και μείωση του κινδύνου μετάδοσης του ιού εντός των μεγάλων νοσοκομειακών δομών.

Ήδη επιχειρήσεις ετοιμάζονται να εφαρμόσουν καθεστώς τηλεργασίας για τις πρώτες μέρες μετά την επιστροφή του εργαζόμενου από διακοπές και μέχρι να υπάρξει βεβαιότητα πως δεν είναι φορέας του νέου κορωνοιού. Ένα τέτοιο μοντέλο αναμένεται για παράδειγμα να εφαρμοστεί και στις τράπεζες. Χαρακτηριστικό είναι πως ο υφυπουργός, Πολιτικής Προστασίας, Νίκος Χαρδαλιάς ανακοίνωσε πριν λίγα 24ωρα πως τα μέλη των ομάδων αυξημένου κινδύνου για σοβαρή νόσο από τον κορωνοϊό που εργάζονται στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, στο εξής θα εργάζονται με τηλεργασία ή back office, κατά την επιλογή του εργαζομένου, έως 31 Αυγούστου.

Προληπτικοί έλεγχοι – Τεστ και μέτρα προστασίας στους χώρους εργασίας

Παρά την έκρηξη των κρουσμάτων που έχει σημειωθεί τις τελευταίες ημέρες αρμόδιοι εκτιμούν ότι υπάρχουν περιθώρια μείωσης του αριθμού, προκειμένου να συγκρατηθεί η εξάπλωση της πανδημίας. Ήδη ο αριθμός των κρουσμάτων που καταγράφονται σε καθημερινή βάση, είναι περισσότερα από 200 ωστόσο, είναι χαμηλότερος από τις εκτιμήσεις ειδικών. Στα τέλη Ιουλίου, οι επιστήμονες που παρακολουθούσαν τα επιδημιολογικά δεδομένα, έκαναν λόγο για 500 κρούσματα την ημέρα τα οποία θα μπορούσαν να κορυφωθούν στα 700 την ημέρα μέχρι τα τέλη Αυγούστου.

Εν τω μεταξύ, η Πολιτική Προστασία έχει ζητήσει από τους αδειούχους που επιτστρέφουν από τις διακοπές τους να εφαρμόσουν εθελοντικά προσωπική καραντίνα 7 ημερών, πριν επιστρέψουν στις εργασίες τους. Το μέτρο αυτό θα μπορούσε να ήταν εφικτό εάν είχε συμφωνηθεί με την αγορά εργασίας και είχε τη συναίνεση  της πλειοψηφίας του επιχειρηματικού κόσμου.

Αντιθέτως, μέχρι στιγμής δεν παρατηρείται η εφαρμογή μιας γενικής – κάθετης και οριζόντιας πολιτικής προστασίας στο χώρο εργασίας σε συνεργασία των επιχειρήσεων με τους εργαζομένους τους, έτσι ώστε να υπάρξει μία γενική οδηγία προς όλους τους επιστρέφοντες από τις διακοπές στην εργασία τους να υποβάλλονται σε μοριακά τεστ για ανίχνευση του ιού. Σημειώνεται και επισημαίνεται ότι το κόστος διεξαγωγής του τεστ δεν αναλαμβάνεται από τα ταμεία και άρα επιβαρύνει απόλυτα τους πολίτες – εργαζόμενους, κάτι που δεν συμβαίνει με τα κοινωνικά ταμεία στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε όταν το ζήτημα αφορά την ασφάλεια χώρων εργασίας.

Επισημαίνεται επίσης πως το κόστος για το τεστ κυμαίνεται από 100-150 ευρώ, αδιανόητα υψηλή τιμή όταν το αντίστοιχο τεστ χωρίς την κάλυψη των κοινωνικών ταμείων στη Γαλλία, κοστίζει μόλις 25 ευρώ.

Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε πολιτική προληπτικής εξέτασης των πολιτών που επιστρέφουν από τις άδειές τους ώστε να διασφαλιστεί η υγειονομική ασφάλεια στους χώρους εργασίας, είναι ανέφικτη στις παρούσες συνθήκες. Σύμφωνα με τους εργατολόγους αλλά και το υφιστάμενο εργατικό Δίκαιο, το κόστος διεξαγωγής προληπτικών τεστ στους εργαζόμενους, επιβαρύνει τις επιχειρήσεις και τους εργοδότες. Αυτή η πρόνοια του νόμου είναι ωστόσο θεωρητική και δεν εφαρμόζεται στην πράξη.

Είναι δηλάδη απολύτως απαραίτητη να υπάρξει συνεργασία μεταξύ του υπουργείου Εργασίας και Υγείας για να καλυφθεί αυτό το νομικό κενό και να προβλεφθεί η κάλυψη των εξόδων για τα τεστ έτσι ώστε να καταστεί εφικτή η εξέταση των εργαζομένων και να διασφαλιστεί η ασφάλεια των χώρων εργασίας.