Με αφορμή την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ο τέως πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέας Γεωργίου αναφέρει τα εξής:

«Με ιδιαίτερη ικανοποίηση και χαρά πληροφορήθηκα την υπέρ μου απόφαση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) ότι παραβιάσθηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα μου—λόγω άδικης δίκης—κατά την καταδίκη μου για «παράβαση καθήκοντος» επειδή δεν έθεσα τα διορθωμένα στοιχεία του ελλείμματος του 2009 σε ψηφοφορία το Νοέμβριο του 2010. Ζήτησε μάλιστα να επαναληφθεί η δίκη στον ΑΠ.

Συγκεκριμένα, έκρινε ότι παραβιάσθηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα μου όταν τα ελληνικά δικαστήρια αρνήθηκαν το νόμιμο αίτημα μου να τεθεί προδικαστικό ερώτημα στο αρμόδιο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ορθή ερμηνεία των κανόνων του Κώδικα Ορθής Πρακτικής των Ευρωπαϊκών Στατιστικών που πρέπει να εφαρμόζεται κατά την παραγωγή επίσημων στατιστικών στοιχείων στα Κράτη Μέλη της ΕΕ.  Ειδικότερα, το ερώτημα που δεν ετέθη αφορούσε την ορθή ερμηνεία του κανόνα του Κώδικα Ορθής Πρακτικής των Ευρωπαϊκών Στατιστικών ότι «οι επικεφαλής των Εθνικών Στατιστικών Υπηρεσιών … είναι οι μόνοι αρμόδιοι για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τις στατιστικές μεθόδους, τα πρότυπα και τις διαδικασίες, καθώς και σχετικά με το περιεχόμενο και τη χρονική στιγμή της δημοσίευσης στατιστικών στοιχείων.»

Ο Ευρωπαϊκός κανόνας αυτός, στο πλαίσιο της Αρχής της Επαγγελματικής Ανεξαρτησίας του Κώδικα Ορθής Πρακτικής, έχει θεμελιώδη και καίρια σημασία για την αξιοπιστία των επίσημων στατιστικών στοιχείων των Κρατών Μελών της ΕΕ και την προστασία τους από πάσης φύσης πολιτικές και κυβερνητικές παρεμβάσεις–ακριβώς δηλαδή την παθολογία που οδήγησε στα «greek statistics».  Είναι για το λόγο αυτό ιδιαίτερα χαρμόσυνη η απόφαση του ΕΔΔΑ και η αναγνώριση ότι η καταδίκη μου από τα τοπικά δικαστήρια ήταν άδικη. Είναι εξάλλου ευρύτατα γνωστό ότι η δική μου θητεία στην ΕΛΣΤΑΤ (Αύγουστος 2010 – Αύγουστος 2015), για την οποία διώκομαι πολλαπλώς και διαρκώς ήδη εδώ και σχεδόν δώδεκα χρόνια, αποκατέστησε την αξιοπιστία των στατιστικών στοιχείων της Χώρας και επέτρεψε στην Ελλάδα και στους εταίρους της παγκοσμίως να βασίζονται στα στοιχεία αυτά, απαλλάσσοντας τη Χώρα από το στίγμα που δημιούργησαν οι καταστροφικές πρακτικές που η διοίκησή μου ανέτρεψε. 

Ίσως δεν είναι εξίσου γνωστό ότι οι διαρκείς διώξεις που έχω υποστεί μου έχουν προκαλέσει τεράστιο προσωπικό κόστος. Παρόλα αυτά δεν διεκδίκησα, όπως θα μπορούσα, οικονομική αποκατάσταση στο πλαίσιο της τελευταίας δίκης – το μόνο για το οποίο φλέγομαι και το οποίο θα διεκδικήσω μέχρι τέλους είναι η συνολική νομική και ηθική αποκατάστασή μου – κάτι που οφείλω στον εαυτό μου, στην οικογένειά μου και στους συναδέλφους στατιστικολόγους στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και παγκοσμίως, πού πρέπει να ενδυναμώνονται ώστε να εργάζονται αποκλειστικά στη βάση των αρχών της στατιστικής δεοντολογίας για την παραγωγή αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων.  Θεωρώ ότι η σημερινή απόφαση ανοίγει πλέον το δρόμο για την επίτευξή αυτού του στόχου και ευχαριστώ όλους όσους στάθηκαν στο πλευρό μου στη δύσκολη αυτή διαδρομή—ανθρώπους και οργανισμούς παγκοσμίως που ουδέποτε έπαψαν να με στηρίζουν και να διεκδικούν τη δικαίωσή μου.

Τέλος, ευχαριστώ τους δικηγόρους μου, ιδίως τον Κωνσταντίνο Παπαδιαμάντη, την Βίκη Ψάλτη, τον Αχιλλέα Δημητριάδη και τον Στάθη Ποταμίτη για τον καλό τους αγώνα που τον κάνουν ανιδιοτελώς, και για τη σταθερή τους προσήλωση στη υπόθεση μου, που είναι εξεχόντως σημαντική όχι μόνο για μένα αλλά και για τη Χώρα και τους θεσμούς της, και πλατύτερα για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»