«Λάβρος» κατά πάντων εμφανίζεται με ανακοίνωσή του, μία ημέρα μετά την πειθαρχική έρευνα σε βάρος του, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Αγγελής, ο οποίος επόπτευε για περίπου ένα τρίμηνο το έργο της Εισαγγελίας Διαφθοράς, μέχρι την παραίτησή του, διαμηνύοντας προς κάθε κατεύθυνση ότι δεν πρόκειται να πάει στη φυλακή για τα λάθη στην έρευνα για την υπόθεση της Novartis.

Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, υπεραμυνόμενος της νομιμότητας των δικών του ενεργειών, καταλογίζει ευθέως παρανομίες και μεθοδεύσεις προκειμένου να αποδυναμωθεί η έρευνα για τη Novartis, για τις οποίες μάλιστα υποστηρίζει πως είχε ενημερώσει τόσο τον υπουργό Δικαιοσύνης όσο και την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου.

Ο κ. Αγγελής μιλά για ένα «αλαλούμ» στην Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς, κατηγορώντας για «ανεπάρκεια» την επικεφαλής του νευραλγικού αυτού Τμήματος Ελένη Τουλουπάκη και τους επίκουρους συναδέλφους της, εισαγγελικούς λειτουργούς, υποστηρίζοντας ότι για αυτόν ακριβώς τον λόγο η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου τού ζήτησε, «με επιμονή»,  να μεταβεί και εκείνος στο περίφημο ταξίδι στη Βιέννη, όπου έγινε η συνάντηση με τους Αμερικανούς για το θέμα της Novartis.

Από αυτό το ταξίδι, όμως, αλλά και εν γένει από τη συνεργασία με τις αμερικανικές Αρχές, δεν αξιοποιήθηκαν, σύμφωνα με τον κ. Αγγελή, «κρίσιμες» πληροφορίες για πρόσωπα, εταιρείες, ακόμη και τουριστικά γραφεία που εμπλέκονταν στη ροή του «μαύρου» χρήματος.

Για όλα αυτά, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου επιμένει ότι είχε ενημερώσει αρμοδίως με «κάθε λεπτομέρεια» πως η έρευνα έχει πάρει τον «δικονομικά στραβό δρόμο». Για τον κ. Αγγελή, «η υπόθεση NOVARTIS αποτελεί ένα υπαρκτό – διεθνές οικονομικό και νομικό σκάνδαλο, στο οποίο έχουν διαπραχθεί σοβαρά ποινικά αδικήματα».

Ο κ. Αγγελής παραδέχεται, πάντως, πως αντέγραψε το Αρχείο της Εισαγγελίας Διαφθοράς, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι αυτό έγινε, «με την έγκριση όμως και εν γνώσει της κας Εισαγγελέως Αρείου Πάγου».

Αρνούμενος ότι έκανε ποτέ «του κεφαλιού του», ο κ. Αγγελής «φωτογραφίζει» το πρόσωπο που έχει γίνει γνωστό ως «Ρασπούτιν», λέγοντας ότι προσπάθησε με χαλκευμένες πληροφορίες να στήσει σκευωρία σε βάρος του, αποδομώντας την προσωπικότητά του, μέσω δημοσιευμάτων στα φιλικά ΜΜΕ.

Αναλυτικά ο κ. Αγγελής αναφέρει:   

Επειδή κατά τις τελευταίες ημέρες εγράφησαν και ακούστηκαν πολλά αναληθή, σχετικώς με την εμπλοκή του ονόματός μου στην έρευνα της υπόθεσης NOVARTIS, γνωστοποιώ προς αποκατάσταση της αλήθειας, αλλά και προς διαφύλαξη της επαγγελματικής και προσωπικής τιμής και υπόληψής μου, αλλά και προς ενημέρωση του μέσου Έλληνα πολίτη, ο οποίος ευλόγως παρακολουθεί τα συμβαίνοντα στον χώρο της Δικαιοσύνης, τα παρακάτω:

– Όλες μου οι ενέργειες σχετικά με την υπόθεση NOVARTIS έγιναν στο πλαίσιο των υπηρεσιακών μου καθηκόντων, υπό την εποπτεία και τον έλεγχο της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κας Ξένης ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, την οποία ενημέρωνα σχεδόν επί καθημερινής βάσεως για τις ενέργειές μου, για την πορεία των ερευνών και για τις άστοχες δικονομικές ενέργειες των διενεργούντων την ποινική έρευνα εισαγγελικών λειτουργών. Όλα τα παραπάνω γίνονταν με βάση την αρχή της ιεραρχίας που διέπει τον εισαγγελικό θεσμό, δηλαδή εγώ επόπτευα κατά νόμο, ενώ ταυτόχρονα ήμουν και «εποπτευόμενος» κατά νόμο, από την κα Εισαγγελέα Αρείου Πάγου. Με απλά λόγια, ένας «αντί», έστω και του Αρείου Πάγου, δεν «κάνει του κεφαλιού του», διότι κάθε πράξη του θεωρείται νομικώς ότι είναι πράξη της Εισαγγελίας όπου υπηρετεί.

– Από κοινού με την κα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κα Ξένη ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ και στο πλαίσιο των καθηκόντων μας, είχαμε ενημερώσει τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Μιχάλη ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ σχετικά με «τον δικονομικώς στραβό δρόμο» που είχε λάβει η ανακριτική πορεία της υπόθεσης NOVARTIS, αλλά και για το εν γένει «αλαλούμ» που επικρατούσε στη λεγομένη «Εισαγγελία καταπολέμησης διαφθοράς», λόγω της ανεπάρκειας των διενεργούντων αυτήν (έρευνα NOVARTIS). Του προτείναμε νομικές λύσεις προς επίλυση του προβλήματος, που όμως χρειαζόταν πολιτική απόφαση (ενδεικτικώς: συγχώνευση – ενσωμάτωση της Εισαγγελίας Διαφθοράς στην Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος).

– Αμέσως μετά την επιστροφή μου από τη «δικαστική συνεργασία» της Βιέννης, στην οποία σημειωτέον συμμετείχα ύστερα από επιμονή της κας Εισαγγελέως Αρείου Πάγου, προκειμένου να μάθει από εμένα «τι τέλος πάντων γίνεται με τη NOVARTIS» αρχές Δεκεμβρίου 2018, αντί της γραπτής αναφοράς που υποβάλλεται (εκ του νόμου και της πρακτικής)  μετά από κάθε διεθνή δικαστική ενέργεια, ενημέρωσα προσωπικώς εκτός από την κα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τον ίδιο τον Υπουργό Δικαιοσύνης κο Μιχάλη Καλογήρου, με κάθε λεπτομέρεια για ό,τι έλαβε χώρα (ενν. στη Βιέννη) και τα οποία έχω αναφέρει στην από 7-1-2019 αναφορά μου.

– Μετά τη σε βάρος μου διάδοση χαλκευμένων πληροφοριών και την προσπάθεια δημιουργίας σκευωρίας  εναντίον μου (ότι δήθεν αρνήθηκα να παραλάβω σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία σε «στικάκι» για την υπόθεση NOVARTIS), από πρόσωπο που στον χώρο της Δικαιοσύνης είναι γνωστό ως «Ρασπούτιν» και μετά την προσπάθεια «αποδόμησης» της προσωπικότητάς μου από φιλικά προς τον κ. Ρασπούτιν ΜΜΕ, με την από 7-1-2019 αναφορά μου προ την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κα Ξένη Δημητρίου υπέβαλα για λόγους ευθιξίας την παραίτησή μου, ως επόπτης και συντονιστής του έργου των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και Εγκλημάτων Διαφθοράς, τονίζοντας προς κάθε κατεύθυνση ότι «εγώ δεν πρόκειται να πάω στη φυλακή, φορτώνοντάς μου τα λάθη της έρευνας NOVARTIS». Σημειωτέον, δε, ότι στον χώρο της ανώτατης δικαιοσύνης όλοι γνωρίζουν ποιος κρύπτεται πίσω από το όνομα Ρασπούτιν, πλην όμως φοβούνται να τον κατονομάσουν για ευνόητους λόγους. Σημειωτέον, επίσης, ότι η υπόθεση NOVARTIS αποτελεί ένα υπαρκτό – Διεθνές οικονομικό και Νομικό σκάνδαλο, στο οποίο έχουν διαπραχθεί (κατά τη δικαστική μου κρίση) σοβαρά ποινικά αδικήματα.

– Στην από 7-1-2019 αναφορά μου προς την Εισαγγελέα Αρείου Πάγου κα Ξένη ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, κατέγραφα όσα και προφορικώς γνώριζε ήδη αυτή, αφού σημειωτέον ενημερωνόταν για τα πάντα από εμένα στο πλαίσιο της ιεραρχικής από αυτήν εποπτείας, ανά πάσα στιγμή και με κάθε λεπτομέρεια, τόσο για τον τρόπο και την πορεία της έρευνας όσο και για τη λειτουργία της Εισαγγελία διαφθοράς. Συγκεκριμένα, ανέφερα ΚΑΙ γραπτώς (κατά λέξη) ότι «… η Εισαγγελέας Διαφθοράς αμφισβητεί τις οδηγίες και συστάσεις, που τις απευθύνω ως επόπτης, όπως π.χ. να περαιώσει το ταχύτερο δυνατόν την εκκρεμότητα που υπάρχει από συστάσεως της υπηρεσίας (2013) στην οποία προΐσταται ή να καλεί σε εξηγήσεις μετά το πέρας των δικογραφιών που σχηματίζει όσα άτομα θεωρεί ως υπόπτους (κατ΄ άρθρο 31 ΚΠΔ), επιπλέον δε αμφισβητεί το δικαίωμά μου ως επόπτη να λαμβάνω γνώση των ουσιαστικών στοιχείων των υπό έρευνα δικογραφιών….», με αποτέλεσμα να πληροφορούμαι την πορεία των υποθέσεων που θεωρητικώς επόπτευα από τις διαρροές που γίνονταν προς τα ΜΜΕ (ελπίζω να μην μου αποδοθούν και αυτές οι διαρροές).

– Προς διευκόλυνση του έργου του κ. Πεπόνη, στον οποίο είχε ανατεθεί η διερεύνηση (όπως πίστευα) των καταγγελλομένων, υπέβαλα συμπληρωματικώς την από 21-2-2019 αναφορά και ζήτησα να εξεταστώ και ως μάρτυρας, αν χρειαστεί. Στην εν λόγω αναφορά κατέγραφα όσα είχα ήδη εκθέσει προφορικώς στην κα Εισαγγελέα Α.Π. (ως «εποπτευόμενος» από αυτήν), καθώς και όσα παράτυπα και παράνομα είχαν υποπέσει στην αντίληψή μου, όπως είχα υποχρέωση εκ του νόμου (άρθρο 37 κπδ). Ενδεικτικώς ανέφερα για τις εκκρεμότητες από τα έτη 2013 (έτος ιδρύσεως της Εισαγγελίας Διαφθοράς) μέχρι και 2018 (με συγκεκριμένα Α.Β. Μ.)  και ότι (κατά λέξη) «…οι ασχολούμενοι με την έρευνα εισαγγελείς διαφθοράς διέπραξαν λάθη και  σφάλματα ανακριτικής τακτικής, για τα οποία κατά την άποψή μου δέον να ελεγχθούν πειθαρχικώς.

Τέτοια λάθη και σφάλματα είναι:

α) η θέση του μετέπειτα κατηγορουμένου Νικολάου ΜΑΝΙΑΔΑΚΗ, σε καθεστώς προστασίας, παρά την ύπαρξη δύο προκαταρκτικών εξετάσεων εναντίον του και παρά το γεγονός ότι αναφέρεται ως εμπλεκόμενος – ύποπτος στις έστω και παράτυπες πληροφορίες των αμερικανικών Αρχών 

β) η μη αναγραφή αριθμού πρωτοκόλλου στα εισερχόμενα έγγραφα των αμερικανικών Αρχών, (γεγονός που επιτρέπει την «προσθαφαίρεση» εγγράφων)

γ) η μη συνέχιση της νόμιμης Δικαστικής Συνδρομής και η χωρίς λόγο και αιτία παύση αυτής (ενδεικτικώς: ουδέποτε ζητήθηκαν νομοτύπως οι καταθέσεις των μαρτύρων ενώπιον της αμερικανικής Δικαιοσύνης)

δ) η μη διενέργεια (εν ανάγκη) συντονιστικών συναντήσεων στο πλαίσιο της EUROJUST, αλλά αντ΄ αυτών οι αμφιβόλου νομιμότητας (και χάριν αναψυχής), άτυπες συναντήσεις, χωρίς αυτές να προβλέπονται από τον νόμο και χωρίς την τελική λήψη κάποιου συγκεκριμένου νόμιμου αποδεικτικού στοιχείου

ε) η μη διερεύνηση κρίσιμων πληροφοριών, που έστω και παράτυπα δόθηκαν από τις αμερικανικές Αρχές (π.χ. δεν διερευνήθηκαν κατονομαζόμενες εταιρείες και τουριστικά γραφεία που εμπλέκονταν σε νομιμοποίηση παρανόμου χρήματος, ούτε και συγκεκριμένοι τραπεζικοί λογαριασμοί)

στ) η δημιουργία απόλυτων ακυροτήτων με τη συμμετοχή της προϊσταμένης Εισαγγελέως Διαφθοράς κας Ελένης ΤΟΥΛΟΥΠΑΚΗ στη λήψη ενόρκων καταθέσεων, ως μη έδει, αφού στη συνέχεια η ίδια θα επικύρωνε ως επόπτης τις δικές της δικονομικές ενέργειες «ως υφισταμένη του εαυτού της»

ζ) η προειλημμένη απόφασή των για άσκηση ποινική δίωξης τύπου «όπως-όπως – τύπου fast track», χωρίς την προηγούμενη τήρηση του άρθρου 239 ΚΠΔ

η) η κατάτμηση της δικογραφίας και η τμηματική αυτής εξέταση, αφού κάτι τέτοιο αποδυναμώνει τη συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων, δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς για την έρευνα της συγκεκριμένης υπόθεσης, αλλά και τη Δικαιοσύνη εν γένει 

θ) η γνωστοποίηση στοιχείων στον Τύπο, από όπου και εγώ ελάμβανα γνώση, για την πορεία της δικογραφίας.

– Από ό,τι γνωρίζω οι καταγγελίες μου ουδόλως ερευνήθηκαν από την κα Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, τέθηκαν δε στο Αρχείο (γιατί άραγε), όπου παρέμειναν για πέντε περίπου μήνες και θα παρέμειναν «στον αιώνα τον άπαντα», εάν δεν ερχόταν ένα δημοσίευμα εφημερίδος να ταράξει «τον μακάριο ύπνο τους». Σημειωτέον, δε, ότι η δημοσιοποίηση αφορά σε απειροελάχιστα στοιχεία από όσα αναγράφονται στις αναφορές μου. Ταυτόχρονα δε, οι πρωταρχικώς υπαίτιοι για τη θέση των δικογραφιών στο Αρχείο, «νίπτοντας τας χείρας των», η μεν μία διέταξε ποινική έρευνα κατ’ άρθρο 35 κπδ, ο δε άλλος (υπουργός Δικαιοσύνης κος Μιχάλης ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ) διέταξε πειθαρχική έρευνα εναντίον μου (διερωτώμαι, ποιο πειθαρχικό αδίκημα φέρεται ότι διέπραξα). Και όλα αυτά γιατί είχα το σθένος να πράξω το καθήκον μου, όπως επιβάλλει ο νόμος και η συνείδησή μου, να αναφέρω δηλαδή  κατ΄ άρθρο  37 ΚΠΔ, όπως είχα υποχρέωση, παρανομίες που υπέπεσαν στην αντίληψή μου κατά την ενάσκηση των καθηκόντων μου, χωρίς να υπολογίζω τις συνέπειες και τις δυσκολίες, που από την εμπειρία μου γνώριζα ότι θα ακολουθήσουν. Ενώ διερωτώμαι ταυτόχρονα: δεν θα είχα παραβεί το καθήκον της υπηρεσίας μου, εάν είχα παραλείψει να υποβάλω τις από 7-1-2019 και 21-2-2019 αναφορές μου (τη συνείδησή μου σίγουρα θα την είχα παραβιάσει);

– Εκτιμώ την έστω και την εκ των υστέρων «ευαισθησία» αυτών που διέταξαν «την πολύπλευρη ποινική έρευνα» και την πειθαρχική εναντίον μου έρευνα, διερωτώμαι όμως, όχι μόνον ως εισαγγελικός λειτουργός, αλλά ως απλός πολίτης, θα επιδείξουν την ίδια ευαισθησία και έναντι αυτών που έθεσαν τις καταγγελίες μου στο αρχείο και προπάντων για το περιεχόμενο των καταγγελιών μου;

– Από τα ΜΜΕ πληροφορήθηκα ότι μου αποδίδεται η «παράνομη πράξη» (και μάλιστα ύστερα από όψιμη αναφορά εναντίον μου, που συνειρμικά με οδηγεί στον κ. Ρασπούτιν) ότι ελέγχομαι για «παράνομη αντιγραφή αρχείων της κας Τουλουπάκη». Επί του θέματος αυτού η πραγματικότητα είναι η παρακάτω: πράγματι αντέγραψα το αρχείο της «Εισαγγελίας Διαφθοράς», με την έγκριση όμως και εν γνώσει της κας Εισαγγελέως Αρείου Πάγου. Τούτο αποφασίστηκε προκειμένου «να βρεθεί άκρη στο αλαλούμ» που επικρατούσε στην Εισαγγελία Διαφθοράς και ύστερα από συγκεκριμένες αντιφάσεις της διευθύνουσας αυτήν, σε συγκεκριμένες υποθέσεις (για τις οποίες φυσικά και θα καταθέσω ενόρκως). Κατά την πρωία που μετέβην προς διενέργεια συγκεκριμένης υπηρεσιακής πράξεως στην «Εισαγγελία Διαφθοράς» συνοδευόμενος από τρίτο πρόσωπο, βρήκα νεαρό άτομο, που, όπως μου γνωστοποίησε, ήταν ο γιος της εκεί ευρισκόμενης γραμματέως και που «ήταν μέσα στον υπολογιστή και έπαιζε», όπως μου είπε. Είναι ευνόητο, όμως, ότι ο εν λόγω νεαρός είχε πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία του αρχείου, αφού αυτό τηρείται χωρίς καμιά ασφάλεια και σε μορφή απλού WORD, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η ανά πάσα στιγμή τροποποίηση των τηρουμένων στοιχείων. Αφού σήκωσα τον νεαρό από την καρέκλα, διερεύνησα τις σχετικές εγγραφές για την υπόθεση NOVARTIS. Τις «αταξίες και ακαταλαβίστικες ενέργειες» που διαπίστωσα, τις αντέγραψα σε «στικάκι» και τις ανέφερα  γραπτώς στις σελίδες 11 έως και 14 της από 21-2-2019 αναφοράς μου προς την κα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Είναι λοιπόν πλέον ή βέβαιον ότι τις σελίδες αυτές (11 έως και 14) της αναφοράς μου θέλουν να ακυρώσουν όσοι  προσπαθούν να θεμελιώσουν δήθεν ποινική ευθύνη μου από την «παράνομη αντιγραφή του αρχείου της κας Τουλουπάκη». Όσον για τον φόβο που πιθανόν να διακατέχει κάποιους, υποψιαζόμενοι ότι ενδεχομένως να ερεύνησα και υποθέσεις που έχουν τεθεί στο αρχείο και την αιτιολογία αυτών, ουδέν αναφέρω προς το παρόν, πέρα του ότι, όπως προφορικώς ενημέρωσα την κα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, «καλό είναι να επανεξεταστεί η αιτιολογία όσων υποθέσεων τέθηκαν στο αρχείο».

– Στο εύλογο ερώτημα, ποιος τέλος πάντων είναι ο «πανίσχυρος κ. Ρασπούτιν» παρακαλώ τον συνάδελφό μου κ. Δασούλα να αναζητήσει την πορεία και την κατάληξη της σχετικής ποινικής έρευνας που έχει διαταχθεί από την κα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Στον βαθμό, πάντως, που μου το έχει γνωστοποιήσει (το όνομα) η κα Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (όταν ήμουν το πλέον «αγαπημένο της παιδί στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου» και οι απόψεις μας ταυτίζονταν, μέχρι βαθμού παρεξηγήσεως, ότι δηλαδή δεν ήμουν μόνο το αγαπημένο της, αλλά και το «υπάκουο παιδί της»), αυτός είναι μέλος της κυβέρνησης και έχει τη δυνατότητα να διορίζει «παιδιά και νύφες» ατόμων που βρίσκονται στις ανώτερες βαθμίδες της Δικαιοσύνης, «ενδεχομένως δε και ατόμων της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου».

– Αναμένοντας το επόμενο (τρίτο εναντίον μου) κτύπημα του «κ. Ρασπούτιν», επικαλούμαι προς απόδειξη της αλήθειας όλων των παραπάνω τα έγγραφα τα οποία αναγράφω στις από 7-1-2019 και 21-2-2019 αναφορές μου. Παρακαλώ επίσης τον διενεργούντα την έρευνα κ. συνάδελφό μου να καλέσει ως μάρτυρες την κα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης και σε περίπτωση άρνησής των όσων αναφέρω παραπάνω, να μας εξετάσει κατ’ αντιπαράσταση,  

– Η παρούσα ανακοίνωση φέρει την υπογραφή μου, δεν προέρχεται «από κύκλους ή τετράγωνα» (όπως συνήθως γίνεται), αποσκοπεί δε στο να πληροφορηθεί και ενημερωθεί ο μέσος Έλληνας πολίτης την αλήθεια σχετικά με την έρευνα της συγκεκριμένης υπόθεσης, εν όψει της πολιτικής και ενδεχομένως κομματικής θεώρησης των πραγμάτων. Σκοπός της εν λόγω ανακοίνωσης είναι επίσης να γίνει γνωστό «πόσο δύσκολη είναι η απονομή της δικαιοσύνης στα ανώτερα κλιμάκια», καθώς και «πόσο και με ποιους πρέπει να παλέψει»  ένας αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, για να μην παρανομήσει.

– Προς άρση κάθε παρεξηγήσεως, θέλω να διευκρινίσω ότι δεν στρέφομαι προσωπικώς εναντίον οποιουδήποτε συναδέλφου μου (όπως γίνεται προσπάθεια από πολλούς να παρουσιαστεί). Απλώς καταγγέλλω πράξεις, το γεγονός δε ότι ορισμένες από αυτές ενδεχομένως να αφορούν και κάποιους φίλους και αγαπητούς από χρόνια συναδέλφους, νυν ή και πρώην, δεν νομίζω ότι μου δίνει το δικαίωμα να σιωπήσω, αφού «φίλος μεν ο συνάδελφος, φιλτάτη όμως η αλήθεια». Επιπλέον, δε, οφείλω και στη συγκεκριμένη περίπτωση (NOVARTIS) να τηρήσω τον όρκο που έχω δώσει πριν τριάντα έξι (36) χρόνια, ήτοι «να τηρώ το Σύνταγμα και τους νόμους και να εκτελώ τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου».

Ανακοίνωση από τον υπουργό Δικαιοσύνης

Την δική του απάντηση για τα όσα αναφέρονται για τον ίδιο από τον κ. Αγγελή, έδωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Καλογήρου. 

«Αμέσως μετά την ενέργειά μου να ζητήσω, όπως από το νόμο προβλέπεται, τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για τις καταγγελίες του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Ι. Αγγελή, ο τελευταίος έσπευσε να δημοσιοποιήσει ανακοίνωσή του προς τον Τύπο.

Σε σχέση με όσα αναφέρονται σε αυτή, απόλυτα διευκρινίζεται ότι έχω ήδη από την αρχή της θητείας μου επιλέξει να μην τοποθετούμαι ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εμπλέκομαι σε αξιολογήσεις σχετικά με τη δικονομική μεταχείριση οποιασδήποτε υπόθεσης.

Όσον αφορά τα διαλαμβανόμενα στην επιστολή τού κ. Αγγελή τα μόνα ζητήματα που μου είχε θέσει ήταν η άποψή του σε σχέση με δημοσιεύματα, καθώς και η προσωπική του νομική άποψη σχετικά με τη μελλοντική συγχώνευση των ειδικών εισαγγελιών. Οποιαδήποτε άλλωστε ενημέρωσή μου, επιτρέπω να αφορά μόνο αντικείμενα που εμπίπτουν στα καθήκοντά μου, προκαλώντας πάντοτε ακόλουθα τη νόμιμα προβλεπόμενη διαδικασία.

Τέλος, υπενθυμίζεται ότι προέβην στην παραγγελία άσκησης προκαταρκτικής εξέτασης μετά από διαβιβαστικό έγγραφο από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ακριβώς ώστε το κρίσιμο ζήτημα να πάψει να συνιστά αντικείμενο διαρροών ή υπαινικτικών αναφορών, όπως άλλωστε δεν ταιριάζει σε θεσμικά όργανα που έχουν αναλάβει και ασκούν πολιτική ή δικαστική εξουσία.

Η προκαταρκτική εξέταση από δικαστικό όργανο άλλου δικαστηρίου που έχει ήδη ζητηθεί θα δώσει τη δυνατότητα οριστικής και με πλήρη διαφάνεια επίλυσης του ζητήματος από τα ίδια τα όργανα της Δικαιοσύνης, δηλαδή από όργανα που φέρουν τα εχέγγυα άσκησης των συναφών καθηκόντων με ανεξαρτησία, πληρότητα και αντικειμενικότητα».