Κωνσταντίνος Διονυσόπουλος
H ακτιβίστρια, Ναουάλ Σούφι, φέρεται να ήταν ο πρώτος άνθρωπος που επικοινώνησε με το αλιευτικό που ναυάγησε στην Πύλο λίγη ώρα πριν το μοιραίο δυστύχημα.
Μιλά για νεκρούς πάνω στο σκάφος, ανάμεσά τους και ένας 16χρονος, αλλά και τους λόγους που έγινε, σύμφωνα με όσα της είπαν οι επιβαίνοντες.
Η «Ζούγκλα» προσπάθησε να έρθει σε επικοινωνία με την Ιταλομαροκινή ακτιβίστρια, η οποία όμως απάντησε πως είναι αδύνατο να μιλήσει σε όλους τους δημοσιογράφους.
Όπως ανέφερε την προσέγγισαν πάνω από 100 δημοσιογράφοι και για αυτό τον λόγο ανάρτησε ένα ηχητικό στον λογαριασμό της όπου αφηγείται τις συνομιλίες που είχε με τους επιβαίνοντες στο συγκεκριμένο σκάφος καθώς και τα συμπεράσματά της.
Επειδή η γλώσσα που μιλάει είναι τα ιταλικά, μετά το ηχητικό σας μεταφέρουμε την γραπτή μετάφραση στα ελληνικά.
«Την ημέρα της 13ης Ιουνίου 2023 δέχτηκα κλήση από ένα σκάφος με 750 άτομα που είχαν φύγει από τη Λιβύη, από την πόλη Τομπρούκ. Οι άνθρωποι που επέβαιναν ζητούσαν βοήθεια.
Αρχικά με κάλεσε μια γυναίκα που δεν ξέρω το όνομά της. Δεν ρώτησα το όνομά της, αλλά τώρα ξέρω κάτι γι’ αυτήν. Πριν από μία ώρα ενημερώθηκα ότι έχει πεθάνει. Ήταν κορίτσι, ήταν 20 χρονώ, από τη Συρία, από την πόλη Νταράα. 3.10’’ Ήταν 20 χρονώ και παρέμεινε εγκλωβισμένη στο αμπάρι μαζί με άλλα γυναικόπαιδα.
Όλες οι κλήσεις που δέχτηκα κατά τη διάρκεια της μέρας έκαναν λόγο για διάφορες επείγουσες καταστάσεις πάνω στο σκάφος. Μιλούσαν για έλλειψη νερού. Έλεγαν ότι ήταν στη θάλασσα επί 5 μέρες κι ότι καλούσαν, γιατί δεν μπορούσαν να συνεχίσουν άλλο.
Χρειάζονταν οπωσδήποτε βοήθεια και χρειάζονταν οπωσδήποτε να σωθούν από οποιαδήποτε ευρωπαϊκή ακτοφυλακή. Έκαναν λόγο για έξι νεκρούς ανθρώπους στο σκάφος, έξι σορούς, ανάμεσα στις οποίες ενός 16χρονου αγοριού και άλλων ανθρώπων που αρρώστησαν.
Ο άντρας (που συνομιλούσα) μου είπε για ένα πλοίο που πλησίασε το σκάφος τους και το έδεσε με δύο σχοινιά. Το ένα σχοινί συνδεόταν με το πάνω μέρος του σκάφους και το άλλο με το μπροστινό μέρος. Τη στιγμή που τα σκάφη συνδέθηκαν άρχισαν να τους πετούν μπουκάλια με νερό.
Πετούσαν ένα μπουκάλι κάθε πέντε λεπτά κι αυτό προκάλεσε μεγάλο πανικό στο σκάφος κι αυτό έφερε το ρίσκο του ναυαγίου εκείνη τη στιγμή. Κινδύνευαν να αναποδογυρίσει το σκάφος, επειδή τους έριχναν μπουκάλια κι επειδή τα σχοινιά ήταν συνδεδεμένα μ’ αυτόν τον τρόπο. Αυτό ισχυρίζονταν οι άνθρωποι που με καλούσαν. Είπαν ότι φοβήθηκαν, γιατί δεν μπορούσαν να καταλάβουν, αν ήταν επιχείρηση διάσωσης ή κάτι που θα τους έκανε να βουλιάξουν. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που μίλησα μαζί τους.
Μου είπαν ότι απομακρύνθηκαν από το πλοίο, έλεγαν συνέχεια ότι ήταν εμπορικό, αλλά δεν μπόρεσα να το ταυτοποιήσω. Μετά τις δέκα το βράδυ έχασα κάθε επαφή με το σκάφος. 9.11’’ Αυτό που μπορώ να πω είναι πως καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας ποτέ δεν εξέφρασαν την επιθυμία να συνεχίσουν μέχρι να φτάσουν στην Ιταλία.
Ήταν σε κίνδυνο και χρειάζονταν διάσωση στο σημείο που βρίσκονταν στη θάλασσα. Ποτέ δεν μου είπαν ότι αρνούνται διάσωση από την Ελλάδα. Αυτό το σκάφος, οι άνθρωποι που με καλούσαν δεν είπαν ποτέ ότι δεν θέλουν να πάνε στην Ελλάδα, αντίθετα, παρακαλούσαν, έλεγαν ότι ίσως αυτή να είναι η τελευταία τους νύχτα.
Συνεχώς παρακαλούσαν κι έλεγαν ότι οποιαδήποτε ακτοφυλακή τους έκανε. Η μόνη ακτοφυλακή που αρνήθηκαν στις κλήσεις ήταν της Λιβύης, αυτήν την έτρεμαν».