Παράνομος κρίθηκε ο τρόπος προσδιορισμού των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων και κατά συνέπεια και ο προσδιορισμός του ΕΝΦΙΑ σε τέσσερις περιοχές της χώρας.
Η αυξημένη σύνθεση του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας με σειρά αποφάσεων του έκρινε παράνομη την «υπερφορολόγηση» των ακινήτων σε τρεις περιοχές της Αττική(Φιλοθέη, Ψυχικό και Νέο Βουτσά) και στους Δελφούς της Άμφισσας.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας δίνουν “τελεσίγραφο” στην Κυβέρνηση πως μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016 πρέπει να έχει προσδιορίσει τις νέες αντικειμενικές αξίες στις 4 περιοχές προκειμένου να καθοριστεί ο ΕΝΦΙΑ για το 2017.
Όπως εκτιμούν νομικοί κύκλοι η απόφαση αποκτά ευρύτερη σημασία καθώς σηματοδοτεί, όπως λένε, το πλαίσιο που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση του ΕΝΦΙΑ και σε άλλες περιοχές καθώς στο Ανώτατο Δικαστήριο εκκρεμούν χιλιάδες προσφυγές, μεταξύ των οποίων οι περισσότερες ομαδικές, που ζητούν να “πέσει” δικαστικά ο ΕΝΦΙΑ καθώς οι προσφεύγοντες επικαλούνται σωρεία αδικιών και υπέρμετρων χρεώσεων.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές πάντως η κυβέρνηση δεν είναι υποχρεωμένη να επιστρέψει τον ΕΝΦΙΑ του 2016 στους ιδιοκτήτες ακινήτων των τεσσάρων αυτών περιοχών κρίνοντας ουσιαστικά ότι δεν μπορεί να «τιναχτεί στον αέρα» ο κρατικός προϋπολογισμός ένα μήνα πριν την εκπνοή του τρέχοντος έτους.
Έτσι, παρότι δικαιώνονται οι ιδιοκτήτες ακινήτων των εν λόγω περιοχών που προσέφυγαν, οι σύμβουλοι Επικρατείας θεωρούν ότι υπερτερεί το «επιτακτικό δημόσιο συμφέρον» στις παρούσες μάλιστα συνθήκες καθώς υπάρχει κίνδυνος να οδηγηθεί σε εκτροχιασμό ο δημοσιονομικός προϋπολογισμός της χώρας.
Για το λόγο αυτό κρίθηκε οι αποφάσεις να μην έχουν χρόνο ισχύος την 21.5.2015, αλλά τις 8.6.2016, χρόνο συζήτησης των υποθέσεων στο ακροατήριο.
Εκείνο πάντως που βάρυνε στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για να χαρακτηριστεί παράνομη η υπουργική απόφαση καθορισμού των αντικειμενικών αξιών ήταν το γεγονός πως ο προσδιορισμός έγινε οριζόντια, «συλλήβδην για όλες τις ζώνες ορισμένης περιφέρειας» όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.
Δηλαδή χωρίς να υπάρχει διαφανής, ορισμένη, πρόσφορη και οικονομετρικά άρτια μεθοδολογία προσδιορισμού των αντικειμενικών αξιών, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία (νόμος 3852/2010), αλλά ούτε λήφθηκε υπόψη η γνώμη του κάθε Δήμου ή Κοινότητας, όπως προβλέπεται.
Ειδικότερα, η 7μελής σύνθεσης του Β΄ Τμήματος με τις υπ΄ αριθμ. 2334-2337/2016 αποφάσεις της και με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Μαίρη Σάρπ, επισημαίνει ότι «κατά την έννοια των εξουσιοδοτικών διατάξεων του άρθρου 41 του ν. 1249/1982, ερμηνευoμένων υπό το φως των άρθρων 4 (παρ. 5) και 78 (παρ. 1) του Συντάγματος, ο προσδιορισμός από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων πρέπει να διενεργείται με βάση ενιαία (για το σύνολο των περιοχών που έχουν ενταχθεί στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού), διαφανή, αρκούντως ορισμένη, πρόσφορη και οικονομετρικά άρτια μεθοδολογία, ώστε να παρέχονται στους βαρυνόμενους επαρκή εχέγγυα ορθού καθορισμού της φορολογούμενης (ελάχιστης εύλογης αγοραίας) αξίας των ακινήτων τους και να τηρείται από τα αρμόδια διοικητικά όργανα το ίσο μέτρο (γνωμοδοτικής και αποφασιστικής) κρίσης.
Η τοιαύτη ειδική μέθοδος πρέπει, ιδίως, να λαμβάνει προσηκόντως υπόψη την παρατεταμένη και σταδιακά εντεινόμενη ύφεση της αγοράς ακινήτων, συνεπεία της οικονομικής κρίσης και της επιβάρυνσης της ακίνητης περιουσίας με νέους φόρους, από το 2010 και μετά».
Επιπλέον, οι σύμβουλοι Επικρατείας αναφέρουν: «Κατά την κοινή πείρα, ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο προσδιορισμού της αγοραίας αξίας ενός ακινήτου είναι η τοποθεσία του, ο ως άνω ορισμός πρέπει να γίνεται τουλάχιστον σε επίπεδο δημοτικής ενότητας ή κοινότητας δήμου, κατόπιν συνεκτίμησης (διενεργούμενης κατ’ εφαρμογή της προαναφερόμενης ειδικής μεθόδου) συγκεκριμένων, περιλαμβανόμενων στο διοικητικό φάκελο, πρόσφορων και επίκαιρων στοιχείων για την πραγματική αγοραία αξία των ακινήτων στη σχετική ζώνη ή, σε περίπτωση αιτιολογημένης διαπίστωσης της ανυπαρξίας τέτοιων στοιχείων, με συνεκτίμηση ανάλογων υφιστάμενων στοιχείων για τις όμορες/γειτονικές ζώνες ή για άλλες ζώνες που κρίνονται αιτιολογημένα ότι παρουσιάζουν ουσιώδεις ομοιότητες όσον αφορά την αγορά ακινήτων».
Μεταξύ των στοιχείων που (πρέπει να) λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο αυτό, είναι και η προβλεπόμενη στο άρθρο 261 παρ. 4 του ν. 3852/2010 (απλή) γνώμη του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου».