Σε ισόβια κάθειρξη και επιπλέον κάθειρξη 21 χρόνων καταδικάστηκε 60χρονος, ο οποίος όχι μόνο σκότωσε την κατάκοιτη και τυφλή μητέρα του, επειδή είχε «κουραστεί να τη φροντίζει», αλλά τη βίαζε κατ’ επανάληψη όσο ήταν εν ζωή, όπως διαπιστώθηκε από τα ιατροδικαστικά ευρήματα στη σορό της ηλικιωμένης. Το αποτρόπαιο έγκλημα αποκαλύφθηκε τον περασμένο Ιούλιο, στο Ξηροχώρι Θεσσαλονίκης, όταν ο αδελφός του κατηγορούμενου εντόπισε νεκρή την 84χρονη, μέσα στο σπίτι όπου διέμενε με τον κατηγορούμενο γιο της.

Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης, ενώπιον του οποίου παραπέμφθηκε να δικαστεί ο 60χρονος, τον έκρινε ένοχο για ανθρωποκτονία με πρόθεση, βιασμό, σωματική βλάβη σε βάρος αδύναμου προσώπου, ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη και γενετήσιες πράξεις μεταξύ συγγενών, χωρίς να του αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό.

Αξιολογώντας το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και τις μαρτυρικές καταθέσεις, η εισαγγελέας της έδρας Αργυρή Κοτίνα ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος ασκούσε ενδοοικογενειακή βία, χτυπώντας βάναυσα τον αδελφό και τη μητέρα του. Την τελευταία «τη βίαζε μέχρι τον θάνατό της» παρότι είχε καταστεί τυφλή και ανάπηρη. «Την είχε ως οικόσιτο ζώο», επισήμανε η εισαγγελική λειτουργός κατά την αγόρευσή της.

Σύμφωνα με τη δικογραφία, το άγριο έγκλημα έγινε, όταν η 84χρονη τον φώναξε να τη βοηθήσει. Τότε εκείνος νευρίασε και τη σκότωσε. «Τη στραγγάλισε, τη χτύπησε με μπουκάλι, την ποδοπάτησε», τόνισε η εισαγγελέας, περιγράφοντας τον τρόπο δολοφονίας. Μάλιστα, την επόμενη μέρα, ο δράστης έσπευσε να τη θάψει χωρίς την εμπλοκή γραφείου τελετών, αναζητώντας ιερέα από τον διπλανό οικισμό, σε μία προσπάθεια να συγκαλύψει το έγκλημά του. Απείλησε, μάλιστα, τον αδελφό του ότι θα έχει την ίδια τύχη με τη μητέρα τους, εάν τον καταγγείλει στην αστυνομία.

Άτομα του περιβάλλοντος των δύο αδελφών ενημέρωσαν τελικά την αστυνομία και ο 60χρονος συνελήφθη, ομολογώντας την πράξη του, την οποία δικαιολόγησε λέγοντας «με είχε κουράσει να τη φροντίζω, δεν άντεχα άλλο». Από την ιατροδικαστική εξέταση που ακολούθησε προέκυψε ότι η άτυχη ηλικιωμένη έφερε σημάδια σεξουαλικής κακοποίησης τα οποία προσδιορίζονταν χρονικά λίγο καιρό πριν τη δολοφονία της.

Στην απολογία του, ο κατηγορούμενος, με ιστορικό ψυχικής ασθένειας και εξάρτησης από αλκοόλ, αποδέχθηκε ότι σκότωσε τη μητέρα του, αλλά αρνήθηκε ότι είχε σεξουαλικές επαφές μαζί της. «Έπινα αλκοόλ, δεν είχα εργασία. Ήμουν σε άθλια κατάσταση. Δεν κατάλαβα πώς έγινε το κακό. Η μητέρα μου δεν ήθελε να πάει στο ίδρυμα. Συνέχεια με φώναζε να την ταΐσω. Εγώ τη φρόντιζα, την έτρεχα στα νοσοκομεία. Ο αδελφός μου δε βοηθούσε. Λυπάμαι γι’ αυτό που έγινε, ζητώ συγγνώμη. Την επόμενη μέρα αντιλήφθηκα τι έκανα», είπε και ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν υπό την επήρεια μέθης.

Δεν έπεισε όμως τους δικαστές, τακτικούς και ενόρκους, που τον έκριναν ένοχο για το σύνολο των πράξεων που του αποδίδονταν, κάνοντας δεκτή την προηγούμενη εισαγγελική πρόταση. Μετά την ετυμηγορία του δικαστηρίου, ο 60χρονος επέστρεψε στις φυλακές.