Εύλογη ανησυχία κι έντονη αναστάτωση έχει προκαλέσει στους πολίτες της Θεσσαλονίκης η σεισμική δραστηριότητα που καταγράφεται τον τελευταίο μήνα, συνήθως τις βραδινές ώρες, στη συμπρωτεύουσα και τις γύρω περιοχές.
Μπορεί οι σεισμοί που καταγράφονται να έχουν μικρό μέγεθος, ωστόσο γίνονται αισθητοί, ενώ η συχνότητά τους έχει δημιουργήσει αναστάτωση σε όσους τους αντιλαμβάνονται, κυρίως στις περιοχές του Χορτιάτη, του Πανοράματος και του Ασβεστοχωρίου. Σύμφωνα, πάντως, με τους σεισμολόγους, τέτοιου είδους σεισμική δραστηριότητα δεν είναι ασυνήθιστη και δεν εμπνέει ανησυχία.
Συνολικά από τις 28 Δεκεμβρίου μέχρι και χθες Τρίτη σημειώθηκαν δέκα σεισμικές δονήσεις με επίκεντρο την ευρύτερη περιοχή του Χορτιάτη, όλες κάτω από 2,5 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ, με εξαίρεση την πρώτη που ήταν μεγέθους 3,4 βαθμών. Όπως ανέφερε ο διευθυντής του Εργαστηρίου Γεωφυσικής, καθηγητής Κώστας Παπαζάχος, «υπάρχει μία μικροσεισμικότητα από τον Χορτιάτη μέχρι το Πανόραμα και το Ασβεστοχώρι, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη από τα τέλη Δεκεμβρίου και όλο τον Γενάρη. Μιλάμε για σεισμούς με μεγέθη λίγο πάνω από δύο βαθμούς. Έχει γίνει κατ’ επανάληψη στη Θεσσαλονίκη, απλώς όλοι το ξεχνάνε. Είχε καταγραφεί το 2000, το καλοκαίρι του 2019, έχουμε τέτοια φαινόμενα συνεχόμενα. Είναι σύνηθες και δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας».
Την ίδια εκτίμηση εξέφρασε και ο καθηγητής σεισμολογίας του ΑΠΘ, Μανώλης Σκορδίλης, ο οποίος σημείωσε ότι μικροδονήσεις και μικροδραστηριότητα έχουν παρατηρηθεί όχι κατ’ ανάγκη στον συγκεκριμένο χώρο, αλλά κοντά στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες περιοχές του ελληνικού χώρου. «Είναι μικρές δονήσεις που λόγω της μικρής απόστασης από κατοικημένη περιοχή γίνονται αισθητοί. Σημειώνονται σε μία πολύ μικρή περιοχή με διεύθυνση ανατολή – δύση και είναι βόρεια και δυτικά από το χωριό του Χορτιάτη. Οι αποστάσεις από τη Θεσσαλονίκη είναι μεταξύ 7 και 12 χιλιόμετρα, δηλαδή πολύ κοντά στην πόλη, γι’ αυτόν τον λόγο γίνονται αισθητοί. Το κακό είναι ότι γίνονται όλοι νύχτα, οπότε τους καταλαβαίνει πολύς κόσμος. Δεν φαίνεται να έχει διεγερθεί κάποιο μεγάλο ρήγμα, δεν διαγράφεται δηλαδή από τα επίκεντρα κάποιο μεγάλο ρήγμα, το οποίο θα μπορούσε να δώσει κάποιον μεγαλύτερο σεισμό. Φαίνεται να υπάρχει μία συγκεκριμένη δραστηριότητα σε μία περιοχή που έχει μήκος περίπου τρία χιλιόμετρα. Δεν είναι κάποιο μεγάλο ρήγμα ή κάποιο μεγάλο τμήμα ενός ρήγματος που θα μπορούσε να δώσει κάτι μεγάλο, αν ενεργοποιηθεί».
Ο κ. Σκορδίλης σημείωσε πως το μέγιστο μέγεθος που μπορεί να δώσει ένα ρήγμα εξαρτάται από τις διαστάσεις του, οπότε στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, καθώς το σημείο είναι μικρών διαστάσεων. «Αν έχεις ένα ρήγμα 30 χιλιομέτρων μπορεί να σου δώσει έναν σεισμό 6,5. Αν έχεις 15-16 χιλιόμετρα μπορεί να σου δώσει 6,2. Εδώ πρόκειται για μία περιοχή τριών χιλιομέτρων, οπότε μιλάμε μία μικρή τοπική διέγερση, η οποία δεν φαίνεται να απλώνεται», ανέφερε και πρόσθεσε πως «όλοι οι σεισμοί που έχουν μεγέθη κάτω από 4,5 θεωρούνται τυχαία γεγονότα στον χώρο, εκτός και αν πρόκειται για μετασεισμούς μιας συγκεκριμένης περιοχής».
Το μικρό μέγεθος των σεισμών δεν επιτρέπει στους επιστήμονες να διαγνώσουν εάν πρόκειται για τοπικό ρήγμα. «Για να έχεις περισσότερες πληροφορίες για το ρήγμα που σου δίνει σεισμούς, θα πρέπει να έχεις καταγραφές από πολλούς σταθμούς. Αλλά για να έχεις πολλές καταγραφές, θα πρέπει να είναι πιο μεγάλος ο σεισμός. Αν είναι τόσο μικρός, δεν τον γράφουν πολλοί σταθμοί, άρα δεν έχεις επαρκές υλικό για να μπορέσεις να βγάλεις συμπεράσματα. Το αισιόδοξο στοιχείο είναι ότι αυτοί οι σεισμοί εκδηλώνονται σε ένα πολύ μικρό τμήμα που, ενώ είναι όλοι μικροί», κατέληξε ο κ. Σκορδίλης.
Πηγή: voria.gr